Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης κατέθεσε χθες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας στη βάση των «αδιάψευστων αποδείξεων» που, όπως είπε, περιέχει ο φάκελος που έλαβε από τον επικεφαλής τής ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο για την παρακολούθηση ακόμα έξι ατόμων.

Κατά την ομιλία του στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανέφερε ότι, συγκεκριμένα, ο φάκελος που πήρε από τον κ. Ράμμο «περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της ΑΔΑΕ», μετά από επίσημο αίτημα που κατέθεσε ο ίδιος τον περασμένο Δεκέμβριο να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή στα αρχεία των παρόχων κινητής τηλεφωνίας προκειμένου να «διελευκάνει αν τέθηκαν πράγματι σε επισύνδεση, από την ΕΥΠ» τα εξής άτομα: «ο υπουργός εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών κ.κ. Λάγιος και Αλεξόπουλος».

«Η απάντηση που επισήμως έλαβα, ήταν έξι στα έξι», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ. Τσίπρας, δηλώνοντας πως έχει την υποχρέωση μετά από αυτό να πει την «αλήθεια», απέναντι «στο σκοτάδι της συγκάλυψης που επιχειρήθηκε με εκβιασμούς». Σημείωσε, δε, πως σύμφωνα με τα ευρήματα, η «ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη» παρακολουθούσε τον κ. Χατζηδάκη για οκτώ μήνες, ενώ «άκουγε τους αρχηγούς του στρατεύματος, τον Σύμβουλο Ασφαλείας και τους επικεφαλείς της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών, για δύο περίπου χρόνια», βάζοντας στο στόχαστρο και την αρμόδια εισαγγελέα που είχε υπογράψει τις σχετικές διατάξεις και υποστηρίζοντας ότι «είναι μέλος του ρυπαρού και εγκληματικού δικτύου και την προστατεύει ο επικεφαλής τού εγκληματικού δικτύου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός».

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ξεκίνησε την ομιλία του εκτοξεύοντας βέλη κατά της κυβέρνησης, την οποία αποκάλεσε «βαθιά αντιδημοκρατική», και προσωπικά του πρωθυπουργού για τον οποίο είπε πως «γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας».

Από την πλευρά του, καλοδεχούμενη χαρακτήρισε την πρόταση δυσπιστίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης που βρισκόταν στην παρουσίαση του αναπτυξιακού σχεδίου για την Κρήτη όταν πληροφορήθηκε την εξέλιξη από τη Βουλή.

«Καλοδεχούμενη η πρόταση και είναι αλήθεια ότι τον παρακαλούσα πολλούς μήνες να το κάνει» είπε ο κ. Μητσοτάκης που πρόσθεσε ότι είναι « πολύ καλή ευκαιρία για να συγκρίνουμε πεπραγμένα τετραετιών. Επιδιώκω τη σύγκριση, ελάτε να συγκριθούμε» ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης ο οποίος πρόσθεσε ότι «εύχομαι οι πολίτες να ξεπεράσουν το νέφος της τοξικότητας και να αντιληφθούν ποιοι μπορούν να τους μιλήσουν για το μέλλον τους».

«Θα είμαστε στη Βουλή και την Παρασκευή θα πάρουμε ψήφο εμπιστοσύνης και μέχρι να προκηρύξουμε τις εκλογές θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας» κατέληξε ο κ. Μητσοτάκης.

Δείτε live τη συνεδρίαση στη Βουλή:

Πρόταση δυσπιστίας: «Ναι» από τους εισηγητές Ελληνικής Λύσης και ΜεΡΑ25

Υπέρ της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης τάχθηκαν οι εισηγητές, της Ελληνικής Λύσης, Αντώνης Μυλωνάκης, και του ΜεΡΑ25, Μαρία Απατζίδη, καταλογίζοντας της «καθεστωτικές, αντιδημοκρατικές μεθόδους παράνομων παρακολουθήσεων» και υποστηρίζοντας ότι μετά τα αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος οφείλει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις.

Ο κ. Μυλωνάκης έκανε λόγο για «ζοφερή μέρα για τη δημοκρατία και το πολιτικό σύστημα με τα όσα ακούστηκαν από ορισμένους υπουργούς».

«Εμείς ως ΜεΡΑ25 δεν ιδρυθήκαμε για να κάνουμε αντιπολίτευση σε ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ αλλά για να δώσουμε μία συνολική διέξοδο. Σήμερα στην ημερησία διάταξη είναι το ναι ή το όχι στη Μητσοτάκης Α.Ε. Σε αυτό, η ψήφος μας, η θέση μας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφέστερη. Όχι στη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όχι στη Μητσοτάκης Α.Ε», δήλωσε από την πλευρά της η ειδική αγορήτρια του ΜεΡΑ25, Μαρία Απατζίδη.

Πρόταση δυσπιστίας – Οικονόμου: «Μάταιο, υποκριτικό και με ψέματα το έργο που σκηνοθετεί και ανεβάζει ο κ. Τσίπρας»

«Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτε πιο μάταιο, πιο ψεύτικο και ποιο ματαιόδοξο από το έργο που σκηνοθετεί και ανεβάζει επί μήνες ο κ. Τσίπρας σχετικά με τα παράνομα λογισμικά και τις επισυνδέσεις» τόνισε ο υφυπουργός στον Πρωθυπουργό και κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου κατά την συζήτηση στην Ολομέλεια της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

«Η ματαιότητα, η υποκρισία και το ψέμα» είπε ο υφυπουργός «αφορούν κάτι συγκεκριμένο. Την εμμονή του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τεκμήρια να αποδώσουν στον Πρωθυπουργό χαρακτηρισμούς όπως «εγκέφαλος κυκλώματος», «αρχηγός συμμορίας», αυτός που παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα για να του ελέγχει και να τους εκβιάζει». Αυτή, είπε ο κ. Οικονόμου στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «η εμμονή σας. Και αυτή καυτηριάζουμε και αναδεικνύουμε από την πρώτη στιγμή. Μια εμμονή να αποδίδεται χωρίς στοιχεία και τεκμήρια αήθης χαρακτηρισμούς στον Πρωθυπουργό»

«Ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο κ. Τσίπρα, είπε «προσπαθούν σώνει και καλά να πείσουν τους Έλληνες και τις Ελληνίδες ότι δεν ζουν στην Ελλάδα αλλά σε μια ανελεύθερη τριτοκοσμική χώρα, περίπου δικτατορίας». Μια επιλογή «απόδειξης απόλυτης αλαζονείας και αμετροέπειας που έχετε».

Αυτή είναι η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης

«Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς τής χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη», αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης.

Αναλυτικά η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως ακολούθως:

«Προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων

ΘΕΜΑ: Πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης

(Άρθρα 84, παρ.2 Συντ. και 142 ΚτΒ)

Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό ΕΥΠ. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού predator. Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη.

Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειάς συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους, διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.

Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ένα μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).

Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την ΕΥΠ, ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.

Τεράστιες ευθύνες έχει όμως και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της ΑΔΑΕ. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν το φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές -κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.- που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.

Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στο διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απολέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη Δημοκρατία που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.

Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης».

Πρόταση δυσπιστίας: Τι είναι και ποια διαδικασία προβλέπεται από τη Βουλή

«Πρόταση δυσπιστίας» είναι η πρόταση που καταθέτει κόμμα της αντιπολίτευσης στη Βουλή των Ελλήνων, με σκοπό το Σώμα να άρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή από μέλος της.

Το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία περιγράφεται πρωτίστως στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής. Βάσει του άρθρου 84, η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται, εφόσον φέρει την υπογραφή του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή από 60 βουλευτές) και πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια τα θέματα, για τα οποία οι βουλευτές αίρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση εν συνόλω ή από κάποιο μέλος της.

Οι βουλευτές καταθέτουν την πρόταση προς τον Πρόεδρο της Βουλής κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης του Σώματος. Σε περίπτωση που η πρόταση υπογράφεται, όπως προαναφέρθηκε, από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, τότε η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες, εκτός κι αν η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.

Σε ό,τι αφορά τα χρονικά περιθώρια, ο Κανονισμός της Βουλής επισημαίνει πως η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία. Σύμφωνα, πάντα με το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής, η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας ξεκινά με την ομιλία δύο τουλάχιστον βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν. Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ομιλίας των δύο βουλευτών, συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.

Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές). Επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Διαβάστε ακόμη: