Γράφει η Καλομοίρα Νεράτζη (*)
Οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν σημαντικά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 και του 2022. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μείωση της προμήθειας αερίου, ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και τη χρήση της ενέργειας ως «όπλου», καθώς και στις εγχώριες ελλείψεις υδροηλεκτρικής και πυρηνικής ενέργειας.
Οι αυξήσεις των τιμών οφείλονταν επίσης στην αυξημένη ζήτηση ενέργειας, καθώς η παγκόσμια οικονομία ανέκαμπτε μετά την πανδημία COVID-19. Αυτή η αύξηση τιμών έγινε γρήγορα αισθητή από τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την χώρα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ΕΕ παρείχε ταχύτατα μια εργαλειοθήκη για τις τιμές της ενέργειας με μέτρα για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών, ιδίως για τους πλέον ευάλωτους καταναλωτές (όπως εισοδηματική στήριξη, φορολογικές ελαφρύνσεις, μέτρα εξοικονόμησης και αποθήκευσης αερίου), καθώς και το σχέδιο REPowerEU με περαιτέρω μέτρα και χρηματοδότηση για την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Ακολούθησε η δημιουργία ενός προσωρινού καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων που θα επέτρεπε ορισμένα μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών, ένα ισχυρό καθεστώς αποθήκευσης αερίου, αποτελεσματικά μέτρα μείωσης της ζήτησης αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας , ταχύτερες διαδικασίες αδειοδότησης για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δίκτυα , και καθεστώτα περιορισμού των τιμών για την αποφυγή συγκυριακών υπερκερδών τόσο στην αγορά αερίου όσο και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης
Αυτά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα βοήθησαν τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις άμεσες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο, η κρίση κατέδειξε επίσης πόσο εκτεθειμένοι είναι οι καταναλωτές στις εκτινάξεις των τιμών της ενέργειας. Ο αντίκτυπος της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα στον καθορισμό των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας θεωρήθηκε υπερβολικός από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, ενώ η ικανότητα της Ελλάδας να αμβλύνεί τις βραχυπρόθεσμες τιμές με μακροπρόθεσμες συμβάσεις φαινόταν ανεπαρκής.
Για την προστασία των καταναλωτών από την αστάθεια των τιμών, τον 03/2023 τροποποιήθηκε η Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που αφορά στη βελτίωση της προστασίας της Ένωσης από τη χειραγώγηση της αγοράς στον ενεργειακό κλάδο τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και εθνικό κατ’ επέκταση επίπεδο. Δυνάμει της πρότασης προβλέπεται το δικαίωμα σύναψης συμβάσεων σταθερής τιμής, αλλά και συμβάσεων δυναμικής τιμολόγησης, καθώς και το δικαίωμα σύναψης πολλαπλών συμβάσεων και παροχής καλύτερων και σαφέστερων πληροφοριών για τις συμβάσεις. Στους καταναλωτές θα προσφέρεται ποικιλία συμβάσεων που θα ανταποκρίνονται όσο το δυνατόν καλύτερα στις ανάγκες τους.
Με τον τρόπο αυτόν, οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των μικρών επιχειρήσεων, μπορούν να εξασφαλίσουν εγγυημένες, μακροπρόθεσμες τιμές για τον μετριασμό των επιπτώσεων από ξαφνικές εκτινάξεις των τιμών και/ή μπορούν να επιλέξουν να συνάψουν συμβάσεις δυναμικής τιμολόγησης με τους προμηθευτές, εάν επιθυμούν να επωφεληθούν από τη μεταβλητότητα των τιμών για τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας όταν αυτή είναι φθηνότερη (π.χ. για τη φόρτιση ηλεκτρικών αυτοκινήτων ή τη χρήση αντλιών θερμότητας).
Ένας τέτοιος συνδυασμός δυναμικής και σταθερής τιμολόγησης επιτρέπει τη διατήρηση των κινήτρων της αγοράς για τους καταναλωτές ώστε να προσαρμόσουν τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ παράλληλα παρέχει μεγαλύτερη βεβαιότητα και σε όσους επιθυμούν να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (για παράδειγμα, ηλιακούς συλλέκτες στέγης), καθώς και σταθερότητα του κόστους. Εκτός από το υφιστάμενο πλαίσιο προστασίας για τους ενεργειακά φτωχούς και ευάλωτους καταναλωτές, η πρόταση θα παρέχει επίσης πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες τιμές λιανικής για τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ σε περίπτωση κρίσης και θα σταθεροποιήσει τον κλάδο εφοδιασμού, επιβάλλοντας στους προμηθευτές την υποχρέωση να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την προστασία από τις εκτινάξεις των τιμών, με μεγαλύτερη χρήση προθεσμιακών συμβάσεων με τους παραγωγούς (κατοχύρωση μελλοντικών τιμών), και θα απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν καθεστώς ύστατου προμηθευτή.
Με τον τρόπο αυτό οι καταναλωτές συμμετέχουν ενεργά στην αγορά και την ανάπτυξη της απόκρισης ζήτησης. Η προστασία τους είναι απαραίτητη, όπως και η οικονομική προσιτότητα της ενέργειας, αλλά η διατήρηση των μηνυμάτων για την απόκριση ζήτησης είναι εξίσου σημαντική. Θα πρέπει άμεσα λοιπόν σε εθνικό επίπεδο να δοθεί η δυνατότητα εφαρμογής αναδυόμενων λύσεων, όπως οι ενεργειακές κοινότητες, η αυτοκατανάλωση και η κοινή χρήση της ενέργειας, και να δοθούν σχετικά κίνητρα ώστε όχι μόνο να μειωθεί ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος που διατρέχουν αλλά να δημιουργηθεί ένας «ενάρετος» κύκλος όπου τα σταθερά έσοδα μειώνουν το κόστος και ενδυναμώνουν τη ζήτηση ανανεώσιμης ενέργειας.
(*) Οικονομολόγος – Συγγραφέας