Πριν καν εισέλθουμε εποχικά στην άνοιξη οι μετοχές των τραπεζών δείχνουν από τις αρχές του έτους, ότι έφτασε η εποχή τους.

Σήμερα σαν να θέλει να υπενθυμίσει ένα παλιό και γνωστό κανόνα της αγοράς, το ελληνικό χρηματιστήριο αναδεικνύει τον τραπεζοκεντρικό χαρακτήρα του.

Η άνοδος των τραπεζικών «χαρτιών» ήδη άρχισε να έχει επίδραση στο σύνολο της χρηματιστηριακής αγοράς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και οι άλλες μετοχές που κινούνται ανοδικά δεν έχουν λόγους για τη δυναμική που εμφανίζουν.

Το αντίθετο θα λέγαμε: Η κρίση μπορεί να στοίχισε ακριβά στο ελληνικό χρηματιστήριο, οδήγησε ( ή και ανάγκασε) σε αναδιάρθρωση και επαναπροσανατολισμό δεκάδες εταιρίες που έχουν πλέον μετατραπεί σε ισχυρούς ομίλους με σημαντικές δραστηριότητες σε τομείς που υπόσχονται πολλά, έχοντας εξασφαλίσει διεθνή διαπιστευτήρια.

Η ώρα των τραπεζών δεν ήταν ένα αναπάντεχο γεγονός: Οι αναλυτές, είχαν προειδοποιήσει προ πολλού.

Οι επενδυτές δίστασαν ως άπιστοι Θωμάδες, έχουν άλλωστε πληρώσει ακριβά, την επιμονή τους προς τον κλάδο στις αρχές του νέου αιώνα.

Έτσι παρά τα πολλές και ουσιαστικές ενδείξεις δεν πρόλαβαν τον «πρώτο γύρο» της ανόδου και προβληματίζονται για την μικρή διόρθωση που λογικά καταγράφηκε, μετά ανοδική πορεία δύο και πλέον μηνών.

Από τα ναδίρ στα ύψη

Είναι όμως έτσι; Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, χρειάστηκε να καταβάλουν τεράστια προσπάθεια για να αρχίσουν να βλέπουν καλύτερες μέρες.

Το άχθος των κόκκινων δανείων ήταν μεγάλο και για την αντιμετώπισή τους απαιτήθηκαν πολλά εργαλεία, ορισμένα εκ των οποίων δεν αποδείχθηκαν και τόσο αποτελεσματικά.

Ωστόσο γεγονός είναι πως τα χαρτοφυλάκια έχουν εκκαθαριστεί στο μεγαλύτερο μέρος τους και οι συστημικές τράπεζες έχουν απαλλαγεί από μη εξυπηρετούμενο χρέος που ξεπερνά τα 100 δις ευρώ.

Το τελευταίο βήμα, αν επιβεβαιωθούν οι αναλύσεις των διεθνών οίκων και τηρηθούν οι δεσμεύσεις των τραπεζών έναντι των ευρωπαϊκών εποπτικών οργάνων πρόκειται να γίνει μέσα στην τρέχουσα διετία οπότε και αναμένεται ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφωθεί σε επίπεδα ευρωζώνης, δηλαδή να συμπιεστεί κάτω του 5%.

Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια συγκυρία ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον τραπεζικό κλάδο πανευρωπαϊκά: Το άνοιγμα του κύκλου των αυξήσεων των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκλεισε συγχρόνως έναν άλλον.

Αυτόν της χαμηλής κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες για περισσότερο από δέκα χρόνια «υπέφεραν» από τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια.

Επομένως το σκηνικό αλλάζει και ανοίγει ένας νέος κύκλος, με την κερδοφορία των τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο να γυρίζει σελίδα.

Έτσι κλείνοντας ο κύκλος αυτός ανοίγει ένας νέος, με τα κέρδη των ευρωπαϊκών τραπεζών πλέον να αφήνουν πίσω τους τη «μετριοπάθεια» των προηγούμενων ετών.

Τα κέρδη των τραπεζών ενισχύονται, η κεφαλαιακή τους επάρκεια ισχυροποιείται και παράλληλα ετοιμάζονται να ανταμείψουν τους μετόχους τους με διανομή μερισμάτων, αν και οι καταθέτες προφανώς δυσφορούν από την καθήλωση των επιτοκίων καταθέσεων. Ποιος όμως είπε ότι στην ελεύθερη οικονομία, εφαρμόζονται οι ισορροπίες;

Το χρυσόμαλλο δέρας

Κύριος παράγων που ενισχύει την εκτίμηση ότι τα «προσεχώς» των τραπεζών θα επιφυλάσσουν και άλλες θετικές εκπλήξεις, είναι η αύξηση του κόστους του δανεισμού λόγω των αυξημένων επιτοκίων της ΕΚΤ που ενισχύει τα έσοδα.

Σημειώνεται ότι ο δείκτης των ευρωπαϊκών τραπεζών από την έναρξη του τρέχοντος έτους καταγράφει άνοδο μεγαλύτερη του 20%, ενώ τα κέρδη του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών διαμορφώνονται κοντά στο 15%. Ενώ λοιπόν τα επιτόκια ανεβαίνουν και μαζί τους τα κέρδη, οι τράπεζες δεν δείχνουν διατεθειμένες να μετακυλήσουν τα κέρδη ή σημαντικό μέρος αυτών στις καταθέσεις.

Μπορεί οι διοικήσεις των τραπεζών να έχουν εξαγγείλει αυξήσεις στα επιτόκια των καταθέσεων ή να προσφέρουν νέα προγράμματα με προθεσμιακές καταθέσεις, εντούτοις και πάλι η πλάστιγγα του διαμοιρασμού των κερδών γέρνει συντριπτικά υπέρ των τραπεζών. Στις αρχές της βδομάδας η επικεφαλής του οικονομικού τμήματος της Commerzbank, Μπετίνα Ορλόπ, κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με αναλυτές κατόπιν της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων της γερμανικής τράπεζας για το δ΄ τρίμηνο παραδέχθηκε κυνικά : «Δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική μετακύλιση των κερδών από τα επιτόκια στους πελάτες».

Σημειώνεται ότι αν και η Commerzbank θα αυξήσει τα επιτόκια των καταθέσεων όπως προτίθενται να κάνουν και οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, εντούτοις το ποσοστό των κερδών γνωστό ως deposit beta (η ποσοστιαία αλλαγή στο επιτόκιο κατάθεσης διαιρεμένη με την ποσοστιαία αλλαγή στο επιτόκιο των κεφαλαίων) θα παραμείνει χαμηλότερα του μέσου όρου για το 2023 που αναμένεται να διαμορφωθεί στο 30%.

Η γερμανική τράπεζα δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μοναδική που προέβη σε τέτοιες δηλώσεις, καθώς στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και φυσικά το σύνολο των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλουν οι τραπεζίτες είναι πως αύξησαν «όσο μπορούσαν» τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων υποστηρίζοντας επιπλέον, ότι μετά από μια δεκαετία μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων όπου οι τράπεζες δεν πέρασαν στους πελάτες τους τα κόστη προκαλούμενα από αυτά, ήρθε η ώρα για μια καλύτερη και αποδοτικότερη περίοδο για τις τράπεζες.

Τι έρχεται …

Με βάση αυτά τα δεδομένα το μέλλον των τραπεζών, υπόσχεται νέες μέρες δόξας. Υπάρχει εξάλλου και η «καύσιμη ύλη» που αφορά στην αναθέρμανση των προσδοκιών και στην επιτάχυνση των εισροών ξένου χρήματος. Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλλει τις επόμενες μέρες η σεναριολογία για αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο Scope Rating στις 3 Μαρτίου, ή από την DBRS στις 10 Μαρτίου, ή/και η βελτίωση της «βαθμολογίας» από την Moody’s στις 17 Μαρτίου.

Παράλληλα η αγορά προσδοκά την πρώτη διανομή μερίσματος από τις τράπεζες, μετά από σχεδόν 14 χρόνια. Το 2023 είναι η πρώτη χρήση στην οποία όλες οι τράπεζες θα είναι κερδοφόρες, με μονοψήφια NPEs. Η γενική εικόνα είναι άκρως θετική με τις εκτιμήσεις πλέον να αναθεωρούνται ανοδικά για το σύνολο της χρονιάς ενώ η σημαντική πρόοδος στην εξυγίανση των χαρτοφυλακίων συνοδεύτηκε από ενδυνάμωση της κερδοφορίας στο επαναλαμβανόμενο τμήμα των εσόδων.

Για σχεδόν 10 χρόνια, ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα αποτελούσε τροχοπέδη για την τοπική αγορά, λόγω του διαρκούς κινδύνου ανακεφαλαιοποίησης αλλά και του πολύ υψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Αυτό έχει πλέον αντιστραφεί και το 2022, ο ελληνικός τραπεζικός δείκτης αυξήθηκε κατά 11% έναντι αρνητικού 5% για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη. Η ΕΤΕ και η Eurobank ήταν δύο από τις τράπεζες με τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρώπη (+28% και +18%, αντίστοιχα).

Έτσι οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν κατά το τρίτο τρίμηνο του 2022 στην κορυφή της Ευρώπης, αναστρέφοντας τη θέση ουραγού που είχαν τα προηγούμενα χρόνια.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκαν στα 2,86 δισ. ευρώ (2,31 δισ. στο β΄3μηνο) ή στο 15,38% του μετοχικού κεφαλαίου τους στο γ’ τρίμηνο του 2022 έναντι 7,55% κατά μέσο όρο των τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ.

Προς κέρδη 3,5 δισ.

Οι τράπεζες στο 9μηνο 2022 εμφάνισαν κέρδη 2,8 δισ. με προοπτική συνολικά για το 2022 να φθάσουν περίπου στα 3,5 δισ. σύμφωνα με εκτιμήσεις των αναλυτών.

Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα έκτακτα κέρδη ανέρχονται σε 1,2 δισ. ευρώ τα οποία δεν θα επαναληφθούν το 2023.

Όμως αναμένεται να υπερκαλυφτούν από την αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια.

Τα έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών ήταν υψηλά καθώς αυξήθηκαν τα επιτόκια χορηγήσεων, ενώ έμειναν σταθερά σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα τα επιτόκια καταθέσεων.

Σημαντική, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι και η αναμενόμενη απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, καθώς το γεγονός αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στον τραπεζικό κλάδο με τις επερχόμενες αξιολογήσεις από τους επενδυτικούς οίκους να αναβαθμίζουν το αξιόχρεό τους, κάτι που θα είναι άκρως θετικό για το κόστος των τιτλοποιήσεων και την έκδοση ομολόγων για την κάλυψη των δεικτών Ελαχίστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).

Διαβάστε περισσότερα