Η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μ.β. από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού που έφτασε το 9,1% στην Ευρωζώνη τον Αύγουστο, είχε σχεδόν προεξοφληθεί από τις αγορές.

Έτσι, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και με τα δύσκολα να είναι μπροστά μας, το κόστος χρήματος αυξάνεται άμεσα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ δεν αναμένεται άμεσα άνοδος των επιτοκίων καταθέσεων που κινούνται μεταξύ 0%-0,25% στις προθεσμιακές.

Και αναμένεται συνέχεια στις αυξήσεις των επιτοκίων -ανάλογα της πορείας του πληθωρισμού, με την ΕΚΤ να προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 8,1% φέτος και στο 5,5% το 2023.

Ενδεχόμενο νέας αύξησης τον Οκτώβριο

Το ενδεχόμενο τον Οκτώβριο να έχουμε μια ακόμα αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης και να ακολουθήσει πριν το τέλος της χρονιάς μια ακόμα -άλλες 25 μ.β.- είναι κάτι παραπάνω από ορατό. Δηλαδή από τώρα και μέχρι το τέλος του 2022 τα επιτόκια θα έχουν ανέβει 1%-1,25% και με περαιτέρω άνοδο 50 -75 μ.β. τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2023 η ενίσχυση των επιτοκίων θα είναι 1,75%-2%.

Έτσι, σε ό,τι αφορά τα επιτόκια χορηγήσεων θα γίνουν ακριβότερα κατά τουλάχιστον 75 μ.β. Πριν από τις αποφάσεις της ΕΚΤ, το μέσο επιτόκιο σε συγχρηματοδοτούμενα επιχειρηματικά δάνεια με ενοχικές εξασφαλίσεις είναι 6%, με εμπράγματες εξασφαλίσεις 6%, ενώ με cash collateral στο 5%. Χωρίς συγχρηματοδοτήσεις το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών εκταμιεύσεων διαμορφώνεται πέριξ του 8,5%, ενώ στα καταναλωτικά πάνω από το 11%.

Πόσο αυξάνονται τα δάνεια

Ο δανειολήπτης ενός επιχειρηματικού δανείου 200.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 10 χρόνια και αρχικό επιτόκιο 5,5% θα δει τη μηναία δόση του να αυξάνεται κατά 76 ευρώ λόγω της αύξησης κατά 75 μ.β και αν υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις που θα οδηγήσουν το επιτόκιο κοντά στο 7% η μηνιαία επιβάρυνση θα ξεπεράσει τα 150 ευρώ.

Αυτό μεταφράζεται σε περαιτέρω αύξηση του κόστους (πέραν του ενεργειακού) για τις επιχειρήσεις που μέχρι έναν βαθμό θα μπορέσουν να απορροφήσουν.

Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά, οι μόνοι που μένουν αλώβητοι από την αύξηση των επιτοκίων είναι δανειολήπτες με σταθερό επιτόκιο. Πολύ μικρή θα είναι η επιβάρυνση και για εκείνους που έχουν παλιά, «ώριμα» δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δηλαδή πλησιάζει η ώρα της αποπληρωμής των δανείων τους και πλέον πληρώνουν κατά κύριο λόγο το κεφάλαιο.

Για παράδειγμα, δάνειο 100.000 ευρώ διάρκειας 30 ετών, με αρχικό επιτόκιο 3,75% και μηνιαία δόση στα 463,12 ευρώ. Όταν το επιτόκιο «ανέβει» στο 4,75% η δόση αυξάνεται κατά 58 ευρώ στα 521 ευρώ, αν το δάνειο χορηγήθηκε το 2017, ενώ αν χορηγήθηκε το 2010 κατά 38 ευρώ, φτάνοντας στα 501 ευρώ.

Μια αύξηση επιτοκίου στο 4,75% συνεπάγεται αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 58 ευρώ (στα 521 ευρώ) αν το δάνειο χορηγήθηκε το 2017, ενώ αν χορηγήθηκε το 2010 η επιβάρυνση είναι 38 ευρώ, στα 501 ευρώ.

Μεγάλη επιβάρυνση για τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου

Αντίθετα, τα νεότερα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου θα επιβαρυνθούν σημαντικά – την ώρα που οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί βρίσκονται στη μέγγενη της ακρίβειας και τους πληθωρισμού.

Για παράδειγμα, σε υφιστάμενο δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο (συνήθως Εuribor+spread) 100.000 ευρώ, με ονομαστικό επιτόκιο 3%, διάρκειας 15 ετών, η μηνιαία δόση υπολογίζεται σε 696,37 ευρώ.

Όταν το επιτόκιο διαμορφωθεί στο 3,75% η μηνιαία δόση αυξάνεται στα 733,19  ευρώ και στα 745,72 ευρώ αν το επιτόκιο διαμορφωθεί στο 4%. Με επιτόκιο 4,25% η μηνιαία δόση είναι περίπου 758 ευρώ (+62 ευρώ) και στα 771 ευρώ αν το επιτόκιο «σκαρφαλώσει» στο 4,5% (+75 ευρώ).

Ανάλογες είναι οι επιβαρύνσεις για δάνειο ίδιου ποσού και επιτοκίου αλλά 20ετούς διάρκειας. H δόση από τα 560 ευρώ όταν το επιτόκιο είναι 3% ανεβαίνει στα 640 με επιτόκιο 4,5%.

Τα προγράμματα που απορροφούν τις αυξήσεις

Ανάχωμα στις αυξήσεις αυτές είναι τα προγράμματα που δίνουν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να «γυρίσουν» τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο σε σταθερό χωρίς «πέναλτι».

Μέχρι σήμερα οι δανειολήπτες δεν έχουν… κινητοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει… σαφές πού μπορεί να φτάσουν τα επιτόκια. Οι τράπεζες από την πλευρά τους θέλουν πάση θυσία τα δάνεια να παραμείνουν εξυπηρετούμενα, καθώς ενδεχόμενη δραματική αύξηση των κόκκινων δανείων θα έχει επίπτωση στην κοινωνία, στην οικονομία και φυσικά στις ίδιες τις τράπεζες.

Βάσει των μέχρι σήμερα εκτιμήσεων, τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα διαμορφωθούν σε διαχειρίσιμα επίπεδα -πέριξ των 100 εκατ. ευρώ- για κάθε συστημική τράπεζα.

Πάντως την τελευταία διετία, όταν ξεκίνησε η αναθέρμανση της στεγαστικής πίστης -λόγω και της μεγάλης αύξησης των ενοικίων- τα περισσότερα δάνεια (70%-80%) είναι σταθερού επιτοκίου μεταξύ 3%-3,7%. Σημειώνεται ότι το 2021 η μέση εκταμίευση δανείου ανήλθε σε 73,2 χιλ.ευρώ και η μέση διάρκεια του δανείου κατά την έκδοση είναι 23,4 έτη.

Διαβάστε ακόμη: