Τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας που επιβλήθηκαν για την ανάσχεση της πανδημίας του κορωνοϊού έχουν προκαλέσει την αύξηση στο δημόσιο χρέος και πρωτοφανή ύφεση σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος θα αυξηθούν σημαντικά στις περισσότερες χώρες, προκειμένου να στηριχθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση του Οικονομικού Επιμελητηρίου, τα αναγκαία, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, δημοσιονομικά ελλείμματα σε συνδυασμό με τη σημαντική υποχώρηση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του λόγου χρέους-προς-ΑΕΠ, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον προβληματισμό για τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του.
Οι προβλέψεις για το λόγο χρέους προς ΑΕΠ
Σύμφωνα με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2020), ο μέσος λόγος χρέους-προς-ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, ξεπερνώντας το 100%, ενώ αναμένεται αύξηση της τάξης των 20 ποσοστιαίων μονάδων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, και με βάση τα δεδομένα του κρατικού προϋπολογισμού του 2021, το δημόσιο χρέος σε όρους Γενικής Κυβέρνησης (σε ενοποιημένη βάση, προσαρμοσμένο για το ενδοκυβερνητικό χρέος) θα ανέλθει στο 208,9% του ΑΕΠ το 2020, αυξημένο κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 199,6% του ΑΕΠ.
Είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι οι παραπάνω προβλέψεις στηρίζονται στην υπόθεση ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο -10,5% για το 2020, ενώ το 2021 εκτιμάται ότι η οικονομία θα επιδείξει ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 4,8%.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του επιδημιολογικού φαινομένου. Η εκ νέου εφαρμογή περιοριστικών μέτρων από τις αρχές Νοεμβρίου του 2020, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά όχι μόνο την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας του τέταρτου τριμήνου του 2020, αλλά και του πρώτου τριμήνου του 2021 (carry over effect), γεγονός το οποίο θα επηρεάσει και την εξέλιξη του λόγου χρέους-προς-ΑΕΠ.
Η ιδιαιτερότητα στο ελληνικό δημόσιο χρέος
Πάντως πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, το ελληνικό χρέος συνιστά μία ιδιαίτερη περίπτωση. Συγκεκριμένα, τρία βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού δημοσίου χρέους το καθιστούν μοναδική περίπτωση και πρέπει να ληφθούν υπόψη προτού αξιολογηθεί η μελλοντική τροχιά του και, κατά συνέπεια, η βιωσιμότητά του.
Όπως επισημαίνει το Οικονομικό Επιμελητήριο, το πρώτο χαρακτηριστικό σχετίζεται με τη διάρθρωσή του, δηλαδή με το ποσοστό του χρέους που αντιστοιχεί σε κάθε πιστωτή. Μετά την ολοκλήρωση του PSI το 2012, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρέθηκε στην κατοχή του λεγόμενου «επίσημου τομέα» (official sector) – κυρίως οργανισμών όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και το πρόδρομο σχήμα του, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σχεδόν το 80% του δημοσίου χρέους ανήκει στον επίσημο τομέα. Ο μεγαλύτερος πιστωτής του ελληνικού δημοσίου είναι πλέον ο ESM, ενώ τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν πλέον περιοριστεί μόλις στο 1,45%.
Το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι, λόγω της διάρθρωσής του, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι διαπραγματεύσιμο στις διεθνείς αγορές, γεγονός που σε περιόδους όπως η τρέχουσα, οι οποίες διακρίνονται από ιδιαιτέρως υψηλή αβεβαιότητα και μεταβλητότητα, λειτουργεί ως εξασφάλιση έναντι πιθανών δυσμενών εξελίξεων στην ευρωπαϊκή οικονομία και, κατ’ επέκταση, στην αγορά ομολόγων.
Τέλος, ως αποτέλεσμα μίας σειράς αποφάσεων του Eurogroup –ήδη από το 2018– στα πλαίσια της εφαρμογής των μέτρων ελάφρυνσης, το δημόσιο χρέος της χώρας χαρακτηρίζεται από ιδιαιτέρως μακροχρόνιες λήξεις (οι οποίες φτάνουν έως το 2070), με μέσο χρόνο ωρίμανσης του χρέους να είναι τα 20 έτη, καθώς και μεγάλες περιόδους χάριτος στην αποπληρωμή τόκων.
Οι εκθέσεις ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους που πρόσφατα δημοσίευσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ συγκλίνουν στην άποψη ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, το ελληνικό χρέος θα διατηρηθεί σε βιώσιμη τροχιά στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι και οι δύο εκθέσεις (στο βασικό σενάριο ανάλυσης) υποθέτουν ότι θα διατηρηθεί μακροχρόνια το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, γεγονός που θα επιτρέψει τη φτηνή αναχρηματοδότηση, καθώς και ότι η ελληνική οικονομία θα επιτυγχάνει σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα ξεπερνούν το 2%.
Τέλος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της ΕΚΤ και το υψηλό απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας, έχουν επιτρέψει στην κυβέρνηση να προχωρά σε στοχευμένες εκδόσεις ομολόγων, μεγάλης διάρκειας, και να επιτυγχάνει αύξηση στις αποδόσεις.