Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αγορά εργασίας χαρακτηρίστηκε από τρεις βασικές εξελίξεις:Πρώτον, λόγω των δύο περιόδων κλεισίματος-ανοίγματος της οικονομίας και της από κοινού εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας από τα κράτη μέλη της ΕΕ-27 για την ταξινόμηση των ατόμων εντός και εκτός εργατικού δυναμικού, καταγράφηκε υψηλή μηνιαία μεταβλητότητα του αριθμού των απασχολούμενων, των ανέργων και του μη ενεργού πληθυσμού.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Δεύτερον, τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, αποτέλεσαν δίχτυ ασφαλείας για τον αριθμό των απασχολούμενων. Τόσο η ύφεση του 2020 όσο και η ανάκαμψη των τριών πρώτων τριμήνων του 2021, αντανακλώνται κυρίως στις ώρες εργασίας (-10,8% YoY και +6,1% YoY αντίστοιχα) και όχι στον αριθμό των εργαζομένων (-1,2% YoY και -0,9% YoY). Τρίτον, παρά τις έντονες διακυμάνσεις και με δεδομένη την ισχυρή κρατική παρέμβαση, το ποσοστό ανεργίας τους τελευταίους μήνες του τρέχοντος έτους βρίσκεται στο μονοπάτι της τάσης που ακολουθούσε πριν την υγειονομική κρίση (13,3% τον Οκτώβριο 2021, από 16,4% τον Δεκέμβριο 2019).
Σχετική ανάλυση του Δρ. Στυλιανού Γ. Γώγου, Ερευνητή Οικονομολόγου, το οποίο περιλαμβάνεται στο επετειακό τεύχος του 7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ της τράπεζας Eurobank, θέτει τα εξής ερωτήματα.Μπορεί να διατηρηθεί η εν λόγω πορεία το 2022; Ποιες είναι οι προοπτικές, οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα το νέο έτος και στη μεσοπρόθεσμη περίοδο;
Υπό την προϋπόθεση ομαλοποίησης της πανδημίας, έστω και με βραχύβιες εξάρσεις, η προβλεπόμενη μεγέθυνση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια με ρυθμούς υψηλότερους από τον δυνητικό, δύναται να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση της κυκλικής συνιστώσας του ποσοστού ανεργίας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η διαφορά ανάμεσα στο τρέχον και το φυσικό ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στις 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2021, από την κορυφή των 14,6 ποσοστιαίων μονάδων το 2013. Η ανάκαμψη του τουρισμού και των μεταφορών, η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης στον κλάδο των κατασκευών, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και καλλιεργειών στον τομέα της γεωργίας και η ανθεκτικότητα της βιομηχανίας δύνανται να στηρίξουν τη ζήτηση εργασίας.
Επιπρόσθετα, ο επαναπατρισμός εργατικού δυναμικού υψηλού ανθρώπινου κεφαλαίου, που μετανάστευσε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της «Μεγάλης Ύφεσης» στην Ελλάδα, αναμένεται να στηρίξει την προσφορά εργασίας. Εντούτοις, η μετάβαση της οικονομίας από ένα μονοπάτι ισχυρών παρεμβάσεων σε ένα μονοπάτι δημοσιονομικής προσαρμογής, παράλληλα με την άνοδο του κόστους παραγωγής λόγω της ενεργειακής κρίσης, είναι πιθανόν να ανακόψουν, για ένα χρονικό διάστημα, την καθοδική τροχιά του ποσοστού ανεργίας.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» για τον μήνα Νοέμβριο 2021, ενός μήνα που λόγω εποχικών παραγόντων οι προσλήψεις μονίμως υπολείπονται των αποχωρήσεων.
Συγκεκριμένα, το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων διαμορφώθηκε στα -79,1 χιλιάδες άτομα, από -29,9 χιλιάδες τον Νοέμβριο του 2020 και -30,6 χιλιάδες τον Νοέμβριο του 2019. Αυτή η μεταβατική υστέρηση στην αποκλιμάκωση της ανεργίας από την άρση των μέτρων στήριξης είναι σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη και προσδοκάται να αντισταθμιστεί από μελλοντικά οφέλη στην αγορά εργασίας από τη μείωση της αβεβαιότητας που θα επιφέρει η συρρίκνωση των ελλειμμάτων. Βάσει των παραπάνω, εκτιμούμε ένα μέσο ποσοστό ανεργίας ελαφρώς χαμηλότερο του 14,0% για το 2022, ωστόσο, όπως σε κάθε πρόβλεψη εν καιρώ πανδημίας, η αβεβαιότητα παραμένει μεγάλη.
Οι προκλήσεις για την αγορά εργασίας
Μεσοπρόθεσμα, μια εκ των προκλήσεων στην αγορά εργασίας της Ελλάδας, είναι η συρρίκνωση του φυσικού ποσοστού ανεργίας (12,5% vs 7,3% στην Ευρωζώνη και 6,6% στην ΕΕ-27) εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αύξησης των επενδύσεων. Η επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου θα μπορούσε να ενισχύσει το δυνητικό προϊόν και να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Το υψηλό φυσικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, αντανακλάται κυρίως στη συνιστώσα της διαρθρωτικής ανεργίας και σε μικρότερο βαθμό στη συνιστώσα της ανεργίας τριβής.
Η κρίση χρέους, λόγω της χειροτέρευσης των προσδοκιών και της φθίνουσας πορείας κλάδων με υψηλή συμμετοχή (άμεση και έμμεση) στην απασχόληση, όπως ο κλάδος των κατασκευών, οδήγησε σε άλμα του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και συνεπακόλουθα στην απαξίωση των δεξιοτήτων μέρους του εργατικού δυναμικού. Η υγειονομική κρίση, λόγω της επιτάχυνσης που επέφερε στο πεδίο της ψηφιοποίησης της οικονομίας, ήδη προκαλεί νέες αναδιατάξεις στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Οι επιχειρήσεις και ο πληθυσμός που είναι ικανός προς εργασία καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες μέσω της αποτελεσματικής υιοθέτησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών. Κεντρικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει η υλοποίηση του 3ου πυλώνα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (απασχόληση, δεξιότητες, κοινωνική συνοχή) με δυνητικά οφέλη για την παραγωγικότητα της εργασίας και τους πραγματικούς μισθούς. Η επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, ένα κοινό φαινόμενο για τις χώρες της Ευρωζώνης, αποτελεί σημαντική εστία αβεβαιότητας για το 2022, παράλληλα με το εν εξελίξει 4ο κύμα της πανδημίας και την εμφάνιση της νέας μετάλλαξης «Όμικρον».
Οι εξελίξεις με τον πληθωρισμό
Τον Νοέμβριο του 2021, ο ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος κατά 4,0% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2020 (1,8% σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2019), ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη ήταν 4,9%. Οι ομάδες αγαθών και υπηρεσιών με την υψηλότερη συνεισφορά στο προαναφερθέν αποτέλεσμα, ήταν η στέγαση (εμπεριέχει την κατανάλωση νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και αερίου), οι μεταφορές και η διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, δηλαδή κατηγορίες που περιλαμβάνουν και αγαθά πρώτης ανάγκης, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό του μέσου νοικοκυριού.
Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η ενίσχυση του πληθωρισμού εδράζεται σε τρεις παράγοντες: Πρώτον, η άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και η συσσωρευμένη ακούσια και εκούσια αποταμίευση, οδήγησαν σε ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, με την προσφορά, λόγω προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, να μην αντιδρά το ίδιο γρήγορα.
Δεύτερον, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, διαχέεται στην οικονομία και ωθεί απότομα προς τα πάνω το γενικό επίπεδο των τιμών. Τρίτον, ο έντονος αποπληθωρισμός του 2ου εξαμήνου 2020 και του 1ου εξαμήνου 2021 δημιουργεί επιδράσεις βάσης.
Τούτων δοθέντων, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διατηρηθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα τους προσεχείς μήνες λόγω του ενεργειακού κόστους και των επιδράσεων βάσης.Επιπρόσθετα, είναι πιθανόν να προκύψουν και υστερόχρονες επιδράσεις, εξαιτίας του τρέχοντος αυξημένου κόστους πρώτων υλών και των εν εξελίξει καθυστερήσεων στις παραδόσεις προϊόντων, ειδικά στον κλάδο της βιομηχανίας. Από το 2ο εξάμηνο 2022 εκτιμάται σταδιακή αποκλιμάκωση, με τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό για το 2022 να αναμένεται στην περιοχή του 3,0%.
Ο ρόλος των ανατιμήσεων στην ενέργεια
Η διατήρηση της ενεργειακής κρίσης για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενομένου και τυχόν αρνητικές εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας, που θα έπλητταν κυρίως την προσφορά, δύνανται να επηρεάσουν ανοδικά τις πληθωριστικές προσδοκίες των φορέων της οικονομίας.
Παρά ταύτα, η παραμονή της κυκλικής συνιστώσας του ποσοστού ανεργίας σε θετικό έδαφος, αποτελεί έναν παράγοντα συγκράτησης των πληθωριστικών πιέσεων, καθότι εμποδίζει, τουλάχιστον βραχυχρόνια, τη δημιουργία και τη διάχυση στην οικονομία του σπιράλ αύξησης μισθών-τιμών.
Αναντίρρητα, μετά από πολλά χρόνια αποπληθωρισμού ή χαμηλού πληθωρισμού (από το 2012 μέχρι το 2020 ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν -0,1%), οι φορείς της οικονομίας έρχονται αντιμέτωποι με μια απότομη αλλαγή στη μεταβολή του γενικού επιπέδου των τιμών προς τα πάνω και καλούνται να εκτιμήσουν αν το φαινόμενο θα είναι περισσότερο ή λιγότερο παροδικό. Η απάντησή τους σε αυτό το ερώτημα ίσως να αποδειχθεί αυτοεκπληρούμενη.