“Φωτιά” θα είναι οι τιμές ενέργειας το χειμώνα και κυρίως Ιανουάριο και Φεβρουάριο στην ΕΕ και φυσικά στην Ελλάδα σύμφωνα με τους ανθρώπους της Κομισιόν που ασχολούνται επισταμένα με τα ενεργειακά θέματα, τόσο σε επίπεδο αγοράς όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.

«Αναφορικά με τις τιμές του ηλεκτρισμού, η αγορά φαίνεται να προεξοφλεί ένα καυτό Ιανουάριο και ένα ακόμη πιο δύσκολο Φεβρουάριο, αν λάβουμε υπόψη τα προθεσμιακά συμβόλαια στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ενέργειας (ΕΕΧ)» μας λέει Έλληνας τεχνοκράτης των Βρυξελλών ειδικός περί τα ενεργειακά που παρεπιδημεί αυτές τις ημέρες στην Αθήνα λόγω εορτών.

«Για τις πρώτες εβδομάδες της νέας χρονιάς οι τιμές φυσικού αερίου στη Γαλλία και τη Γερμανία (που δίνουν τον τόνο στην υπόλοιπη ΕΕ και αποτελούν μπούσουλα και για μας στην Κομισιόν) προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 400 ευρώ. Στη Γερμανία οι τιμές για τα συμβόλαια Ιανουαρίου βρίσκονται κοντά στα 380 ευρώ και στη Γαλλία στα 630, ενώ για το Φεβρουάριο της πρώτης είναι στα 410 ευρώ και της δεύτερης στα 700. Αξιοσημείωτο είναι ότι χθες υπήρξε τιμή στα 1.350 ευρώ για την αιχμιακή τιμή το Φεβρουάριο στη Γαλλία. Στην περίπτωση της Ιταλίας, η τιμή Ιανουαρίου βρίσκεται στα 350-360 ευρώ και του Φεβρουαρίου στα 370-385 ευρώ» προβλέπει ο ίδιος.

Είναι ξεκάθαρο πως όλοι οι εμπλεκόμενοι της αγοράς δείχνουν να προετοιμάζονται για ένα δύσκολο Φεβρουάριο, προφανώς και ως αποτέλεσμα της απομείωσης των ευρωπαϊκών αποθεμάτων φυσικού αερίου σε επίπεδα κοντά στο τεχνικό ελάχιστο. Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, η στάθμη στις αποθήκες προβλέπεται να φτάσει κάτω από το 15% ως τα τέλη Μαρτίου (από 59% σήμερα), όμως ήδη από πριν η δυνατότητα άντλησης θα έχει αρχίσει να περιορίζεται σημαντικά με ότι συνεπάγεται αυτό.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι με τις τωρινές τιμές, αρκετές βιομηχανίες ανά την Ευρώπη έχουν κίνητρο να διακόψουν την παραγωγή τους, άρα ενδιαφέρουσες θα είναι οι εξελίξεις και στο συγκεκριμένο μέτωπο.

Αποθήκευση ενέργειας και παραγωγή υδρογόνου

Πλήγμα δέχτηκε και η Γαλλία- “Ντόμινο” σε όλη την ΕΕ

Το πλήγμα που δέχτηκε απρόσμενα το σύστημα ηλεκτρισμού της Γαλλίας ως αποτέλεσμα της απώλειας τεσσάρων πυρηνικών μονάδων σε μια άκρως ευαίσθητη στιγμή αλλάζει τα δεδομένα στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και δημιουργεί την πιθανότητα ενός νέου ντόμινο βραχυπρόθεσμα, αντίστοιχου με αυτό που είχε σημειωθεί το χειμώνα του 2016-17.

Η Γαλλία παραδοσιακά αποτελεί στυλοβάτη της ευρωπαϊκής αγοράς, καθώς εξάγει ποσότητες ηλεκτρισμού στις γειτονικές χώρες και εξομαλύνει τις τιμολογιακές διακυμάνσεις. Πλέον η χώρα έχασε για ένα χρονικό διάστημα αρκετά Γιγαβάτ πυρηνικής παραγωγής που αντιστοιχούν σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνόλου, πράγμα που σημαίνει ότι ο εξαγωγικός χαρακτήρας αλλάζει και γίνεται μάλλον εισαγωγικός. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με το γαλλικό διαχειριστή RTE, τη Δευτέρα το απόγευμα η χώρα εισήγαγε 11,8 γιγαβάτ από τη Γερμανία και το Βέλγιο, ενώ η κορύφωση της ζήτησης για αυτή την εβδομάδα αναμένεται σήμερα Τρίτη.

Η υπουργός ενέργειας της Γαλλίας, κα Μπάρμπαρα Πομπιλί, δήλωσε ότι «αν και αποκλείονται εκτεταμένες διακοπές ρεύματος το φετινό χειμώνα, εντούτοις είναι πιθανό να σημειωθούν μικρότερης κλίμακας διακοπές ώστε να αντιμετωπιστούν τυχόν ελλείψεις».

Η ίδια ζήτησε από την EDF (είναι «η ΔΕΗ της Γαλλίας» και λειτουργεί τα πυρηνικά εργοστάσια της χώρας )να εργαστεί πυρετωδώς ώστε να επιστρέψουν νωρίτερα σε λειτουργία ορισμένοι αντιδραστήρες που κανονικά θα βρίσκονταν σε συντήρηση ως τα μέσα Ιανουαρίου προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη.

Μετακύλιση προβλημάτων και στην Ελλάδα

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά ένα ενδεχόμενο ντόμινο θα είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνο του 2016-17. Τότε η ελληνική Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) είχε κορυφωθεί στα 114 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ σήμερα βρίσκεται πάνω από τα 300. Τότε η τιμή των ρύπων και του αερίου βρίσκονταν σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα (7 και 20 ευρώ αντίστοιχα), ενώ και το ευρωπαϊκό σύστημα είχε πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά σε όρους ευστάθειας και επάρκειας. Επίσης, εκείνο το χειμώνα, είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας 13 γαλλικές πυρηνικές μονάδες το Δεκέμβριο και εννέα τον Ιανουάριο, ενώ τώρα είναι λιγότερες, αλλά σε ένα πιο “σφιχτό” περιβάλλον.

Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι ως τα τέλη του έτους αναμένεται να αποσυρθούν τρεις πυρηνικές μονάδες της Γερμανίας, μια απόφαση προγραμματισμένη εδώ και χρόνια, που όμως αφαιρεί από το σύστημα πάνω από 4000 Μεγαβάτ που πρέπει να αναπληρωθούν.

Φυσικό αέριο: Πήραν ανηφόρα οι τιμές στην Ευρώπη - 20% πάνω μέσα σε μία ημέρα!

Το κρύο στην Ευρώπη θα κρίνει πολλά 

«Όλη μας η προσοχή είναι στραμμένη στις καιρικές συνθήκες το τελευταίο διάστημα, καθώς μπήκαμε στο χειμώνα εν μέσω μιας ιδιαίτερα οξείας ενεργειακής κρίσης που έχει επηρεάσει όλους τους τομείς. Στα πλαίσια αυτά, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι μετεωρολογικές προβλέψεις για το υπόλοιπο του χειμώνα, ώστε να γίνουν εκτιμήσεις για τη ζήτηση για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο» μας λέει ο παρεπιδημών Έλληνας των Βρυξελλών.

Το τεράστιο κύμα ψύχους που παρατηρείται στη Ρωσία ενδέχεται να επιδεινώσει την κατάσταση στην αγορά ενέργειας της Ευρώπης, καθώς θερμοκρασίες χαμηλότερες του συνηθισμένου προβλέπεται να παρατηρηθούν στη Γηραιά Ήπειρο τουλάχιστον ως τα μέσα Ιανουαρίου, σύμφωνα με τη Weather Company.

Οι προβλέψεις της μετεωρολογικής εταιρείας αναφέρουν πολύ χαμηλότερες θερμοκρασίες σε μεγάλο μέρος της Σκανδιναβίας, στο βόρειο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης και στη δυτική Ρωσία. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Μόσχα ξεκινώντας από σήμερα αναμένεται να έχει επτά συνεχείς ημέρες με θερμοκρασίες κάτω από τους -17 βαθμούς Κελσίου.

“Σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση και τις πιθανώς μειωμένες προμήθειες από τη Ρωσία, η αιολική παραγωγή επίσης προβλέπεται να μειωθεί”, σημειώνει στέλεχος της εταιρείας σύμφωνα με τον Οργανισμό Montel.

Το θετικό είναι ότι στη βόρεια Ευρώπη οι θερμοκρασίες αναμένονται υψηλότερες του φυσιολογικού το Φεβρουάριο και το Μάρτιο.

Για τη ΝΑ Ευρώπη, η Weather Company προβλέπει ήπιο Ιανουάριο, αλλά και το ενδεχόμενο ψυχρότερου καιρού το Φεβρουάριο και το Μάρτιο.

Πετρέλαια, ξένοι παίκτες, θυγατρικές και μετοχές!

Οι τιμές του πετρελαίου 

«Η ζήτηση για πετρέλαιο αναμένεται να είναι χαμηλότερη από το αναμενόμενο το επόμενο έτος», ανακοίνωσε πολύ πρόσφατα η Διεθνής Οργάνωση Ενέργειας (ΙΕΑ), καθώς αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της κατά 100.000 βαρέλια την ημέρα τόσο για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους όσο και για το 2022.

Στην έκθεσή της για την Αγορά Πετρελαίου, η IEA ανέφερε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αναμένεται τώρα να αυξηθεί κατά 5,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2021 και 3,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2022 για να φτάσει τα προ πανδημίας επίπεδα των 99,5 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα παγκοσμίως.

Η ανάκαμψη αναμένεται να επηρεαστεί από την αύξηση των νέων κρουσμάτων Covid-19, με τα καύσιμα αεροσκαφών να πλήττονται σκληρά, ανέφερε η έκθεση. Οι συντάκτες σημείωσαν ότι η εμφάνιση της νέας παραλλαγής Όμικρον είχε ήδη επιφέρει νέους περιορισμούς στα διεθνή ταξίδια.

Ωστόσο, η IEA πρόσθεσε ότι ενώ η αύξηση των νέων κρουσμάτων Covid αναμενόταν να επιβραδύνει τη ζήτηση, η ανάκαμψη που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη δεν αναμένεται να εκτροχιαστεί εντελώς.

Παρά αυτή την αβεβαιότητα, η παραγωγή πετρελαίου παγκοσμίως είναι έτοιμη να ξεπεράσει τη ζήτηση από τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με την έκθεση, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής από τις ΗΠΑ και τις χώρες του ΟΠΕΚ+. Αυτή η ανοδική τάση θα επεκταθεί έως το 2022 με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Βραζιλία να βρίσκονται στα υψηλότερα ετήσια επίπεδά τους ποτέ.

«Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία θα μπορούσαν επίσης να σημειώσουν ρεκόρ, εάν οι εναπομείνασες περικοπές του ΟΠΕΚ + αποκλιμακωθούν πλήρως», ανέφερε η IEA. «Σε αυτή την περίπτωση, η παγκόσμια προσφορά θα εκτοξευθεί κατά 6,4 mb/d το επόμενο έτος σε σύγκριση με μια αύξηση 1,5 mb/d το 2021».

Όσον αφορά τις τιμές του πετρελαίου, ο Οργανισμός αναθεώρησε επίσης τις προοπτικές του προς τα κάτω.

«Η υπόθεση μας για την τιμή του πετρελαίου (με βάση την προθεσμιακή καμπύλη) είναι περίπου 15% χαμηλότερη για το 2022 σε σχέση με την έκθεση του περασμένου μήνα», ανέφεραν οι συντάκτες της έκθεσης. « Οι τιμές του Brent αναμένεται να διαμορφωθούν κατά κατά μέσο όρο στα 70,80 δολ. / βαρέλι το 2021 και 67,60 δολ. / βαρέλι το 2022.»