Το κίνημα «Δεν κληρονομώ» επιστρέφει δυναμικά, καθώς όλο και περισσότεροι πολίτες επιλέγουν να αποποιηθούν μια κληρονομιά που τους αναλογεί. Σύμφωνα με στοιχεία του 2023, καταχωρήθηκαν 16.323 αποποιήσεις, ενώ μέχρι στιγμής το 2024, ο αριθμός αυτός έχει ήδη φτάσει σχεδόν τις 10.000.
Στα χρόνια των Μνημονίων, η κληρονομιά από ευλογία μετατράπηκε… σε κατάρα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και οι δυσκολίες στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας ανάγκασαν χιλιάδες κληρονόμους να αποποιούνται τις κληρονομιές – κυρίως αυτές που σχετίζονταν με ακίνητα. Έτσι, δημιουργήθηκε το κίνημα «Δεν κληρονομώ». Το αποτέλεσμα ήταν το Δημόσιο να γίνεται κληρονόμος περιουσιών που δεν μπορεί να αξιοποιήσει. Το μεγαλύτερο ρεκόρ αποποιήσεων καταγράφηκε τη δεκαετία 2010-2020, δηλαδή κατά την οικονομική κρίση. Χαρακτηριστικά, την περίοδο 2013-2018 καταγράφηκαν 450.000 αποποιήσεις κληρονομιών. Από τις 29.000 το 2013, οι αποποιήσεις αυξήθηκαν στις 150.000 λίγο πριν την έξοδο από τα Μνημόνια το 2018. Με την ανάκαμψη της οικονομίας, η τάση ανατράπηκε σε κάποιο βαθμό, αλλά πλέον επιστρέφει πιο έντονα λόγω της ακρίβειας που ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα.
Αυτή η τάση φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τα οικονομικά βάρη που συνοδεύουν μια κληρονομιά. Συχνά, οι κληρονομούμενες περιουσίες είναι επιβαρυμένες με χρέη, κάνοντας την αποδοχή τους ασύμφορη. Επιπλέον, το φορολογικό βάρος που καλείται να αντιμετωπίσει ο κληρονόμος, όπως ο φόρος κληρονομιάς και οι φόροι ακινήτων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), καθιστούν την αποποίηση μια ελκυστική επιλογή. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι τα τεκμήρια διαβίωσης, στα οποία συχνά παγιδεύονται οι κληρονόμοι, αυξάνοντας τις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), μέσω εξειδικευμένου οδηγού, παρέχει σημαντικές διευκρινίσεις για τη διαδικασία αποποίησης ή αποδοχής κληρονομιάς, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν χρέη.
Συγκεκριμένα:
Με τον θάνατο του προσώπου, η περιουσία του επάγεται αυτοδικαίως στον κληρονόμο (ή στους κληρονόμους), οι οποίοι μπορούν να την αποποιηθούν εντός τεσσάρων μηνών (ή ενός έτους, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό, ή αν ο κληρονόμος έμαθε για την επαγωγή της κληρονομιάς ενώ διέμενε στο εξωτερικό). Η προθεσμία αυτή ξεκινά από τότε που ο κληρονόμος πληροφορήθηκε για την επαγωγή της κληρονομιάς και τον λόγο αυτής. Στην περίπτωση διαθήκης, η προθεσμία αποποίησης ξεκινά μετά τη δημοσίευσή της.
Η αποποίηση είναι άκυρη αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομιά θεωρείται αποδεκτή. Η αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς είναι επίσης άκυρη αν γίνει πριν από την επαγωγή (δηλαδή πριν από τον θάνατο του κληρονομουμένου) ή εξαιτίας πλάνης ως προς την επαγωγή της κληρονομιάς στον προσωρινό κληρονόμο και τον λόγο αυτής. Επίσης, είναι άκυρη αν γίνει υπό αίρεση ή για μέρος της κληρονομιάς.
Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου κληρονομιάς, δηλαδή στο Ειρηνοδικείο της περιοχής όπου ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία ή τη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου του.
Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομιά, αυτή περνά σε εκείνον που θα είχε κληθεί (δηλαδή στον επόμενο στη σειρά κληρονόμο), αν το πρόσωπο που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία ξεκινά από τη στιγμή που ο νέος κληρονόμος πληροφορηθεί για την αποποίηση του «προπορευόμενου» κληρονόμου.
Τέλος, επισημαίνεται ότι γνώση της επαγωγής, ως αφετηρία της προθεσμίας αποποίησης, υπάρχει όταν ο κληρονόμος πληροφορηθεί ουσιαστικά τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά δεδομένα που οδηγούν στην αυτοδίκαιη απόκτηση της κληρονομιάς. Η απλή γνώση του θανάτου δεν επαρκεί· απαιτείται γνώση των περιστάσεων που συνιστούν τους αναγκαίους νομικούς όρους για την κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά.
Η αποποίηση είναι άκυρη αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομιά. Σιωπηρή αποδοχή προκύπτει από τις ενέργειες του κληρονόμου που υποδηλώνουν πρόθεση να γίνει οριστικός κληρονόμος.