Τον δρόμο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης χαρτογραφεί η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία παραθέτει όλα όσα χρειάζεται η χώρα προκειμένου να ξεφύγει από την κατηγορία «junk» στις αγορές.

Αυτήν τη στιγμή, η τρέχουσα πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου είναι ΒΒ από τους DBRS, Fitch και Standard and Poor’s και Ba3 (αντίστοιχη με ΒΒ-) από τον οίκο Moody’s.  

Αυτό, εν ολίγοις, σημαίνει ότι η Ελλάδα υπολείπεται κατά τουλάχιστον δύο βαθμίδες από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας (Investment Grade − IG), η οποία θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο παραδοσιακό πρόγραμμα APP. 

Ταυτόχρονα, μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλλει τα μέγιστα στην περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, χάρη στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και τη διαμόρφωση συνθηκών υψηλής ανθεκτικότητας στις αποτιμήσεις. 

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, επίσημος στόχος είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να καταστεί πραγματικότητα το αργότερο εντός του 2023 -αν και αρκετοί επενδυτικοί οίκοι θεωρούν ότι είναι εφικτό και στο β’ εξάμηνο του 2022. 

Τα συν και τα πλην

Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ο ρόλος του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος αποτελούν τις παραμέτρους με τη σημαντικότερη θετική συμβολή στη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας.  

Από την άλλη πλευρά, όμως, το υψηλό δημόσιο χρέος ασκεί τη υψηλότερη αρνητική επίδραση, εξαιτίας δύο κυρίως  παραγόντων: το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και οι αρνητικές καθαρές απαιτήσεις του κράτους έναντι του εξωτερικού. Ενδεικτικά, μία αύξηση ( του δημόσιου χρέους κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ οδηγεί σε μείωση της αξιολόγησης κατά 1/5 της βαθμίδας.  

Βεβαίως, μέχρι και σήμερα , στις αναλύσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης για το ελληνικό χρέος, συνυπολογίζεται και η θετική επίδραση του τρέχοντος περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. 

Όσον αφορά την αξιολόγηση του θεσμικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τους δείκτες διακυβέρνησης διεθνώς, η Ελλάδα κατατάσσεται στο ανώτερο 1/3 της κατανομής των αξιολογούμενων κρατών, δηλαδή η συνολική βαθμολογία στους έξι δείκτες διακυβέρνησης είναι υψηλότερη από εκείνες του 65,7% των κρατών. 

Η κατάταξη αυτή αποτελεί μία οριακή βελτίωση σε σύγκριση με την αντίστοιχη κατάταξη του προηγούμενου έτους (έκθεση για το έτος 2019), όταν η Ελλάδα βρισκόταν υψηλότερα από το 63,7% των κρατών. 

Κατά συνέπεια, λόγω και του πολύ υψηλού συντελεστή βαρύτητας της κατηγορίας των θεσμικών παραμέτρων, η βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος και η χρονική απομάκρυνση από την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, η οποία έλαβε χώρα το 2012, αποτελούν τις πιο βαρύνουσες εξελίξεις, οι οποίες έχουν συμβάλει σημαντικά στις αναβαθμίσεις.  

Παράλληλα, είναι εφικτό να εκτιμηθεί, με σχετική βεβαιότητα, η επίδραση ορισμένων αναμενόμενων εξελίξεων στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου.  

  • Αφενός, στο τέλος του 2022 θα έχουν παρέλθει δέκα χρόνια από την τελευταία αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (PSI). Δεδομένου ότι στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των κρατικών οντοτήτων συνυπολογίζεται η αναδιάρθρωση χρέους την τελευταία δεκαετία, αναμένεται η αύξηση της βαθμολογίας της ελληνικής οικονομίας κατά 0,4 της βαθμίδας έως το 2023 (συγκεκριμένα, κατά 0,2 της βαθμίδας το 2022 και επιπλέον 0,2 το 2023).  
  • Αφετέρου, η καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της ελληνικής οικονομίας για το 2021 στηρίζει τη θετική προοπτική της ελληνικής κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, ο οίκος Fitch ενσωματώνει στο ποσοτικό σκέλος της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2021 ίσο με +6%. 

Επίσης, ο οίκος Moody’s στην τελευταία λεπτομερή έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, αναφέρει αναμενόμενο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης για το 2021, ίσο με +6,1%. Από την άλλη πλευρά, ο οίκος Standard and Poor’s, σε πρόσφατη ανάλυσή του, εκτιμά ότι ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης θα φτάσει το +7,2% το 2021 και το 5% το 2022 

Οι εξελίξεις αυτές, οπωσδήποτε, θα συμβάλλουν θετικά ιδίως εφόσον επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ ενδεχόμενες αρνητικές αποκλίσεις από τα αναμενόμενα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα θα επιβάρυναν τη βαθμολογία της ελληνικής οικονομίας.  

Είναι, επομένως, πρόδηλη η σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη του στόχου της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία.  

Τέλος, άλλες εξελίξεις, όπως η ταχύτερη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του δημοσίου, μπορούν επίσης να συμβάλουν σημαντικά στον ίδιο στόχο, καταλήγει η ΤτΕ.