Η αδυναμία της Μπαρτσελόνα να διατηρήσει στο ρόστερ της τον Λιονέλ Μέσι δεν είναι απλώς ενδεικτική του πόσο άσχημη έχει υπάρξει η οικονομική διαχείριση στον σύλλογο – κολοσσό του ισπανικού ποδοσφαίρου. Υπογραμμίζει επίσης τα τρωτά του μοντέλου ιδιοκτησίας “λαϊκής βάσης”.
Η Μπαρτσελόνα τελικώς δεν μπόρεσε να “αντέξει” οικονομικά τις απολαβές του – που αναφέρεται ότι προσεγγίζουν τα 160 εκατομμύρια δολάρια ετησίως – χωρίς να παραβιάσει τους οικονομικούς κανονισμούς της La Liga, δηλαδή της μεγάλης κατηγορίας του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Θηριώδη έσοδα, ελάχιστα κέρδη
Η Μπαρτσελόνα δεν είναι μόνο η πλουσιότερη ομάδα στον ποδοσφαιρικό πλανήτη, είναι και η πλέον πλούσια ομάδα συνολικά στον συλλογικό αθλητισμό ανά τον κόσμο, τουλάχιστον σε επίπεδο εσόδων. Το 2018, έγινε ο πρώτος αθλητικός σύλλογος με έσοδα άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Οι Dallas Cowboys του NFL (του εθνικού πρωταθλήματος αμερικανικού ποδοσφαίρου των ΗΠΑ) παρήγαγαν – ως μέτρο σύγκρισης – 800 εκατομμύρια δολάρια.
Σε αντίθεση όμως με τους Cowboys, η Μπαρτσελόνα έχει πολύ χαμηλά κέρδη. Εμφάνισε λειτουργική ζημία 100 εκατομμυρίων ευρώ (118 εκατ. δολ.) στους 12 μήνες έως τον Ιούνιο του 2020.
Ακόμη και προσαρμοσμένη ως προς τον αντίκτυπο της Covid-19 για τα αθλητικά θεάματα, η ομάδα θα είχε λειτουργικά κέρδη μόλις 29 εκατομμυρίων ευρώ. Φέτος αναμένονται ζημίες 487 εκατ. ευρώ. Το Forbes εκτιμά ότι οι Cowboys είχαν λειτουργικά κέρδη 280 εκατομμυρίων δολαρίων το 2020.
Φυσικά, υπάρχουν διαρθρωτικοί λόγοι οι οποίοι καθιστούν τα οικονομικά του αμερικανικού ποδοσφαίρου πιο σταθερά και ασφαλή σε σχέση με το κλασικό ποδόσφαιρο, ιδίως το γεγονός ότι οι ομάδες δεν κινδυνεύουν ποτέ να υποβιβαστούν σε χαμηλότερου επιπέδου κατηγορία.
Ακόμη όμως και σε σύγκριση με τους ομολόγους της στο ποδοσφαιρικό σύμπαν, το ιστορικό διαχείρισης της Μπαρτσελόνα είναι λυπηρό.
Ο Joan Laporta, πρόεδρος του συλλόγου, δήλωσε την Παρασκευή ότι το κόστος αμοιβών των αθλητών αντιπροσωπεύει ένα εντυπωσιακό 110% των εσόδων. Και είναι το μοντέλο ιδιοκτησίας των οπαδών της ομάδας που αποτελεί την αιτία γι’ αυτό το φαινόμενο.
Η είσοδος των ιδιωτικών κεφαλαίων
Οι περισσότερες ομάδες στην Ευρώπη είναι εταιρείες με ιδιώτες ιδιοκτήτες. Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις.
Στη Γερμανία, υπάρχει ο λεγόμενος κανόνας 50+1, με τον μετοχικό έλεγχο των περισσότερων ομάδων της Bundesliga να πρέπει να ανήκει σε οργανώσεις φιλάθλων, αν και ιδιώτες επενδυτές έχουν το δικαίωμα να κατέχουν τις υπόλοιπες μετοχές.
Στην δε Ισπανία, οι δύο πιο επιτυχημένοι σύλλογοι, η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης, ανήκουν 100% στους οπαδούς τους.
Κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000, αυτό έδωσε στους ισπανικούς κολοσσούς ένα οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους στην Αγγλία και την Ιταλία.
Επειδή δεν χρειαζόταν να παρουσιάζουν κέρδη στους μετόχους, μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν ακριβές μετεγγραφές παικτών, δημιουργώντας παράλληλα σημαντικούς όγκους χρέους.
Οι σούπερ σταρ όπως ο Ζινεντίν Ζιντάν, ο Λουίς Φίγκο, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ και ο Ροναλντίνιο έμπαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο στην “ουρά” για να βρεθούν στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Η άφιξη δισεκατομμυριούχων ιδιοκτητών όπως ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι, το κρατικό επενδυτικό fund του Κατάρ στην Παρί Σεν Ζερμέν και ο σεΐχης Μανσούρ μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναχγιάν στην Μάντσεστερ Σίτι άλλαξε τις ισορροπίες.
Επρόκειτο πια για συλλόγους οι οποίοι χρηματοδοτούνταν όχι μόνο με χρέος, αλλά από επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων. Οι ισπανικοί σύλλογοι δεν μπορούν να πουλήσουν μερίδιο χωρίς την έγκριση των φιλάθλων τους, σενάριο το οποίο φαντάζει σχεδόν αδιανόητο.
Έτσι, έπρεπε να ανταγωνιστούν τα νέα χρήματα που εισέρευσαν στο άθλημα όταν ερχόταν η ώρα να υπογράψουν κορυφαίους παίκτες, χωρίς ωστόσο την ίδια πρόσβαση σε κεφάλαια.
Η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Super League
Αυτή η νέα συνθήκη έφερε τη Ρεάλ και την Μπάρτσα να πρέπει να μηχανευτούν νέους τρόπους πρόσβασης σε νέα κεφάλαια. Η τόσο δυσφημισμένη Ευρωπαϊκή Super League ήταν ένας τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο.
Η πρόταση για ένα κλειστό τουρνουά με πρότυπο ανάλογο με τα κλειστά πρωταθλήματα των ΗΠΑ δομήθηκε ως μια κοινοπραξία μεταξύ των μελών του.
Αυτό σήμαινε τη δυνατότητα διατήρησης ιδίων κεφαλαίων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή κέρδους ή να δανειστούν για να συγκεντρωθούν περισσότερα κεφάλαια. Το σχετικό σχέδιο πέθανε ακαραία λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωσή του.
Τώρα η La Liga παρέχει ισπανικές ομάδες μια παρόμοια ευκαιρία. Η λίγκα συμφώνησε να πουλήσει μερίδιο περίπου 10% των εμπορικών της συμφερόντων στον κολοσσό ιδιωτικών επιχειρηματικών κεφαλαίων CVC Capital Partners έναντι περίπου 3,2 δισ. δολ.
Η ιταλική Serie A και η γερμανική Bundesliga έχουν ήδη απορρίψει παρόμοιες προτάσεις. Ωστόσο η Μπαρτσελόνα πιθανόν να χρειάζεται αυτή τη συμφωνία περισσότερο από τους αντιπάλους της στην υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο.
Η κρίση του κορονοϊού
Επειδή η Μπαρτσελόνα δεν χρειάστηκε ποτέ να παρουσιάσει κέρδη στους μετόχους της, συνεχίζει να λειτουργεί με πολύ στενά περιθώρια.
Όσο μπορούσε να εξυπηρετήσει τις οφειλές της, τα περισσότερα κεφάλαια επανεπενδύονταν στην ομάδα. Αυτό ήταν “μια χαρά” όσο τα έσοδα συνέχιζαν να αυξάνονται.
Ωστόσο υπήρχε λίγο κεφάλαιο στην άκρη για μια δύσκολη συγκυρία. Και ο ιός ήταν ακριβώς αυτό. Τα περισσότερα κλαμπ κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την ύφεση.
Η Μπαρτσελόνα όχι (η Ρεάλ Μαδρίτης δεν βρίσκεται σε τόσο δύσκολη κατάσταση, αλλά επίσης δεν χρειάστηκε να υπομείνει τον πληθωριστικό αντίκτυπο μιας αμοιβής επιπέδου Μέσι).
Η θανούσα Ευρωπαϊκή Super League ώθησε ορισμένους να προτείνουν το μοντέλο ιδιοκτησίας “λαϊκής βάσης” ως λύση στις υπερβολές των ιδιωτικών κεφαλαίων όσον αφορά το άθλημα.
Ωστόσο η εμπειρία της Μπαρτσελόνα επισημαίνει τις αδυναμίες του. Το γερμανικό μοντέλο, με την ισορροπία μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ιδιοκτησίας των οπαδών, φαντάζει πιο λογικό.
Αλλαγή νοοτροπίας
Η απόφαση του Laporta να εγκαταλείψει τον Μέσι στην τύχη του προαναγγέλλει μια αλλαγή νοοτροπίας.
Την περασμένη Παρασκευή, ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει την πώληση των μελλοντικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων για τη χρηματοδότηση του τρέχοντος ρόστερ της ομάδας.
Η δήλωση θεωρήθηκε υπόνοια αντίθεσης στη συμφωνία της La Liga με την CVC.
Όσο όμως και αν επιθυμεί να σταματήσει να υποθηκεύει τα μελλοντικά κέρδη του συλλόγου για να αγοράζει κορυφαίους παίκτες στο σήμερα, αυτό δεν είναι εκείνο που θέλουν να ακούσουν οι οπαδοί – οι οποίοι, συνήθως, επιθυμούν ανοικτά μπλοκ επιταγών για την αγορά των καλύτερων παικτών της αγοράς. Και είναι ακριβώς οι οπαδοί εκείνοι που εκλέγουν τον εκάστοτε πρόεδρο.
Εάν επικρατήσει λοιπόν η “σοφία” των μαζών την επόμενη φορά που θα πραγματοποιηθούν εκλογές στον σύλλογο, δεν υπάρχει κανένας λόγος η Μπαρτσελόνα να μην βρεθεί ξανά σε παρόμοιο χάος με τη σημερινή της κατάσταση.