Δεν πρόκειται ούτε για…σύνθημα καταναλωτικών οργανώσεων ή κομμάτων της αντιπολίτευσης στα κράτη της Ε.Ε., αλλά για έρευνα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που απέδειξε ότι οι σημερινές αυξήσεις τιμών της ευρωζώνης, δεν τροφοδοτούνται από τη ζήτηση, αλλά από την προσφορά και κυρίως από την υπερβολική ισχύ και ελευθερία τιμολόγησης που έχουν οι επιχειρήσεις.
Οι υπεύθυνοι νομισματικής πολιτικής των 20 χωρών της ευρωζώνης συναντήθηκαν στο τέλος του προηγούμενου μήνα στη φινλανδική Λαπωνία, όπου διαπίστωσαν αυτό που επισημαίνουν εδώ και μήνες πολλοί οικονομολόγοι.
Δηλαδή, ότι ο σημερινός πληθωρισμός δεν οφείλεται ούτε τροφοδοτείται από τη ζήτηση, αλλά την προσφορά και ειδικότερα από την πλήρη ελευθερία τιμολόγησης που έχουν οι ισχυρές επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά, οι εταιρείες κερδίζουν από τον υψηλό πληθωρισμό και με την πολιτική τους τον τροφοδοτούν, καθώς μεταφέρουν την όποια αύξηση του κόστους στις τιμές των προϊόντων τους.
Έτσι, αυξάνουν συνεχώς τα περιθώρια κέρδους τους, την ίδια περίοδο που οι καταναλωτές υφίστανται άλλη μία αφαίμαξη των εισοδημάτων τους, επωμιζόμενοι τις μεγάλες αυξήσεις σε εκατοντάδες κωδικούς και προϊόντα.
Στην προ ημερών συνάντηση των τραπεζιτών στη Φινλανδία προέκυψε μια διαφορετική εικόνα.
Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν σε αυτούς, έδειξαν ότι τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών αυξάνονται αντί να συρρικνώνονται.
Τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών καταναλωτικών αγαθών της ευρωζώνης στοιχείων της Eurostat από το 2021, τη μερίδα του λέοντος στις αυξήσεις των τιμών της ευρωζώνης έχουν τα κέρδη και όχι το κόστος εργασίας και οι φόροι.
Ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει. Αντίθετα, αντίθετα οικονομολόγοι, όπως ο Πολ Ντόνοβαν της UBS, τόνισε ότι είναι σαφές πως η επέκταση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στην άνοδο του ευρωπαϊκού πληθωρισμού τους τελευταίους 6 μήνες και η ΕΚΤ απέτυχε να αιτιολογήσει.
«Υπάρχει μια πολύ σαφής απροθυμία στην ΕΚΤ να γίνει μια συζήτηση για τα εταιρικά κέρδη» επισημαίνει δηκτικά η Ντανιέλα Γκάμπορ, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο στο Μπρίστολ της Αγγλίας. Και αυτό, όπως λέει, δείχνει ότι η αναδιανεμητική στόχευση της πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού δεν περιλαμβάνει ούτε τα κέρδη, ούτε το κεφάλαιο.
Το γεγονός, πάντως, ότι η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης επέτρεψαν επί τόσους μήνες στις εταιρείες να αυξάνουν τις τιμές τους σε προκλητικά επίπεδα, εις βάρος καταναλωτών και μισθωτών, είναι αυτό που πυροδοτεί τις οργισμένες αντιδράσεις των ευρωπαίων πολιτών.
Η απάντηση της ΕΚΤ, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν και είναι η αύξηση των επιτοκίων της από τον περασμένο Ιούλιο κατά 3%, το μεγαλύτερο ποσοστό εδώ και τέσσερις δεκαετίες, με στόχο τη μείωση της ζήτησης, καθώς όπως υποστήριξε ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι υψηλότερες τιμές καταναλωτή να οδηγήσουν σε υπερβολικές απαιτήσεις από τα συνδικάτα και άνοδο των μισθών.
Παρά την πολύ χαμηλή αύξηση των μισθών σε σχέση με την άνοδο του πληθωρισμού, η πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ συνεχίζει και σήμερα να υποστηρίζει ότι η άνοδος των μισθών αποτελεί τον πιο σημαντικό κίνδυνο.
Οι μισθοί, για παράδειγμα, αναφέρθηκαν 14 φορές στην τελευταία συνέντευξη Τύπου της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ αντίθετα τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων δεν είχαν ούτε μία αναφορά.