Ο πληθωρισμός οφείλεται σε τρεις παράγοντες και τουλάχιστον οι δύο από αυτούς είναι δομικοί και βραχυπρόθεσμοι. Με τον τρόπο αυτόν προσεγγίζει την άνοδο του πληθωρισμού η Τράπεζα της Ελλάδος, σε ευθυγράμμιση με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Έπειτα από χρόνια πολύ χαμηλού πληθωρισμού, τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2021 ο πληθωρισμός έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 ετών. Σύμφωνα με την ΤτΕ, αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες:
- Την ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την πανδημία
- Τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας που ωθούν τον πληθωρισμό προς τα πάνω
- Αυτό που οι στατιστικολόγοι αποκαλούν «επίδραση της βάσης σύγκρισης»
Ειδικότερα, ως προς το τρίτο σημείο, η ΤτΕ παρέχει την ακόλουθη εξήγηση: «Ο πληθωρισμός είναι υψηλός σήμερα επειδή ήταν πολύ χαμηλός πέρυσι. Για να υπολογίσουμε τον πληθωρισμό, συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο οι τιμές μεταβάλλονται από το ένα έτος στο άλλο. Οι τιμές ήταν εξαιρετικά χαμηλές στην κορύφωση της πανδημίας πέρυσι, εν μέρει λόγω της μείωσης του φόρου επί των πωλήσεων στη Γερμανία. Η σύγκριση των σημερινών υψηλότερων τιμών με αυτά τα πολύ χαμηλά επίπεδα υποδεικνύει ότι οι διαφορές θα φαίνονται μεγάλες. Αυτό αναφέρεται ως “επίδραση της βάσης σύγκρισης” και θα εξασθενήσει αρκετά γρήγορα».
Ειδικότερα, η κεντρική τράπεζα αναγνωρίζει μεν ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κοντά στο 3% – αν όχι και πιο πάνω – το τελευταίο 3μηνο του 2021 και το πρώτο του 2022. Ωστόσο, προβλέπει ότι σε επίπεδο έτους, το 2021, θα «κλείσει» κάτω από τον στόχο του 2%, ίσως και κάτω από το 1%. Το 2022, σύμφωνα με την ίδια εκτίμηση, θα διαμορφωθεί κοντά στον στόχο και το 2023 ακόμη και κάτω από τον στόχο.
Τα ελληνικά ομόλογα μετά το PEPP
Ως προς την τύχη των ελληνικών ομολόγων μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (PEPP), οι ελληνικές αρχές τηρούν στάση αναμονής αλλά και συγκρατημένη αισιοδοξία. «Θα τα κουβεντιάσουμε στο Δ.Σ. της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο, θα γίνει το καλύτερο δυνατό», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας μιλώντας στην ΕΡΤ.
Αν και υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να προκαταλάβει τις αποφάσεις του συμβουλίου, υπογράμμισε ότι είναι πια ιδιαίτερα αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία «είχε και οφέλη από την κρίση»: έχει αναχρηματοδοτηθεί όλο το δημόσιο χρέος με πολύ χαμηλά επιτόκια και με μεγάλη διάρκεια – το μέσο επιτόκιο αποπληρωμής δεν ξεπερνά το 1,5% – και η χώρα έχει γίνει πιο προσεκτική με τα δημοσιονομικά της, προβαίνοντας επιπλέον σε διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία της.