Είναι γεγονός ότι οι τράπεζες εισέρχονται σε μια νέα περίοδο, μετά από μια μακρά περίοδο κρίσης, η οποία δεν οφείλεται στην πολιτική των τραπεζών, αλλά στη δημοσιονομική κρίση που ταλάνισε τη χώρα για πολλά έτη. Τα τελευταία χρόνια όλες οι τράπεζες έκαναν σημαντικές προσπάθειες για εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης για την ανάκαμψη της οικονομίας
Ουσιαστικά βρισκόμαστε πολύ κοντά στο τέλος μιας μακροχρόνιας διαδικασίας εξυγίανσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κυρίως σε ό,τι αφορά τα δανειακά χαρτοφυλάκια. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, τα επιχειρησιακά σχέδια των τραπεζών προβλέπουν μονοψήφιο ποσοστό “κόκκινων” δανείων, κάτω από το 10% στα τέλη του 2022, καθώς αναμένεται να υποχωρήσουν στα 16 με 18 δισ. ευρώ. Αυτή τη στιγμή πάντως, τα κόκκινα δάνεια στη χώρα μας ανέρχονται στο 14,84% επί του συνόλου των δανείων, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,32%.
Την ίδια ώρα οι τράπεζες, όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση και το ΙΟΒΕ, συνεχίζουν να διευρύνουν την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΚΤ για την προσφορά ρευστότητας, τα οποία προέκυψαν ως αντίδραση στις έκτακτες συνθήκες, δηλαδή το Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων λόγω Πανδημίας (ΠΑΤΠ – Pandemic Emergency Purchase Programme), προϋπολογισμού €1,85 τρισ., και οι έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω της πανδημίας (PELTROs). Επιπλέον, χαλάρωσαν σταδιακά οι όροι των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III).
Ανάκαμψη της οικονομίας – Η άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα
Σε αυτό το πλαίσιο χρηματοδοτικών δυνατοτήτων, η άντληση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα με πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης έφτασε στην περίοδο Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2021 τα €34,6 δισ. και συνολικά διαμορφώθηκε σε €46,91 δισ. στο τέλος της. Στην πρόσφατη περίοδο, από την προηγούμενη έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, διευρύνθηκε ελαφρώς, κατά €2,4 δισ. Σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση του Προγράμματος Αγοράς Τίτλων λόγω Πανδημίας, η ΕΚΤ έχει αγοράσει από την Ελλάδα έως τις αρχές Οκτωβρίου τίτλους ύψους €32,2 δισ., εκ των οποίων €6,5 δισ. στο τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου φέτος. Συνεπώς, η διαθεσιμότητα από το τραπεζικό σύστημα κεφαλαίων προερχόμενων από την ΕΚΤ προκειμένου, μεταξύ άλλων στόχων, να παράσχει χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις, είναι υψηλή.
Επιπλέον, καταγράφεται και ταχύρρυθμη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις). Σε συνέχεια της ισχυρής διεύρυνσής τους το 2020, οι καταθέσεις ανήλθαν περαιτέρω στο πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους κατά €4,92 δισ. ή 3,0%. Στο επόμενο τετράμηνο η άνοδος επιταχύνθηκε ελαφρώς και έφτασε τα €5,8 δισ. ή 3,5% του επιπέδου τους στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς. Σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι ήταν υψηλότερες κατά €21,4 δισ. ή 14,2%. Η νέα άνοδος στην περίοδο Μαΐου-Σεπτεμβρίου προήλθε κατά κύριο λόγο από τις περισσότερες καταθέσεις των επιχειρήσεων, κατά €4,2 δισ. (+14,5% σε σχέση με πριν ένα έτος), ενώ οι καταθέσεις των νοικοκυριών διευρύνθηκαν κατά €1,54 δισ. (+12,7%).
Ανάκαμψη της οικονομίας – Η εικόνα των ισολογισμών των τραπεζών
Σύμφωνα και με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα (π.χ. Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών – CET1: 12,5% και 10,6% ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9) και διατηρείται άνω των ελάχιστων εποπτικών ορίων. Υπολείπεται ωστόσο του μέσου ευρωπαϊκού όρου (περίπου 15%), ενώ πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Μάλιστα, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ενώ ως γνωστόν, η μείωση των ΜΕΔ επηρεάζει αρνητικά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή η ανάγκη για μείωση των ΜΕΔ ουσιαστικά «καίει» κεφάλαια. Ανάγκες για κεφάλαια δημιουργεί επίσης η πιστωτική επέκταση.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα εποπτικής ευελιξίας που εφαρμόζονται ακόμα λόγω της πανδημίας κάποια στιγμή θα αρθούν, σε συνδυασμό με την ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας και της συνέχισης της πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ, οι τράπεζας θα πρέπει να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Είναι θετικό, κατά την ΤτΕ, ότι οι τράπεζες ήδη κινούνται με επιτυχία προς την κατεύθυνση αυτή αντλώντας κεφάλαια μέσω αυξήσεων κεφαλαίου και έκδοσης τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
Ανάκαμψη της οικονομίας – Βελτίωση των ισολογισμών
Σε ότι αφορά την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών εμφανίζει βελτίωση, ωστόσο οι ισολογισμοί των τραπεζών συνεχίζουν να επιβαρύνονται με υψηλό απόθεμα ΜΕΔ (και η οικονομία γενικότερα με υψηλότερο απόθεμα αν λάβουμε υπόψη και τα ΜΕΔ που έχουν μεταφερθεί εκτός τραπεζικού συστήματος), ενώ, λόγω των μέτρων στήριξης (Πολιτείας και τραπεζών μέσω ρυθμίσεων και προγραμμάτων διευκόλυνσης), δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί επαρκώς η επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Όσον αφορά στα ΜΕΔ, συνεχίστηκε και το 2021 η μείωσή τους μέσω του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής». Το απόθεμα παραμένει ωστόσο υψηλό (περίπου 29 δισ. ευρώ εκ των οποίων 19 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρηματικά δάνεια). Ο δείκτης ΜΕΔ ανέρχεται σε περίπου 20%, πολλαπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, με το τραπεζικό σύστημα να εκτιμά μείωσή του σε μονοψήφιο επίπεδο μέχρι το τέλος του 2022.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το 40% περίπου των ΜΕΔ και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που εμφάνισαν καθυστέρηση στο παρελθόν και τέθηκαν σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Επίσης, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου 2 και 3 βάσει του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας/διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών). Με μεγάλη πιθανότητα ένα μέρος των δανείων αυτών θα καταγραφεί ως ΜΕΔ όταν αρθούν τα μέτρα στήριξης.
Ανάκαμψη της οικονομίας – Η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις
Υπάρχουν λοιπόν οι τάσεις που ευνοούν την πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις επιχειρήσεις για την χρηματοδότηση επενδύσεων. Τι έχει γίνει όμως στην πράξη; Και πάλι με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2020 η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ανήλθε σε 16,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 10,2 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και 6,2 δισ. ευρώ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021 η ακαθάριστη ροή ανήλθε σε 5,6 δισ. ευρώ, κατανεμημένη κατά 3,3 και 2,3 δισ. ευρώ προς μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντίστοιχα. Με βάση τα ανωτέρω, το 2021 παρατηρείται μικρή αύξηση στο ποσοστό της ακαθάριστης ροής χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έναντι εκείνων μεγάλου μεγέθους, αν και σε απόλυτα μεγέθη οι τελευταίες υπερτερούν, τάση που παρατηρείται διαχρονικά και διεθνώς.
Αν συνυπολογίσουμε και τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις, η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες ανήλθε συνολικά σε 17,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 6 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021. Σημαντική συμβολή στην ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, είχαν τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), καθώς συνεισέφεραν περίπου 6,5 δισ. ευρώ το 2020 και 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο Ιαν.-Αυγ. του 2021, αλλά και εκείνα διεθνών οργανισμών όπως του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) τα οποία συνεισέφεραν, είτε μέσω του τραπεζικού συστήματος είτε με απευθείας χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις συνολικά περίπου 2,5 δισ. ευρώ το 2020 και περίπου 1,9 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Το εναπομένων ποσό νέας χρηματοδότησης που χορηγήθηκε απευθείας από τις τράπεζες (δηλαδή χωρίς τη συνδρομή χρηματοδοτικών εργαλείων άλλων φορέων) ανήλθε σε περίπου 9,9 δισ. ευρώ το 2020 και σε περίπου 3,8 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021. Επίσης, ως χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις (όχι όμως τραπεζική) μπορούμε να εκλάβουμε και τα κεφάλαια που δόθηκαν στο πλαίσιο της επιστρεπτέας προκαταβολής τα οποία ανήλθαν σε 5,5 δισ. ευρώ το 2020 και 2,8 δισ. ευρώ το 2021. Συνολικά, η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις ΜΧΕ από διάφορες πηγές (τραπεζικές και μη) ανήλθε σε 24,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 9,8 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021.
Ανάκαμψη της οικονομίας – Οι μικρομεσαιες επιχειρήσεις και οι επενδύσεις
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τις ΜΧΕ επιταχύνθηκε σε διψήφιο ποσοστό το 2020 (σε 10% περίπου), το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 2021, ενώ έκτοτε, και μέχρι το τέλος Αυγούστου του 2021 επιβραδύνεται (Αύγουστος 2021: 3,2%). Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ ήταν ελαφρώς αρνητική (-90 εκατ. Ευρώ, έναντι θετικής ροής 6,7 δισ. ευρώ συνολικά το 2020 και 1,9 δισ. ευρώ το 2019).
Η συγκεκριμένη τάση προξενεί αβεβαιότητα για τις χρηματοδοτικές προτεραιότητες των τραπεζών και ευρύτερα, για το εάν αξιοποιείται η σημαντική πρόσθετη ρευστότητα σε παραγωγικούς σκοπούς, παρά την τάση επιβράδυνσης της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, οι χρηματοδοτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ και η παρατεταμένη ταχύρρυθμη διεύρυνση των καταθέσεων, θα συμβάλουν στη συνέχισή της έως το τέλος του τρέχοντος έτους, έστω με φθίνοντα ρυθμό.
Ανάκαμψη της οικονομίας – Πού οφείλεται η μείωση της καθαρής ροής
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η μείωση της καθαρής ροής το 2021 οφείλεται, μεταξύ άλλων:
- στη λήξη της αναστολής πληρωμών χρεολυσίων μετά το τέλος του 2020 (για το μεγαλύτερο μέρος των δανείων που είχαν τεθεί σε αναστολή) καθώς, στο βαθμό που αυτά επανήλθαν σε κανονική ή μερική εξυπηρέτηση, σταμάτησαν να επιδρούν αυξητικά στην καθαρή ροή και τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων, στο γεγονός ότι το 2021 ήταν πλέον διαθέσιμοι λιγότεροι πόροι από τα προγράμματα της ΕΑΤ μετά την ικανοποιητική απορρόφησή τους το 2020,
- στην αποκλιμάκωση της ζήτησης για δάνεια καθώς πολλές επιχειρήσεις διαθέτουν αυξημένο επίπεδο ρευστότητας, κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης αλλά και της ανάκαμψης των ταμιακών τους ροών τους τελευταίους μήνες, ενώ οι μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων και από τις αγορές,
- στην επιφυλακτική πολιτική των τραπεζών για χορήγηση νέων δανείων λόγω μιας σειράς παραγόντων
Επιπλέον, υπάρχει και το ζήτημα της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αν και αυξήθηκε το μερίδιο της χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2021, σε απόλυτα μεγέθη οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να αντλούν συνολικά υψηλότερα ποσά. Συγκεκριμένα, προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες ορίζονται ως επιχειρήσεις με 0 έως 249 εργαζόμενους και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα) κατευθύνθηκε περίπου το 41%της ακαθάριστης ροής του 2021. Τα ποσοστά αυτά υπολείπονται της συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 63,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.
Ανάκαμψη της οικονομίας – Επιφυλακτικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της τραπεζικής πίστης που διοχετεύεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απέχει σημαντικά από εκείνο που παρατηρείται και σε άλλες οικονομίες διεθνώς. Σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη συνολική χρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα ανερχόταν το 2018 σε 30,4% για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος και σε 52,5% για τις χώρες υψηλού εισοδήματος). Βέβαια, το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση (88% έναντι 67% στην ΕΕ-27), καθώς είναι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά. Όμως οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κίνδυνο.
Πάντως, πρόσθετη πηγή κεφαλαίων για τις τράπεζες θα αποτελέσει το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, μέγιστου ύψους €12,7 δισ. Ήδη έχει συναφθεί επιχειρησιακή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) για αξιοποίηση ποσού έως €5 δισ. αυτών των δανείων. Επιπρόσθετα, έχει δημοσιευτεί πρόσκληση για συμμετοχή και των εμπορικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2022, για φέτος εκτιμάται εκταμίευση προς τα διεθνή και εμπορικά πιστωτικά ιδρύματα ποσού ύψους €1,5 δισ. και για το 2022 ποσού ύψους €2 δισ.
Ανάκαμψη της οικονομίας –Δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων
Σε κάθε περίπτωση, ο υψηλότερος τραπεζικός δανεισμός επιχειρήσεων από πέρυσι, που συνεχίζεται με φθίνοντα ρυθμό, έχει ήδη διαμορφώσει δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων από φέτος από μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Εφόσον συνεχιστεί η τρέχουσα σταδιακή βελτίωση των επιδημιολογικών δεδομένων, στο υπόλοιπο του 2021 και το επόμενο έτος, η επιφυλακτικότητα για την πανδημία θα υποχωρήσει σημαντικά, ευνοώντας την υλοποίηση πολλών εξ αυτών των επενδυτικών σχεδίων. Επιχειρήσεις από δραστηριότητες της Μεταποίησης, η ζήτηση των οποίων είτε σχετίζεται με την υγειονομική κρίση, είτε παρουσίασαν ανθεκτικότητα σε αυτή (π.χ. φάρμακα, κατασκευή Η/Υ, πλαστικά), θεωρούνται οι πλέον πιθανές να διευρύνουν την επενδυτική δραστηριότητά τους.
Η έντονη ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού φέτος, η οποία υπό τις υποθέσεις του βασικού μακροοικονομικού σεναρίου θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί το 2022 θα αναθερμάνει την επενδυτική δραστηριότητά του. Αυτή θα αφορά και στην ανακαίνιση ακινήτων για Airbnb. Την ολοκλήρωση ή τη σημαντική εξασθένιση στο επόμενο έτος των θετικών επενεργειών των έκτακτων παρεμβάσεων στήριξης εξαιτίας της πανδημίας, θα υπεραντισταθμίσει η εφαρμογή του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU). Ήδη έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) προς υλοποίηση 48 έργα, προϋπολογισμού €2,76 δισ. Παρότι η Ελλάδα έχει καλύψει τα πρώτα 12 ορόσημα που αποτελούσαν προαπαιτούμενα για την πρώτη δόση από το RRF, ύψους €3,5 δισ., ύστερα από την προκαταβολή των πόρων του τον Αύγουστο (€4 δισ.), εντούτοις σημειώνεται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για τη λήψη της δόσης. Κατόπιν της καθυστέρησης, αυτό το τμήμα των αναμένεται να εκταμιευτεί τον προσεχή Φεβρουάριο, επομένως θα είναι διαθέσιμοι νωρίς το 2022.