Την αποχώρησή της από τη Shell έπειτα από 11 χρόνια ανακοίνωσε υψηλόβαθμο συμβουλευτικό στέλεχος, κατηγορώντας τον πετρελαϊκό κολοσσό για πρόκληση «σοβαρής ζημιάς» στο περιβάλλον.
Η Κάρολαϊαν Ντένετ, η οποία υπήρξε νομική σύμβουλος της Shell για θέματα ασφαλείας του κύκλου εργασιών βιομηχανιών υψηλού κινδύνου από το 2010, δημοσίευσε βίντεο στο LinkedIn στο οποίο αναλύει τους λόγους της αποχώρησής της και καλεί όσους εργάζονται για λογαριασμό της πολυεθνικής να φύγουν το δυνατόν συντομότερο, αφού αυτή δείχνει συστηματική «αδιαφορία για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής». Στην πραγματικότητα η εταιρεία διακατέχεται από μία «διγλωσσία» και πρακτική δύο μέτρων και δύο σταθμών για την προστασία του περιβάλλοντος και αναφορικά με τους διακηρυγμένους οικολογικούς στόχους.
Η Ντένετ κατηγόρησε την εταιρεία καυσίμων ότι «λειτουργεί πέρα από τα όρια σχεδιασμού των πλανητικών μας συστημάτων» και «δεν βάζει την περιβαλλοντική ασφάλεια πάνω από την παραγωγή και τα κέρδη της», παρά τε λεγόμενά της για την επίτευξη του στόχο μηδενικών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2050.
«Γνωρίζουν ότι η συνεχιζόμενη εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου προκαλεί ακραίες βλάβες, στο κλίμα μας, στο περιβάλλον μας και στους ανθρώπους. Και ό,τι κι αν λένε, η Shell απλά δεν σκοπεύει να τελειώνει σύντομα με τα ορυκτά καύσιμα».
«Δεν μπορώ πλέον να εργαστώ για μια εταιρεία που αγνοεί όλους τους συναγερμούς και απορρίπτει τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής κατάρρευσης», συμπλήρωσε η ίδια. «Και αυτό γιατί, σε αντίθεση με τις δημόσιες διακηρύξεις της Shell για τους μηδενικούς ρύπους και τη μείωση της παραγωγής και πώλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, σχεδιάζουν να εξερευνήσουν και να εξάγουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες».
Η Ντένετ παραδέχθηκε ότι ήταν «προνομιούχος» που μπόρεσε να αποχωρήσει από την εταιρεία σε αντίθεση με «πολλοούς ανθρώπους που εργάζονται σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων και δεν έχουν την ίδια δυνατότητα».
Στο μεταξύ, η πετρελαιοπαραγωγός εταιρεία είναι αντιμέτωπη με το σενάριο ειδικού φόρου επί της κερδοφορίας των τιμών ενέργειας που έχουν επιβαρύνει αισθητά τον κορβανά των βρετανικών νοικοκυριών, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καλούν την κυβέρνηση να επιβάλει συγκεκριμένο πλαφόν και αναδρομικές παρακρατήσεις κερδών.
Από τη μεριά της η πετρελαϊκή, αντεπιχειρηματολογεί ότι ένα τέτοιο μέτρο θα πλήξει την επενδυτική της δραστηριότητα μεγάλο κομμάτι της οποίας επικεντρώνεται στην πράσινη μετάβαση. Το επιχείρημα αυτό υιοθετεί και η κυβέρνηση των Τόρις για να μην ικανοποιήσει τα αιτήματα της αντιπολίτευσης.