Η παιδεραστία ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα εγκληματικό φαινόμενο που εγείρει τις πιο ακραίες αντιδράσεις. Μόνο στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης το κύριο και πιο δυνατό συναίσθημα που δημιουργείται είναι οργή για αυτόν που ασελγεί σε ένα παιδί θέλοντας να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες σεξουαλικές του ανάγκες.
Το συγκεκριμένο θέμα είναι πολύ δύσκολο να το προσεγγίσει κάποιος απόλυτα αντικειμενικά και λογικά. Αυτό συμβαίνει όχι τόσο λόγω της φύσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος, αλλά κυρίως λόγω του θύματος που επιλέγεται.
Τα παιδιά αποτελούν μια πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να προστατέψουν τον εαυτό τους εάν βρεθούν σε μια επικίνδυνη κατάσταση, και επειδή η αθωότητά τους τα καθιστά πιο εύκολους στόχους.
Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να εκδηλώσει τέτοια συμπεριφορά ποικίλλουν. Μία προσέγγιση που έχει συζητηθεί αρκετά είναι η βιολογική. Σύμφωνα με τη βιολογική προσέγγιση το γεγονός της παιδεραστίας αποδίδεται σε βιολογικούς παράγοντες. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι κάποιες ορμόνες όπως η τεστοστερόνη βρίσκονται σε πιο ανεβασμένα επίπεδα στους παιδεραστές από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Ωστόσο, δε σημαίνει απαραίτητα ότι όποιος έχει ανεβασμένα επίπεδα τεστοστερόνης θα εκδηλώσει αυτόματα τέτοιες τάσεις, γι’ αυτό και η βιολογική προσέγγιση δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει πλήρως την παιδεραστία.
Ένας ακόμα λόγος στον οποίο μπορεί να οφείλεται αυτή η συμπεριφορά είναι η προηγούμενη θυματοποίηση του δράστη. Σε πολλές περιπτώσεις ο δράστης έχει υποστεί κάποια μορφή κακοποίησης. Έτσι και στην περίπτωση της παιδεραστίας ενδέχεται το άτομο να έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στο παρελθόν και λόγω του ότι δεν έχει λάβει την απαραίτητη βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει αυτή την εμπειρία, εκδηλώνει αυτή την τάση στην μετέπειτα ζωή του.
Το «βουβό έγκλημα» και τα στοιχεία
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, 1 στα 5 παιδιά στην Ελλάδα έχει δεχθεί κάποιας μορφής σεξουαλική παρενόχληση, 1 στα 13 παιδιά έχει υποστεί σωματική επαφή με τον δράστη, ενώ περίπου 1 στα 30 έχει πέσει θύμα βιασμού (ή απόπειρας). Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι υποθέσεις της παιδοφιλίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που δημοσιοποιούνται και καταγγέλλονται συνιστούν ένα απειροελάχιστο ποσοστό των πραγματικών περιστατικών. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας οι διωκτικές αρχές πληροφορούνται ένα στα 1.000 περιστατικά. Διόλου τυχαία λοιπόν αυτό το φαινόμενο αποκαλείται «βουβό έγκλημα».
Διαφορές παιδόφιλων και όσων κακοποιούν
Οπως σημειώνει ο Ορέστης Γιωτάκος, ο όρος «παιδοφιλία» χρησιμοποιήθηκε επίσημα για πρώτη φορά το 1980 στο ψυχιατρικό διαγνωστικό σύστημα DSM-III, για να προσδιορίσει τα άτομα με «επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές τάσεις και φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά». Αργότερα βρέθηκε ότι τουλάχιστον οι μισοί απ’ όσους κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά, δεν έχουν αυτές τις επαναλαμβανόμενες επιθυμίες και φαντασιώσεις.
Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων που έχει την επιθυμία, δεν έχει (ακόμη) δράσει κακοποιητικά. Για τον λόγο αυτόν οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον ευρύτερο όρο «άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά» (child molesters).
Πώς ορίζεται η σεξουαλική κακοποίηση;
Σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι μόνο ο βιασμός, αλλά και η εμπλοκή ενός παιδιού σε σεξουαλικές δραστηριότητες που δεν κατανοεί και στις οποίες δεν συναινεί. Οπως σημειώνει η καθηγήτρια Kλινικής Ψυχολογίας Τίνια Απέργη, ακόμη και ένα άγγιγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί κακοποίηση. Το ίδιο και ορισμένες συμπεριφορές που δεν εμπεριέχουν φυσική επαφή, όπως το να εκθέσεις ένα παιδί σε πορνογραφικό υλικό – μια τακτική που χρησιμοποιούν τακτικά οι δράστες.
«Οι περισσότερες πράξεις κακοποίησης δεν περιλαμβάνουν τον βιασμό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν φυσικά ευρήματα» αναφέρει η κυρία Απέργη, επισημαίνοντας ότι με αυτόν τον τρόπο γίνεται δυσκολότερη η δουλειά των Αρχών και απομακρύνεται η πιθανότητα δίωξης.
Τα περιστατικά που δεν καταγγέλλονται
Υψηλού ρίσκου θεωρούνται τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, καθώς ενδέχεται να μην κατανοήσουν ότι η σεξουαλική πράξη είναι κάτι κακό.
Πολλά παιδιά επίσης, επισημαίνει η κυρία Απέργη, αδυνατούν να καταλάβουν πώς ένας άνθρωπος που τους δείχνει αγάπη και στοργή ή τους πηγαίνει δώρα, θέλει παράλληλα να τους κάνει κακό, με αποτέλεσμα συχνά να μην καταγγέλλουν την πράξη. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, πολλά παιδιά ανησυχούν ότι εφόσον αποκαλύψουν ότι κακοποιήθηκαν, θα υπάρξουν επιπτώσεις τόσο στα ίδια όσο και στην οικογένειά τους.
Μια συχνή αντίδραση πολλών παιδιών είναι να απωθήσουν το γεγονός της κακοποίησής τους, προκειμένου να ξεφύγουν από ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός – έστω νοητικά.
Το προφίλ των δραστών
Ο Ορέστης Γιωτάκος σκιαγραφει το προφίλ ενός ατόμου που κακοποιεί σεξουαλικά ανηλίκους. «Η εγκατάσταση των παιδοφιλικών φαντασιώσεων γίνεται συνήθως κατά την όψιμη εφηβεία και αυτός είναι ο λόγος των υψηλών ποσοστών παιδόφιλων εφήβων δραστών» μας εξηγεί.
Διευκρινίζει δε ότι «στο 90% τουλάχιστον των περιπτώσεων πρόκειται για άνδρα. Βασικό χαρακτηριστικό επίσης είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης, η έλλειψη δηλαδή κατανόησης του πόνου και της βλάβης του άλλου». Οπως σημειώνει ο ψυχίατρος και ιδρυτής της ΑΜΚΕ «ομπρέλα – Νευροεπιστήμες & Ψυχική Υγεία», οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες αποτελούν το 3% περίπου του πληθυσμού, αλλά ευθύνονται για το 70% περίπου της γενικής, αλλά και της σεξουαλικής εγκληματικότητας.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι αρκετοί από τους δράστες έχουν οι ίδιοι κακοποιηθεί στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.
Από μελέτες προκύπτει ότι περίπου στο 40% των περιπτώσεων ο δράστης είναι συγγενής του παιδιού και σε ποσοστό άνω του 80% είναι κάποιος γνωστός του. «Το παιδί τον γνωρίζει, τον εμπιστεύεται και γι’ αυτό του επιτρέπει να πλησιάσει και τόσο κοντά» λέει η καθηγήτρια Kλινικής Ψυχολογίας Τίνια Απέργη, επισημαίνοντας ότι κατά κανόνα αυτός που κακοποιεί προέρχεται από το οικογενειακό ή το στενό φιλικό περιβάλλον, ή μπορεί να είναι δάσκαλος, προπονητής, εν γένει κάποιος με τον οποίο το παιδί έχει αναπτύξει οικειότητα.
Γιατί αθωώνονται πολλοί παιδόφιλοι;
Ακόμη και στις περιπτώσεις που καταγγέλλεται εγκαίρως η σεξουαλική κακοποίηση, ενδέχεται να μην μπορεί να αποδειχτεί. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (79%) η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για κακοποίηση αποβαίνει αρνητική, ενώ στις μισές υποθέσεις δεν υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα.
Πολλές υποθέσεις δεν φτάνουν καν στο ακροατήριο, καθώς οι δράστες φροντίζουν να μην αφήνουν αποδεικτικά στοιχεία, ενώ συνήθως ο λόγος ενός ενηλίκου βαραίνει διαφορετικά από τον λόγο ενός παιδιού.
Οπως τονίζει ο κ. Γιάνναρος, είναι πολυάριθμες οι υποθέσεις παιδοφιλίας που φτάνουν μεν στο ακροατήριο, αλλά οι φερόμενοι ως δράστες αθωώνονται. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω της υπερπροστατευτικότητας των γονέων που ενδέχεται να παρερμηνεύσουν μια πράξη ή μια κίνηση ως παιδοφιλία, ενώ πολλές ψευδείς καταγγελίες αποδίδονται στην εκδικητικότητα κυρίως ορισμένων εφήβων 15 έως 18 ετών.
Στο ίδιο πλαίσιο, η κυρία Απέργη επισημαίνει ότι σε περιπτώσεις διαζυγίου αυξάνονται οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση τέκνου, χωρίς όμως να είναι όλες πραγματικές. Σπανιότερες είναι οι περιπτώσεις που ένα παιδί κατηγορεί ψευδώς έναν γονιό ότι το παρενόχλησε.
Σε αρκετές περιπτώσεις, βέβαια, η αθώωση των δραστών οφείλεται στην κακή στοιχειοθέτηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, με αποτέλεσμα οι φερόμενοι ως δράστες να πέφτουν στα μαλακά ή να αθωώνονται. Σύμφωνα με τον κ. Γιάνναρο, το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο, ενώ υπάρχουν – και σωστά – διαβαθμίσεις στον νόμο, καθώς δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με τους ίδιους όρους στο δικαστήριο η θώπευση, η ασέλγεια και ο βιασμός.
Σημαντικός άξονας της νομικής αντιμετώπισης είναι και ο ηλικιακός διαχωρισμός των θυμάτων, καθώς ο νομοθέτης προβλέπει άλλη ποινική μεταχείριση για τον δράστη αναλόγως της ηλικίας του θύματος.
Ειδική μονάδα στο Παίδων
Οπως επισημαίνει η δικηγόρος και δρ Δικαιωμάτων Παιδιού Ηλέκτρα Κουτσούκου, ένα σοβαρό ζήτημα που προκύπτει μετά την καταγγελία είναι ότι οι εκπαιδευτικοί, οι γιατροί και οι αστυνομικοί που οδηγούν ένα περιστατικό στην Εισαγγελία δεν έχουν καμία ανατροφοδότηση για την τύχη της υπόθεσης.
«Τούτο “ματαιώνει” την προσπάθεια που καταβάλλουν, κυρίως οι εκπαιδευτικοί, για να καταγγείλουν το γεγονός ή έστω να αναφέρουν την υποψία τους» δηλώνει η κυρία Κουτσούκου, επιστημονική συνεργάτρια της Μονάδας Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών «Σόφη Βαρβιτσιώτη».
Η Μονάδα ιδρύθηκε από την Εταιρεία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού ΕΛΙΖΑ και λειτουργεί στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». Από την έναρξη λειτουργίας της Μονάδας το 2018, έχει διπλασιαστεί ο αριθμός των παιδιών με υποψία κακοποίησης που εξετάζονται από έτος σε έτος.
To ΕΛΙΖΑ οργανώνει επίσης το πρόγραμμα για την πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης «Ασφαλές Αγγιγμα», μέσω του οποίου ενημερώνονται και ευαισθητοποιούνται από ειδικούς παιδιά 5-9 ετών, γονείς και εκπαιδευτικοί.
Θεραπεύονται οι παιδόφιλοι;
Ο ψυχίατρος Ορέστης Γιωτάκος σημειώνει ότι δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, θεραπεία για την τροποποίηση της σεξουαλικής προτίμησης ή της συμπεριφοράς των παιδόφιλων.
Εφαρμόζονται βέβαια συγκεκριμένα φαρμακευτικά θεραπευτικά προγράμματα, ενώ σε κάποιες χώρες χρησιμοποιούνται, κατόπιν συναίνεσης, ουσίες που προκαλούν αντιστρεπτό χημικό ευνουχισμό, ως υποκατάστατα της φυλάκισης, σε συνδυασμό με παρακολούθηση, όπως το βραχιολάκι.
«Θα πρέπει να τονιστεί ότι η έλλειψη ειδικής θεραπείας δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει για την εγκατάσταση προγραμμάτων αντιμετώπισης» τονίζει.
Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον δυτικό κόσμο χωρίς προγράμματα πρόληψης της υποτροπής της σεξουαλικής εγκληματικότητας. Οπως σημειώνει ο κ. Γιωτάκος, «η φυλάκιση δεν μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης, αλλά θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι ενός ευρύτερου προγράμματος παρακολούθησης των δραστών και πρόληψης της υποτροπής».
Εκτός όμως από τους επιβεβαιωμένους δράστες, υπάρχει ένα άγνωστο ποσοστό παιδόφιλων που για διάφορους λόγους δεν έχει ακόμη δράσει έναντι παιδιών, για τους οποίους επίσης δεν προβλέπεται να απευθυνθούν κάπου για να αντιμετωπίσουν αυτή την εμμονή.
Η παιδεραστία όπως καταγράφεται και στο διαδίκτυο:
Ενημερωτικά, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου και Αστυνομικό υποδιευθυντή του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Θεόδωρο Χρονόπουλο, σημειώνονται τα εξής:
Από τα συχνότερα αδικήματα που αντιμετωπίζει η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με την πάροδο των τελευταίων ετών, είναι αυτά της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκων και σε πιο σπάνιο επίπεδο της αποπλάνησης παιδιών, λαμβάνοντας υπ’ όψη:
- α) την ανάπτυξη της τεχνολογίας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τις συσκευές κινητής τηλεφωνίας (smart phones),
- β) την εξέλιξη του διαδικτύου με τη δημιουργία αμέτρητων ιστοσελίδων και εφαρμογών: κοινωνικής δικτύωσης, ηλεκτρονικής συνδιάλεξης (chat), με δυνατότητα χρήσης κάμερας, ανταλλαγής αρχείων, cloud, email και
- γ) την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο.
Τα παιδιά πολλές φορές, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τους κινδύνους που μπορεί να διατρέχουν, καθώς δε γνωρίζουν το άτομο με το οποίο συνομιλούν εκείνη τη στιγμή, ή νομίζοντας ότι μιλάνε με κάποιο γνωστό τους ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να είναι κάποιος ο οποίος έχει παραβιάσει κάποιο προφίλ φίλου/φίλης για την προσέγγιση των παιδιών, ή με κάποιον ο οποίος με τεχνάσματα στο γραπτό λόγο κερδίζει, με την πάροδο του χρόνου, την εμπιστοσύνη τους, αποστέλλουν τα προσωπικά τους στοιχεία, όπως ονοματεπώνυμο, διευθύνσεις, τηλεφωνικούς αριθμούς, ανεβάζουν (upload) ή αποστέλλουν φωτογραφίες τους πολλές φορές με προκλητικό περιεχόμενο κάνοντας χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και των κινητών τηλεφώνων (smartphones) ή ακόμα συναντιούνται με τα άτομα αυτά.
Τα άτομα αυτά, εκμεταλλεύονται την παιδική άγνοια σχετικά με την “διαδικτυακή ανωνυμία”, και από τη στιγμή που θα επιτύχουν μια τέτοιου είδους πρώτη επαφή, τα καθιστούν άμεσα πιθανούς στόχους, καθώς με απειλές και εκβιασμούς, τους ζητείται η αποστολή κι άλλων φωτογραφιών με προκλητικό περιεχόμενο, όχι απαραίτητα από την αρχική ιστοσελίδα ή εφαρμογή από την οποία έχει προηγηθεί η οποιαδήποτε συνομιλία, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, υπηρεσία ή εφαρμογή η οποία τους έχει υποδειχθεί να εισέλθουν για να πραγματοποιήσουν αυτές τις ενέργειες.