Διαδοχικά αρνητικά ρεκόρ καταγράφει η αγορά στα στεγαστικά δάνεια στη χώρα, με την Ελλάδα να εμφανίζεται ως η μόνη χώρα στην Ε.Ε. με αρνητικό πρόστιμο στη στεγαστική πίστη τα τρία τελευταία χρόνια.

Με δεδομένο ότι η καθίζηση των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων εκτείνεται και πέραν της τελευταίας τριετίας λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης που έχει προηγηθεί, γίνεται σαφές ότι η στεγαστική πίστη αποτελεί τον μεγάλο ασθενή στο τραπεζικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι το κόστος χρηματοδότησης και τα επιτόκια για την αγορά κατοικίας έχουν υποχωρήσει στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τα μέσα επιτόκια διαμορφώνονται στη χώρα μας στο 4%, ακολουθώντας πτωτική πορεία σε σχέση με ένα χρόνο πριν και είναι συγκρίσιμα με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά παρ’ όλα αυτά ο ρυθμός της ετήσιας χρηματοδότησης διαμορφώθηκε στα τέλη Ιουλίου στο -2% έναντι -3% ένα χρόνο πριν και -2% στο σύνολο της τελευταίας 3ετίας.

Αυτό προκύπτει από την έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB), προειδοποιώντας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη μετά την ένταση των γεωπολιτικών εξελίξεων το τελευταίο διάστημα, που μπορούν όπως επισημαίνεται να διαταράξουν το παγκόσμιο εμπόριο και τις τιμές των εμπορευμάτων.

Κόντρα στην πτωτική πορεία του δανεισμού από τα νοικοκυριά κινείται ο δανεισμός των επιχειρήσεων, με την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ESRB, να κατατάσσεται δεύτερη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. –μετά την Λιθουανία– με τον υψηλότερο ρυθμό ετήσιας αύξησης των χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις. Με βάση τα στοιχεία Ιουλίου, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ανήλθε στο 10% στα τέλη Ιουλίου, έναντι 3% ένα χρόνο πριν και 8% σωρευτικά την τελευταία 3ετία. Πλέον τα δύο τρίτα του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών –77,7 δισ. ευρώ σε σύνολο 118,6 δισ. ευρώ– είναι χορηγήσεις προς επιχειρήσεις και το μέσο κόστος χρηματοδότησης διαμορφώνεται στον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης, και συγκεκριμένα στο 5,8%, με πτωτική τάση σε σχέση με ένα χρόνο πριν.

Η υποχώρηση της στεγαστικής πίστης παρατηρείται παρά τη μείωση των περιθωρίων που εφαρμόζουν οι τράπεζες για δάνεια για την αγορά κατοικίας κοντά στο 1,5% στα τέλη Ιουλίου από άνω του 2% ένα χρόνο πριν, και με βάση τα στοιχεία του ESRB συνδέεται με τις υψηλές τιμές των ακινήτων, με την Ελλάδα να φιγουράρει μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη άνοδο των τιμών στις κατοικίες. Η άνοδος στις τιμές των κατοικιών τον τελευταίο χρόνο ξεπερνάει το 10%, ενώ σε βάθος 3ετίας είναι πάνω από 40%, κατατάσσοντας την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη αύξηση αμέσως μετά την Πολωνία και τη Βουλγαρία, ενώ σε παρόμοια επίπεδα κινούνται η Λιθουανία, η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Κροατία. Ο ESRB προειδοποιεί ότι ο τομέας των ακινήτων «παραμένει εύθραυστος», καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ε.Ε., αν και γενικά είναι σε χαμηλά επίπεδα, αυξάνονται.

Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων έχουν υποχωρήσει, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, στα 27,3 δισ. ευρώ στα τέλη Αυγούστου, από 28,4 δισ. ευρώ στα τέλη του προηγούμενου χρόνου, παρά την ώθηση που έχει δώσει το πρόγραμμα «Σπίτι μου», οι εκταμιεύσεις του οποίου βαίνουν σταδιακά προς ολοκλήρωση.

Το χαρτοφυλάκιο των ενήμερων στεγαστικών δανείων υποχώρησε το β΄ τρίμηνο του έτους στα 25,5 δισ. ευρώ, από 27,7 δισ. το β΄ τρίμηνο του 2023, καθώς οι αποπληρωμές προηγούμενων οφειλών ξεπερνούν σταθερά τις λιγοστές νέες εκταμιεύσεις. Με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου του έτους, οι νέες εκταμιεύσεις –χωρίς τα δάνεια του προγράμματος «Σπίτι μου»– κινήθηκαν κοντά στα 550 εκατ. ευρώ, οριακά μειωμένες σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ άλλα 380 εκατ. ευρώ εκταμιεύθηκαν μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου».

Η προοπτική επέκτασης του προγράμματος, που αναμένεται να ξεκινήσει στις αρχές του 2025, έχει δημιουργήσει αυξημένες προσδοκίες, «παγώνοντας» ωστόσο προς το παρόν τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια, παρά την πτώση των επιτοκίων που έχουν εφαρμόσει οι τράπεζες με έμφαση στα επιτόκια σταθερής διάρκειας. Τα σταθερά επιτόκια ξεκινούν σήμερα από 2,8% για το πρώτο έτος και κλιμακώνονται στο 2,9% για 3 χρόνια, φθάνοντας έως και 5% για μεγάλες διάρκειες 30 ετών.

Διαβάστε ακόμη: