Από το 1990 η παγκόσμια φτώχεια έχει μειωθεί σημαντικά. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο αριθμός αυτός αυξήθηκε αισθητά, πλέον όμως έχει επιστρέψει περίπου στα προ πανδημίας επίπεδα, στους 690 εκατομμύρια ανθρώπους.

Μία φρατζόλα ψωμί, μία συσκευασία αυγά ή ένα πακετάκι τσίχλες – με ένα δίευρο δεν μπορεί κανείς να αγοράσει και πολλά στη Γερμανία. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, όποιος δεν έχει να διαθέσει 2 ευρώ τη μέρα (ή 2,15 δολάρια Η.Π.Α.) ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.

Η κατάσταση είναι χειρότερη στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, όπως και σε εκείνες όπου υπάρχουν συγκρούσεις ή αστάθεια. Εκεί τα ποσοστά φτώχιας εξακολουθούν να είναι υψηλότερα, ενώ σε ορισμένα κράτη η ακραία φτώχεια αυξάνεται. Ωστόσο, οι ειδικοί θέτουν υπό αμφισβήτηση το κατά πόσο τα δεδομένα μάς λένε όλη την αλήθεια, όπως σημειώνει η Deutsche Welle.

Η φτώχεια έχει μειωθεί παγκοσμίως από το 1990, όμως όχι σε όλες τις περιοχές του κόσμου, όπως λέει ο Σεμπάστιαν Φόλμερ από το Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Η μείωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα στοιχεία από την Κίνα. «Επειδή η Κίνα είναι μια τόσο πολυπληθής χώρα, έχει αντίστοιχα μεγάλο αντίκτυπο στα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη φτώχεια», λέει ο καθηγητής οικονομίας της ανάπτυξης.

«Οι Κινέζοι έχουν πραγματικά σημειώσει τεράστια πρόοδο», υποστηρίζει ο Ράινερ Τίλε από το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου (IfW). Από το 1990 έως το 2015 η Κίνα κατάφερε να μειώσει την ακραία φτώχεια στην επικράτειά της από το 60% στο 6%. Μεγάλη επιτυχία έχουν σημειώσει και άλλες χώρες της Ασίας.

Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική στην Αφρική, όπου μεταξύ 1990 και 2019 η ακραία φτώχεια μειώθηκε από 50% σε 23%. «Ωστόσο, λόγω της αύξησης του πληθυσμού οι φτωχοί άνθρωποι στην Αφρική είναι περισσότεροι σήμερα σε απόλυτους αριθμούς», επισημαίνει ο Τίλε.

Αμφιβολίες για τα δεδομένα

Υπάρχουν πάντως ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα των στοιχείων. Η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχεται πως, δεδομένου ότι λαμβάνει τα στοιχεία από τις στατιστικές υπηρεσίες των κρατών, υπάρχει ένα περιθώριο λάθους, διότι πολλές χώρες δεν συνέλεξαν τα απαραίτητα στοιχεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Μεθοδολογικά η προσέγγιση ευσταθεί απολύτως, όπως λέει ο Τίλε. Όμως, παρ’ ότι τα πρότυπα της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ορθά, «ο τρόπος με τον οποίο τελικά εφαρμόζονται στις χώρες είναι ενίοτε αμφίβολος», ιδίως σε χώρες όπου η κυβέρνηση έχει περιορισμένες δυνατότητες συλλογής δεδομένων. Επιπλέον, αυτάρκη νοικοκυριά σε αγροτικές περιοχες τυχαίνει να μη γνωρίζουν καν την αξία της παραγωγής τους, όταν απαντούν σε ερωτηματολόγια.

Για τα δεδομένα από την Κίνα υπάρχει επίσης αμφισβήτηση, για διαφορετικούς όμως λόγους. Όπως εξηγεί ο σινολόγος Χανς Κίνερ από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου, «τα στοιχεία προέρχονται από τις επίσημες κινεζικές στατιστικές υπηρεσίες και δεν μπορούν να επαληθευτούν. Το κατά πόσο μπορούμε να τα εμπιστευτούμε είναι, όπως γνωρίζουν όλοι, αμφισβητήσιμο».

Ο καθορισμός της ακραίας φτώχειας

Ακόμη, παρ’ ότι πολλοί άνθρωποι στην Κίνα και την Ινδία μπορούν να διαθέσουν περισσότερα από το όριο των 2,15 δολαρίων Η.Π.Α., «εξακολουθούν φυσικά να είναι φτωχοί από τη δική μας σκοπιά», λέει ο Τίλε από το IfW.

Πολλοί άνθρωποι μπορούν ίσως να δώσουν τρία ή τέσσερα δολάρια για να ζήσουν, όμως αυτό εξακολουθεί να θεωρείται φτώχεια. Εάν θέταμε ένα όριο υψηλότερο των 2,15 δολαρίων, οι επιτυχίες της Κίνας δεν θα φαίνονταν πλέον τόσο θεαματικές, τονίζει ο ειδικός.

Όπως εξηγεί με τη σειρά του ο Σεμπάστιαν Φόλμερ, πολλές περιοχές της Κίνας είναι πλέον τόσο ανεπτυγμένες που μία αγοραστική δύναμη αντίστοιχη των 2,15 δολαρίων την ημέρα δεν επαρκεί για να ζήσει κανείς εκεί. Και, ακόμη και να επαρκεί, δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από την απλή εξασφάλιση της επιβίωσης.

Το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη φτώχεια έχει τεθεί με βάσει την υπόθεση ότι ένα άτομο χρειάζεται 2.100 θερμίδες την ημέρα, εξηγεί ο Φόλμερ. Μία υπόθεση «εξαιρετικά προβληματική, μιας και οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μονάχα με αυτή την πρόσληψη θερμίδων».

Διαβάστε ακόμη: