Μια συνοικία ομοιόμορφων πολυκατοικιών, γκρίζων και θλιβερών, στα προάστια του Μικολάιφ, στη νότια Ουκρανία, στο στόχαστρο των ρωσικών βομβαρδισμών…Η οβίδα προκάλεσε μια μεγάλη τρύπα στον δεύτερο όροφο, η μεταλλική πόρτα ξεκόλλησε, τα παράθυρα έσπασαν. «Καθάρματα», μουρμουρίζει η Λιλιάνα, που κατοικεί στον τέταρτο.
Ο βομβαρδισμός έγινε τη Δευτέρα, γύρω στις 5 το πρωί. Σαν από θαύμα, δεν υπάρχουν θύματα. «Κοιμόμουν, τα τζάμια άρχισαν να τρέμουν, κόλλησα στον τοίχο», είπε ο Βιτάλι Σομπόλεφ, ένας 70χρονος ένοικος. Η κουζίνα του σπιτιού του διαλύθηκε, ήταν δίπλα στο σημείο όπου έπεσε η οβίδα.
Στη φτωχική αυτή συνοικία δεν υπάρχουν στρατιωτικοί στόχοι, μόνο άμαχοι, «άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και κανένας δεν τους βοηθά», λέει η Λιλιάνα Σιντόρσκα. «Τι κάνει η ουκρανική κυβέρνηση; Γιατί έρχονται εδώ οι Ρώσοι να μας βομβαρδίσουν; Είναι καθάρματα, καθάρματα», επαναλαμβάνει.
Το Μικολάιφ και τα περίχωρά του είναι το θέατρο σφοδρών βομβαρδισμών και μαχών εδώ και αρκετές ημέρες. Η πόλη των 500.000 κατοίκων, που πλήρωσε βαρύ τίμημα κατά τη ναζιστική κατοχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι το τελευταίο εμπόδιο στη Μαύρη Θάλασσα πριν από την Οδησσό, 130 χιλιόμετρα δυτικότερα, έναν στρατηγικής σημασίας στόχο για τις ρωσικές δυνάμεις.
Σήμερα, η κατάσταση μοιάζει σχετικά ήρεμη, σποραδικοί βομβαρδισμοί ακούγονται από μακριά. Και οι άνθρωποι φεύγουν. Ουρές αυτοκινήτων απλώνονται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων. Περιμένουν να περάσουν τη γέφυρα του ποταμού που διασχίζει την πόλη για να κατευθυνθούν προς τα δυτικά. Λίγο έξω από την έξοδο της πόλης, ένα σημείο ελέγχου των Ουκρανών και πολλά αυτοκίνητα. Σε κάποια οι οδηγοί έχουν κολλήσει χαρτιά που γράφουν «παιδιά».
Μπροστά από το κεντρικό νοσοκομείο της πόλης, όπου οι γιατροί έχουν τεθεί σε επιφυλακή για να φροντίσουν τυχόν θύματα, η Σαμπρίνα, μια 19χρονη κοπέλα περιμένει τη νεφροπαθή μητέρα της. «Μετά, θα φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, με το λεωφορείο. Δεν γίνεται να μείνουμε άλλο εδώ, είναι πολύ επικίνδυνο», λέει η νεαρή που κρατάει ένα σκυλάκι από το λουρί, έχει χώσει τη γάτα της μέσα στο μπουφάν της και προσπαθεί να κουβαλήσει διάφορα σακίδια με ρούχα. Δεν έχει καμία πληροφορία για τον σύζυγό της, ο οποίος έφυγε να πολεμήσει στο μέτωπο.
Πολλοί νεαροί στρατιώτες νοσηλεύονται εδώ, όπως ο Ολεξάντρ, καμιά 20αριά χρονών, που έσπασε το πόδι του από τα θραύσματα μιας ρωσικής οβίδας. Ο νεαρός λέει ότι οκτώ συνάδελφοί του σκοτώθηκαν, άλλοι οκτώ αγνοούνται και 18 τραυματίστηκαν.
Είναι αδύνατον να επαληθευτούν τα λεγόμενά του, ακόμη και ο αρχίατρος Ντμίτρο Σικόρσκι δεν κρατάει λογαριασμό των τραυματιών και των νεκρών. Είναι υπερβολικά περίπλοκο. Ξέρει μόνο ότι τις πρώτες ημέρες του πολέμου 160 στρατιώτες νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο και ότι από τότε έχουν ζητήσει βοήθεια πολλοί άμαχοι.
Και όσον αφορά τους τραυματίες Ρώσους στρατιώτες; «Υπάρχουν κάποιοι, αλλά δεν μπορούμε να τους πλησιάσουμε, ασχολούνται μαζί τους οι στρατιωτικοί», απαντά ο Δρ Σικόρσκι.
Στον όροφό του νοσηλεύονται μόνο άμαχοι. Όπως η Βίρα Πισμένα, μια 70χρονη με γαλάζια μάτια και άσπρα μαλλιά, με το πρόσωπο μέσα στα αίματα και έναν χοντρό επίδεσμο στον κρόταφο. Τραυματίστηκε στον βομβαρδισμό του χωριού Σνεγκίροφκα, περίπου 60 χιλιόμετρα από το Μικολάιφ. Ο ανιψιός και τα δυο παιδιά της κρύβονται ακόμα εκεί, στο καταφύγιο. «Τα αεροπλάνα μας πρέπει να βομβαρδίσουν τους Ρώσους για αυτό που μας έκαναν», λέει η ηλικιωμένη γυναίκα.
Σε άλλο θάλαμο, ο Μαξίμ Σοκόλ έχει αφεθεί στα χέρια των νοσοκόμων που του δένουν το κεφάλι. Στον κορμό και τα χέρια του έχει τατουάζ: έναν δράκοντα, ένα καλάσνικοφ, έναν λύκο, έναν μολοσσό. Ο Μαξίμ προσπάθησε να ρίξει βόμβα μολότοφ σε ένα ρωσικό άρμα όταν χτυπήθηκε από τα πυρά. «Έγινε πριν από δυο-τρεις μέρες, ίσως τέσσερις, δεν θυμάμαι πια», λέει ο νεαρός που έχει «φριχτό πονοκέφαλο». Η μητέρα του εξηγεί ότι δεν πήγε να πολεμήσει γιατί έχει προβλήματα υγείας, αλλά έχει ενταχθεί στην ομάδα των ντόπιων εθελοντών πολιτοφυλάκων.
Με αδύναμη φωνή, ο Μαξίμ αστειεύεται με τη νοσηλεύτρια, τη ρωτάει αν έχει πάει ποτέ σε σαφάρι. «Θα πάμε μετά τον πόλεμο», του υπόσχεται εκείνη. «Πότε;» επιμένει ο Μαξίμ.
«Δεν ξέρω».