Ο Νικόλαος Ντε Γκρες και η Χρυσή Βαρδινογιάννη είναι πλέον έγγαμο ζεύγος, αφού ενώθηκαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων το απόγευμα της Παρασκευής 7 Φεβρουαρίου 2024. Αμφότεροι μέλη δυναστειών, εφόσον ο γαμπρός ανήκει στην πάλαι ποτέ βασιλική οικογένεια της Ελλάδος, η δε σύζυγός του πλέον είναι θυγατέρα του επιχειρηματία Γιώργου Βαρδινογιάννη, του παράτολμου Κρητικού «καπετάνιου» με τα θρυλικά κατορθώματα στη ναυτική σταδιοδρομία του, επιχειρηματία και πρώην προέδρου του Παναθηναϊκού.
View this post on Instagram
Εν συγκρίσει με βασιλικούς γάμους του παρελθόντος, όπως φερ’ ειπείν εκείνος του 1964, ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Β’, πατέρα του γαμπρού, με την Αννα-Μαρία και νυν χήρα του εκλιπόντος τέως άνακτα, ο γάμος του Νικόλαου και της Χρυσής ήταν απείρως πιο χαμηλότονος και διακριτικός. Ενώ η όλη διαδικασία -από την πρώτη δημόσια εμφάνιση του ζευγαριού έως ότου κατέληξαν να περνούν βέρες και να τους αλλάζουν κορόνες αντί στεφάνων οι κουμπάροι τους- περιέλαβε αρκετά πρωτότυπα ή, εν πάση περιπτώσει, ασυνήθιστα για διασημότητες τέτοιου βεληνεκούς στοιχεία. Καθένα από τα οποία φέρει ενδεχομένως το δικό του σημειολογικό βάρος, έχει τον δικό του κρυφό ή μη συμβολισμό, το δικό του ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Ασφαλώς, ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά είχε ο γάμος του Νικόλαου και της Χρυσής με εκείνον του 1964, όταν η δημόσια ζωή στην Ελλάδα είχε τεθεί σε προσωρινή παύση, καθώς το πανελλήνιο -αλλά και ικανό μέρος της διεθνούς κοινότητας- κατανάλωνε με βουλιμία κάθε είδηση, κάθε πληροφορία που σχετιζόταν με το χαρμόσυνο ανακτορικό γεγονός. Τότε η τελετή είχε λάβει χώρα στη Μητρόπολη των Αθηνών, για την πομπή των νεονύμφων είχε παραλύσει το κέντρο της πρωτεύουσας, ενώ στη γαμήλια δεξίωση είχαν προσκληθεί περισσότερες από 1.500 προσωπικότητες γαλαζοαίματων, αριστοκρατών και λοιπών προσωπικοτήτων της υψηλότερης δυνατής περιωπής.
Το σχέδιο του Νικόλαου
Μισόν αιώνα και έντεκα χρόνια αργότερα από εκείνον τον κοσμοϊστορικό γάμο, σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και μια εντελώς διαφορετική Ελλάδα, με τους τέως πρίγκιπες να μην έχουν προλάβει καν να συνηθίσουν στην ιδέα ότι, για πρώτη φορά στη ζωή τους, διαθέτουν ονοματεπώνυμο ως Ελληνες πολίτες, ο Νικόλαος Ντε Γκρες επέλεξε να τελέσει τον δεύτερο γάμο του σε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο του οποίου το όνομα φέρει – τον Αγιο Νικόλαο Ραγκαβά. Ενός ιερού ορθόδοξου ναού ο οποίος εμπνέει σεβασμό και δέος με τη μακραίωνη ιστορία του, αλλά και τη στενή γειτνίασή του με ένα άλλο ιερό τοπόσημο των Αθηνών, τον βράχο της Ακρόπολης, στη σκιά του οποίου η Χρυσή Βαρδινογιάννη αφίχθη συνοδεία του πατρός της, Γιώργου Βαρδινογιάννη. Με μια αμελητέα καθυστέρηση μόλις 5 λεπτών, ίσα-ίσα για να τηρηθεί η παράδοση που επιβάλλει ότι η γυνή οφείλει να στήνει τον μέλλοντα κύρη της στα σκαλιά της εκκλησίας.
Κάτι ελαφρώς παράδοξο έχει να κάνει με την ταύτιση του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ραγκαβά στα Αναφιώτικα της Πλάκας με την έννοια της απελευθέρωσης. Η καμπάνα της συγκεκριμένης εκκλησίας ήχησε πρώτη όταν η Αθήνα απαλλάχθηκε από τον ναζιστικό ζυγό, το 1944. Ενώ το ίδιο είχε συμβεί και 111 χρόνια πριν, όταν η οθωμανική φρουρά παρέδωσε το φρούριο των Αθηνών στους εξεγερμένους Ελληνες και αποχώρησε. Συνεπώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι για τον Νικόλαο και τη Χρυσή, η επιλογή του Αγίου Νικολάου και το στεφάνωμα -ή μάλλον τη στέψη κάτω από τη θρυλική καμπάνα σημαίνει για τους ίδιους μια κοινή απελευθέρωση, αντί του προφανούς, δηλαδή της δέσμευσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Χρυσή Βαρδινογιάννη δεν ήταν απαστράπτουσα μόνο μεταφορικά και λόγω της ευτυχίας που ούτως ή άλλως δεν είχε κανέναν λόγο να κρύβει, αλλά και κατά κυριολεξία, εφόσον παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της φορώντας ένα πολύ ιδιαίτερο κόσμημα, την τιάρα της πεθεράς της Αννας-Μαρίας.
Η οποία, μάλιστα, δήλωσε πως βρήκε έκτακτη τη νύφη, κρίση που οπωσδήποτε μοιράστηκαν όλοι όσοι παρακολούθησαν την τελετή -οι ελάχιστοι και μετρημένοι (μόλις 50) διά ζώσης παριστάμενοι- αλλά και οι ων ουκ έστιν συγκεκριμένος αριθμός εξ αποστάσεως. Διότι όντως το νυφικό που επέλεξε η Χρυσή Βαρδινογιάννη, μια αποκλειστική για εκείνην δημιουργία του Ελληνα -πλην διεθνώς καταξιωμένου- μετρ της haute couture Χρήστου Κωσταρέλλου, έδειχνε να ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητά της: κομψό αλλά απλό, αιθέριο και γήινο ταυτόχρονα, εφαρμοστό και νεγκλιζέ τόσο όσο, αλλά και εξίσου σεμνό.
Από την πλευρά του ο Νικόλαος ήταν ολόκληρος ένα πλατύ χαμόγελο, ακτινοβολώντας αισιοδοξία και ικανοποίηση για το νέο κεφάλαιο που ανοίγει στην προσωπική ζωή του.
Ενδυματολογικά, η πινελιά της σιέλ γραβάτας προσέδωσε την απαραίτητη αίσθηση ελαφρότητας και ζωντάνιας στην κατά τα άλλα επίσημη αμφίεσή του. Γενικότερα, τον ξαφνικό γάμο σε (σχετικώς) στενό κύκλο συγγενών θα μπορούσε ίσως να τον τοποθετήσει κανείς σε μια ακολουθία ενεργειών, χάρη στην οποία η τέως βασιλική οικογένεια διατηρείται στην καθημερινή επικαιρότητα της Ελλάδας.
Θα μπορούσε επιπλέον να υποτεθεί ότι η απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας και ο συμβιβασμός των τέως πριγκίπων με την ανυποχώρητη απαίτηση του καθ’ ημάς κράτους της επιλογής επωνύμου έγιναν εν όψει του τότε επικείμενου, αλλά επιμελώς και ερμητικώς διατηρούμενου ως άκρως απόρρητου έρωτα του Νικόλαου και της Χρυσής. Με άλλα λόγια, τα σχέδια του Νικόλαου και των αδελφών του πιθανόν να κρύβουν εκπλήξεις – έστω και αθώες, όπως αυτός ο γάμος.