Σε μια ακόμη μετριοπαθή και… προσεκτική αύξηση της παραγωγής πετρελαίου συμφώνησαν τα κράτη μέλη του ΟΠΕΚ+ κατά τη σημερινή (διαδικτυακή) συνάντηση τους, συμπληρώνοντας έτσι τον όγδοο συνεχόμενο μήνα ανοδικής πορείας της προσφοράς αλλά σε επίπεδα που σαφώς δεν μπορούν να ανακόψουν το ράλι των τιμών.

Δεν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση ήταν εξαιρετικά σύντομη, με τους διεθνείς αναλυτές να έχουν ήδη προεξοφλήσει την κατεύθυνση που θα πάρουν οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Το 23μελές καρτέλ έδωσε το πράσινο φως για μια ακόμη μετριοπαθή αύξηση ύψους 400.000 βαρελιών την ημέρα από το Μάρτιο, τηρώντας ουσιαστικά την στρατηγική που έχει χαράξει από τον Ιούλιο βάζοντας σαν στόχο να αποκαταστήσει τα επίπεδα παραγωγής στα προ της πανδημίας επίπεδα και να πιέσει ανοδικά τις τιμές, ώστε τα άδεια ταμεία των κρατών μελών να… ξαναγεμίσουν.

Πραγματικά, η τακτική αυτή έχει αποδειχτεί επιτυχημένη για την επίτευξη του τελευταίου στόχου, αν λάβουμε υπόψη το ράλι των τιμών με το πετρέλαιο να αγγίζει υψηλό επτά ετών τον Ιανουάριο ξεπερνώντας το ψυχολογικό όριο των 90 δολαρίων το βαρέλι για πρώτη φορά από το 2014. Αναλόγως και σήμερα οι τιμές είναι στο «πράσινο», με το Brent να ανεβαίνει στα 90,27 δολάρια το βαρέλι και το αμερικανικό WTI να κερδίζει πάνω από 1,50% στα 89,47 δολάρια.

Παραγωγή… δύο ταχυτήτων

Βέβαια, οι αγορές προβληματίζονται και δικαιολογημένα για τα ανησυχητικά δείγματα γραφής από τη δυνατότητα του καρτέλ και κυρίως συγκεκριμένων κρατών να «πιάσουν» τις μηνιαίες ποσοστώσεις.

Ενδεικτικά μόνο για τον Ιανουάριο, τα επιμέρους στοιχεία έδειξαν πως η Νιγηρία, η Ανγκόλα, όπως επίσης το Κονγκό και η Ισημερινή Γουινέα, απέτυχαν να «πιάσουν» τους ημερήσιους αλλά και μηνιαίους στόχους παραγωγής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετώπισε η Λιβύη, η οποία λόγω του εσωτερικού εμφυλίου που μαίνεται αναγκάστηκε να σταματήσει την παραγωγή στις κορυφαίες πετρελαιοπηγές πηγές της χώρας στην Σαράρα, με αποτέλεσμα να καταγράψει μια πτώση της τάξεως των 140.000 βαρελιών την ημέρα.

Το πρόβλημα που οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στην έλλειψη επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό και την συντήρηση της παραγωγής, τείνει να εξελιχτεί σε σοβαρό εμπόδιο για την ομαλή εφαρμογή των αποφάσεων του καρτέλ θέτοντας σε πιο δυσχερή θέση τις μεγάλες χώρες παραγωγής, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πρώτον διότι καλούνται να ανεβάσουν οι ίδιες στροφές για να μην φανούν τόσο πολύ τα κενά και δεύτερον διότι είναι και οι χώρες που είναι αποδέχτες της διεθνούς δυσαρέσκειας και διπλωματικής πίεσης, δεδομένου πως η κατάσταση αυτή προφανώς ευνοεί την περαιτέρω άνοδο των τιμών.

Η Δύση πιέζει… 

Εξάλλου, για τις μεγάλες χώρες κατανάλωσης όπως οι ΗΠΑ, η Ινδία και η Ιαπωνία έχει εξελιχτεί πλέον σε πάγιο αίτημα η μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ+, ώστε να πέσουν οι τιμές που λειτουργούν σαν τροχοπέδη για την οικονομική τους ανάπτυξη και συνηγορούν στην άνοδο του πληθωρισμού.

«Εάν οι τιμές συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, βλέπουμε την Σαουδική Αραβία να αναλαμβάνει και πάλι εποπτικό ρόλο και να ανεβάζει (σημαντικά) την παραγωγή της. Βέβαια το ερώτημα είναι αν κάτι τέτοιο θα απαιτήσει ένα τηλεφώνημα από τον Λευκό Οίκο» σχολιάζει χαρακτηριστικά η στρατηγική αναλύτρια commodities και θεμάτων Μέσης Ανατολής της RBC Capital Markets, Χελίμα Κροφτ.

Στους κόλπους δε, του ΟΠΕΚ+ που περιλαμβάνεται και η Ρωσία το ζήτημα είναι και πολιτικό, αν λάβουμε υπόψη το μπρα-ντε-φερ που μαίνεται μεταξύ Δύσης και Κρεμλίνου. Δεν είναι τυχαίο πως η Ρωσία είναι από τις χώρες που δεν φαίνονται διόλου πρόθυμες να συζητήσουν μεγαλύτερη αύξηση των επιπέδων προσφοράς, με τις αυξημένες τιμές να τροφοδοτούν την ρωσική οικονομία και να κρατούν ζωντανή την ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη σε ένα διάστημα που η κρίση αυτή είναι το κυριότερο όπλο της στο Ουκρανικό παιχνίδι.