Περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν, να πέσουν θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας και απαγωγής: οι δρόμοι που οδηγούν τους μετανάστες από τη Σαχάρα στις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου είναι πιο επικίνδυνες και πολυσύχναστες από ποτέ, υπογράμμισε ο ΟΗΕ σήμερα.
Νέα έκθεση — με τον σοκαριστικό τίτλο: «Σε αυτό το ταξίδι δεν σε νοιάζει αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις»– εκτιμά ότι «διπλάσιος αριθμός ανθρώπων πεθαίνουν» στις χερσαίες οδούς απ’ ό,τι στον θαλάσσιο δρόμο της κεντρικής Μεσογείου που οδηγεί στην Ευρώπη. Εκεί έχουν ήδη καταγραφεί από την αρχή του έτους σχεδόν 800 θάνατοι.
Ακόμη κι αν οι συντάκτες της έκθεσης αναγνωρίζουν ότι δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία για τις χερσαίες οδούς ενώ, εκτιμούν ότι σε αυτές χάνουν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο.
Την έκθεση συνέταξαν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΠΜ) σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και το Μικτό Κέντρο Μετανάστευσης και βασίστηκε σε συνεντεύξεις με περισσότερους από 30.000 μετανάστες από το 2020 ως το 2023.
Στόχος της να προσφέρει πιο αποτελεσματική βοήθεια, να ενημερώσει τους πολιτικούς υπεύθυνους και να βρει επαρκείς λύσεις για το φαινόμενο.
Ο Βενσάν Κοσετέλ, ειδικός απεσταλμένος για τη Δυτική και την Κεντρική Μεσόγειο της UNHCR, δήλωσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου από τη Γενεύη ότι σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μεταναστών, ζωντανοί, νεκροί και ασθενείς εγκαταλείπονται στην έρημο.
«Κάθε άνθρωπος που έχει διασχίσει τη Σαχάρα θα σας μιλήσει για λείψανα που είδε, για πτώματα πεταμένα», τόνισε ο Κοσετέλ. «Όλοι όσοι διέσχισαν τη Σαχάρα μπορούν να σας πουν για ανθρώπους που γνώριζαν και οι οποίοι πέθαναν στην έρημο», πρόσθεσε.
Εγκαταλειμμένοι στην έρημο από τους διακινητές, θύματα ατυχημάτων ή απλώς άρρωστοι και πεταμένοι από τα φορτηγάκια. Λόγω έλλειψης δομών επαρκούς βοήθειας, πραγματικού συστήματος έρευνας και διάσωσης, σε γενικές γραμμές οι μετανάστες που βρίσκονται στην έρημο είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν.
Παρά τους κινδύνους οι άνθρωποι φεύγουν σε μεγάλους αριθμούς εν μέρει λόγω «της επιδείνωσης της κατάστασης στις χώρες καταγωγής τους και στις χώρες υποδοχής – κυρίως το ξέσπασμα νέων συγκρούσεων στο Σαχέλ και το Σουδάν, τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τις νέες ή μακροχρόνιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην Ανατολική Αφρική και το Κέρας της Αφρικής», επισημαίνει ανακοίνωση του ΟΗΕ.
Άλλοι λόγοι που ωθούν τους ανθρώπους να φύγουν είναι «ο ρατσισμός και η ξενοφοβία που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες».
Αλλά και σε αυτή την περίπτωση λείπουν τα συγκεκριμένα στοιχεία, όμως τα δεδομένα του UNHCR δείχνουν για παράδειγμα τριπλασιασμό των αφίξεων στην Τυνησία το 2023 σε σχέση με το 2020.
«Στόχος δεν είναι να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να ξεκινήσουν αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, αλλά να βρούμε λύσεις προστασίας για να αντιμετωπίσουμε τις ωμότητες και τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των οποίων πέφτουν θύματα», εξήγησε ο Κοσετέλ.
Ο αξιωματούχος της UNHCR υπενθύμισε ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών των μεταναστών και προσφύγων δεν επιθυμούν να πάνε στην Ευρώπη.
Ο βασικός κίνδυνος στον οποίο αναφέρθηκε το 38% των ερωτηθέντων αφορούσε τη σωματική βία. Το 14% δήλωσε ότι φοβήθηκε πως θα πεθάνει, το 18% πως θα πέσει θύμα απαγωγής και το 15% θύμα σεξουαλικής βίας.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Κοσετέλ, το πολλές «εκατοντάδες» πρόσφυγες και μετανάστες δήλωσαν ότι έπεσαν θύματα λαθρέμπορων οργάνων: κάποιοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν ένα νεφρό, για παράδειγμα, προκειμένου να επιβιώσουν, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που απλώς τους έκλεψαν όργανα.
«Συνήθως οι άνθρωποι ναρκώνονται, τους παίρνουν ένα όργανο χωρίς τη συγκατάθεσή τους και ξυπνούν χωρίς τουλάχιστον ένα νεφρό», εξήγησε ο Κοσετέλ, υπενθυμίζοντας ότι πρόκειται για μια παλιά, γνωστή πρακτική.
Σε κάποιες χώρες μάλιστα υπάρχουν διαφημίσεις που ενθαρρύνουν την πώληση οργάνων, υπογράμμισε.
Η έκθεση αποκαλύπτει εξάλλου ότι οι διακινητές δεν θεωρούνται από τους μετανάστες απαραίτητα οι βασικοί υπεύθυνοι για τη βία που υφίστανται. Πολλοί ερωτηθέντες αναφέρθηκαν σε συμμορίες, στις δυνάμεις ασφαλείας – συνοριοφύλακες ή αστυνομικούς– ,αλλά και σε «μη κρατικούς παράγοντες», όπως ομάδες ανταρτών ή τζιχαντιστών.
«Πολλά από αυτά συμβαίνουν σε μια κατάσταση σχεδόν πλήρους ατιμωρησίας», κατήγγειλε ο Μπραμ Φρόους, διευθυντής του Μικτού Κέντρου Μετανάστευσης, ζητώντας να υπάρξει περισσότερη λογοδοσία.
«Θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα χρήματα για να πιάσουμε τα μεγάλα κεφάλια», εκτίμησε.