“Σε ένα δυσμενές και αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντική ανθεκτικότητα, τόσο όσον αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ, όσο και εις ό,τι αφορά κυρίως ορισμένα επιμέρους μεγέθη του”. Αυτό σημειώνει το ΥΠΟΙΚ σε ανακοίνωσή του, με αφορμή τη δημοσιοποίηση από την ΕΛΣΤΑΤ των Εθνικών Λογαριασμών του 1ου τριμήνου 2023.

Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε όρους όγκου κατά το 1ο τρίμηνο 2023 παρουσίασε αύξηση κατά 2,1%. Η αύξηση ήταν σημαντική τόσο στην ιδιωτική κατανάλωση (αύξηση κατά 2,3%) όσο και στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (αύξηση κατά 8,2%).

Σημειώνεται επίσης, ότι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που έχει κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπεται ανάπτυξη της οικονομίας κατά 2,3% για το σύνολο του τρέχοντος έτους.

Το σημαντικότερο όμως αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, είναι οι θετικές εξελίξεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πιο συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 8,9% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2022, ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν χαμηλότερη αύξηση, κατά 5,6%, σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2022.

Ιδιαιτέρως, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 10,6%, ενώ οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν μόνον κατά 3,2%. Οι θετικές αυτές εξελίξεις σημειώνονται παρά το ότι η δαπάνη της ελληνικής οικονομίας αναπτύσσεται ταχύτερα από εκείνη των εμπορικών της εταίρων. Καταδεικνύει δε μια σημαντική πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγομένων αγαθών.

Οι κυριότερες συνιστώσες του ΑΕΠ (επενδύσεις, εξαγωγές, κατανάλωση) σημειώνουν σημαντική άνοδο και αναδεικνύουν τις προϋποθέσεις ισχυρότερης οικονομικής μεγέθυνσης της Ελληνικής Οικονομίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για το 2023.

Οι επιδόσεις αυτές, καταλήγει στην ανακοίνωσή του το ΥΠΟΙΚ, σημειώνονται μάλιστα παρά τη:

  • (α) συγκυριακή μεταβολή των αποθεμάτων, η οποία οδηγεί σε μείωση του συνολικού ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου κατά 0,7%, όταν ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 8,2%, και
  • (β) την αναθεώρηση για την εκτίμηση του ρυθμού μεγέθυνσης του 1ου τριμήνου του 2022 σε 7,8% από 7,5%, γεγονός το οποίο δημιουργεί “αρνητική επίδραση βάσης” στον υπολογισμό του ΑΕΠ του 1ου τριμήνου 2023.

Θετικές οικονομικές προβλέψεις, παρά τη διεθνή αστάθεια

Την ίδια ώρα, ο ΟΟΣΑ στην εξαμηνιαία έκθεσή του (economic outlook), προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 2,2% το 2023 και 1,9% το 2024. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό, η ανάπτυξη παραμένει ισχυρή παρά τους μετωπικούς ανέμους,με τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,9% καθώς εντείνεται η υλοποίησή τους στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 και στις αρχές του 2023, η πραγματική κατανάλωση συνέχισε να αυξάνεται, αντανακλώντας την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης, ενώ για την ανεργία προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 12,4% πέρυσι στο 11,2% εφέτος και περαιτέρω στο 10,4% το 2024. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί φέτος λιγότερο από το 2022 (1,7% έναντι 8%) λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών από τον πληθωρισμό.

Για τον εναρμονισμένο δείκτη πληθωρισμού, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι μειώνεται από τον Σεπτέμβριο του 2022 αλλά έχει αποκτήσει ευρύτερη βάση.

Προβλέπει ότι θα μειωθεί από το 9,3% πέρυσι στο 3,9% εφέτος και περαιτέρω στο 3,2% το 2024, ενώ ο δομικός πληθωρισμός -που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού- αναμένεται να αυξηθεί από 4,6% πέρυσι στο 5,5% εφέτος, για να μειωθεί στο 3,3% το 2024. Οι τιμές για το ρεύμα, το φυσικό αέριο και τη θέρμανση μειώθηκαν τον Απρίλιο κατά 27,9% από το υψηλό επίπεδο του περασμένου Σεπτεμβρίου.

Σε ότι αφορά την δημοσιονομική πολιτική, ο ΟΟΣΑ σημειώνει στην έκθεσή του, ότι η επίτευξη και διατήρηση της προγραμματισμένης από την κυβέρνηση επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα -σχεδόν στο 1% του ΑΕΠ φέτος και στο 2% το 2024- θα βοηθήσει την Ελλάδα να διαχειρισθεί τις πληθωριστικές πιέσεις και να αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αναφέρει η έκθεση.

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί από 2,5% του ΑΕΠ πέρυσι στο 1,5% φέτος και περαιτέρω στο 1,3% το 2024.

Το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται από 170,7% του ΑΕΠ πέρυσι στο 163,4% φέτος και το 157,9% το 2024. Η έκθεση αναφέρεται και στη μείωση των spreads των ελληνικών 10ετών ομολόγων σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά κοντά στις 130 μονάδες βάσης στα τέλη Μαΐου από τα υψηλά επίπεδα του Οκτωβρίου 2022.

Ο ΟΟΣΑ προχωρά στην σύσταση, η χρήση των όποιων μη προβλεπόμενων εσόδων ή χαμηλότερων δαπανών για τη μείωση του δημόσιου χρέους αντί για την αύξηση των μεταβιβάσεων θα βοηθούσε στη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων και την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, σημειώνει ο Οργανισμός.

Το εμπορικό έλλειμμα, και ο προβληματισμός για τις εξαγωγές

Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι όλα πηγαίνουν “ρόδινα” για την ελληνική οικονομία. Υπάρχουν και κάποιοι δείκτες, η πορεία των οποίων αν μη τι άλλο πρέπει να προβληματίσουν, καθώς εκπέμπουν αρνητικά μηνύματα. Για παράδειγμα, τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το εμπορικό ισοζύγιο.

Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τον Απρίλιο του 2023 ανήλθε σε 2.153,2 εκατ. ευρώ έναντι 2.793,2 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο 2022, παρουσιάζοντας μείωση 22,9% (χωρίς τα πετρελαιοειδή υπήρξε μείωση κατά 119,1 εκατ. ευρώ ή 5,8%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσιάστηκε μείωση κατά 120,8 εκατ. ευρώ ή 6%).

Παράλληλα, το α΄τετράμηνο του 2023, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 9.290,7 εκατ. ευρώ έναντι 11.713,7 εκατ. ευρώ το α’ τετράμηνο του 2022, παρουσιάζοντας μείωση 20,7% (χωρίς τα πετρελαιοειδή υπήρξε μείωση κατά 887,7 εκατ. ευρώ ή 10,7%, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία σημειώθηκε μείωση κατά 859,1 εκατ. ευρώ ή 10,4%).

Μέχρι εδώ όλα καλά. Φαίνεται να επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις ότι φέτος, τόσο το εμπορικό έλλειμμα, όσο και κατ΄επέκταση το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, θα παρουσιάσουν μείωση, μετά από τη σημαντική διεύρυνσή τους το 2022, ως αποτέλεσμα κυρίως της ενεργειακής κρίσης. Το πρόβλημα όμως ξεκινάει από το γεγονός ότι καταγράφεται μείωση των εξαγωγών για πρώτη φορά ύστερα από πολλούς μήνες ανοδικής πορείας.

Ουσιαστικά, από τον Φεβρουάριο του 2021 μέχρι τον Μάρτιο του 2023 κράτησε το ιστορικό ρεκόρ των εξαγωγών, οι οποίες κατέγραψαν άνοδο για 26 διαδοχικούς μήνες (συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, συμπεριλαμβανομένων πετρελαιοειδών). Τον Απρίλιο του 2023 οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 4,3% συγκριτικά με τον Απρίλιο του 2022, με τον Ιανουάριο του 2021 να είναι ο τελευταίος μήνας στον οποίον είχε καταγραφεί μείωση.

Είναι προφανές πως η αρνητική συγκυρία σε διεθνές επίπεδο, και ειδικότερα η πίεση που ασκεί ο υψηλός πληθωρισμός στο εισόδημα των καταναλωτών στους βασικούς προορισμούς των ελληνικών προϊόντων έχει πλήξει τη δυναμική των διεθνών πωλήσεων της χώρας μας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, Tο πρώτο τρίμηνο του 2023, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,1% στη ευρωζώνη και αυξήθηκε κατά 0,1% στην ΕΕ, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Το τέταρτο τρίμηνο του 2022, το ΑΕΠ είχε μειωθεί κατά 0,1% στην ευρωζώνη και κατά 0,2% στην ΕΕ. Πρόκειται για μία εξέλιξη που αναμφίβολα επηρεάζει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές.

Πιο συγκεκριμένα, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε σε 3.954,0 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο του 2023 έναντι 4.133,0 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο του 2022, με τη μείωση να διαμορφώνεται σε €179,0 εκατ., δηλαδή 4,3%. Εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή, η εικόνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά με τις εξαγωγές να καταγράφουν μείωση ύψους 75,8 εκατ. ευρώ (δηλαδή 2,8%) και να ανέρχονται σε €2.659,1 εκατ. ευρώ.

Πάντως, η καθοδική πορεία των εξαγωγών τον Απρίλιο δεν ήταν αρκετή για να ανακόψει τη συνολικά θετική τους πορεία στο σύνολο του έτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στο α’ τετράμηνο του 2023 οι εξαγωγές ήταν αυξημένες κατά 12,0%, δηλαδή 1.896,9 εκατ. ευρώ, με την αξία τους να φτάνει τα €17.676,9 εκατ. ευρώ. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές ανήλθαν σε 12.025,3 εκατ. ευρώ (αυξημένες κατά 8,9%).

Σε κάθε περίπτωση, η κάμψη των ελληνικών εξαγωγών είναι εξέλιξη που σχετίζεται άμεσα με την γενικότερη αρνητική συγκυρία σε διεθνές επίπεδο. Ο υψηλός πληθωρισμός, η αύξηση των επιτοκίων, το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών και η επιβράδυνση των ρυθμών της παγκόσμιας ανάπτυξης αρχίζουν πλέον και επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Το ζήτημα τώρα είναι αν πρόκειται για μια συγκυριακή πτώση και αν οι ελληνικές εξαγωγές θα επανέλθουν σύντομα σε ανοδική τροχιά.

Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

Θετική εξέλιξη για την μελλοντική πορεία των εξαγωγών αποτελεί το γεγονός ότι, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας βελτιώθηκε περαιτέρω το 2022 σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ υψηλών ρυθμών ανόδου των τιμών και του ονομαστικού κόστους εργασίας.

Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι συνέχισε να βελτιώνεται περισσότερο ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, λόγω αντίστοιχων μισθολογικών εξελίξεων σε πολλούς εμπορικούς μας εταίρους, και λιγότερο ως προς τις σχετικές τιμές.

Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος σε όλο και περισσότερους σύνθετους δείκτες βελτιώνεται, αποτυπώνοντας τις προσπάθειες βελτίωσης του επιχειρηματικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος και τις υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις.

Ειδικότερα, και με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, ο δείκτης ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας υποχώρησε (υποτίμηση) το 2022. Η σημαντική ενίσχυση του δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ευρώ (11% το 2022), εξαιτίας κυρίως της νωρίτερης και ταχύτερης ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ έναντι της ζώνης του ευρώ χαρακτηρίζει τις διμερείς συναλλαγματικές εξελίξεις.

Ομοίως, μείωση (βελτίωση) καταγράφηκε το 2022 στους εθνικούς εναρμονισμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας τους οποίους καταρτίζει η ΕΚΤ, τόσο της Ελλάδος όσο και άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. Ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) κατέγραψε μικρή υποχώρηση (βελτίωση) το 2022, καθώς ο μέσος ετήσιος εγχώριος πληθωρισμός, αν και υψηλός, δεν υπερέβη τον αντίστοιχο σταθμισμένο μέσο των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδος, εντός και εκτός ΕΕ.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικών τιμών και σχετικού κόστους εργασίας έχει γενικά βελτιωθεί σημαντικά από το 2010 και μετά, αφού εξαλείφθηκε η σωρευτική ανατίμηση που είχαν καταγράψει οι συναφείς δείκτες την περίοδο 2000-09.

Η σωρευτική αυτή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας υπήρξε πιο θεαματική ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, καθώς μάλιστα ο σχετικός δείκτης υποχώρησε τη διετία 2021-22 κάτω από τα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ.

Η επίπονη και εκτεταμένη αυτή ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας οφείλεται στη μεταρρύθμιση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου καθορισμού των μισθολογικών αυξήσεων, αλλά και στην πολυετή ύφεση και χαμηλή ανάπτυξη την οποία αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία κατά τα έτη της δημοσιονομικής της προσαρμογής.

Ο βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας

Στο σημείο αυτό, έχει σημασία να δούμε τις εξελίξεις σχετικά και με ένα κρίσιμο μέγεθος, το βαθμό εξωστρέφειας, που ορίζεται ως το άθροισμα των εξαγωγών και εισαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΟΒΕ, παρατηρείται μια προοδευτική αύξηση του βαθμού εξωστρέφειας της εγχώριας οικονομίας, ο οποίος ιδίως μετά την ελληνική κρίση χρέους του 2009 άρχισε να μειώνει σταδιακά την απόκλισή του από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φτάνοντας το ιστορικό ρεκόρ του 82% το 2022.

Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας συνέβαλλαν και οι δύο τομείς των εμπορικών συναλλαγών (αγαθά και υπηρεσίες).

Συγκεκριμένα, ενώ ο βαθμός εξωστρέφειας του τομέα των υπηρεσιών συμβαδίζει διαχρονικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο βαθμός εξωστρέφειας του τομέα των αγαθών, αυξανόμενος σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια, μείωσε την απόκλισή του από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις 21 π.μ. το 2022.

Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως το 2022 παρατηρήθηκε μεγάλη επιδείνωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο προϊόντων, η οποία αντισταθμίστηκε μόνο εν μέρει από το πλεόνασμα των υπηρεσιών.

Ευάλωτη η οικονομία στους εξωτερικούς κραδασμούς

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ενώ η ενίσχυση της εξωστρέφειας επιδρά αναμφίβολα θετικά στο ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς, ιδιαίτερα όταν αυτή συμμετέχει σε μια νομισματική ένωση, και επομένως δε μπορεί να ελέγξει την ισοτιμία του νομίσματός της (καθώς, σε μια τέτοια κατάσταση, η υποτίμηση του νομίσματος βελτιώνει το εξωτερικό ισοζύγιο).

Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εισαγωγές παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ως προς την κατανάλωση και η τελευταία αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εγχώριου προϊόντος, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείματος του εξωτερικού ισοζύγιο.

Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση της εξωστρέφειας που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια έχει οδηγήσει σε μικρότερα ελλείμματα συγκριτικά με τον μικρότερο βαθμό εξωστρέφειας και τα μεγαλύτερα εξωτερικά ελλείμματα που παρατηρήθηκαν το 2007-2008.

Σημαντικό, επίσης, ως προς τη συμβολή της αύξησης του όγκου των εμπορικών συναλλαγών στην ανάπτυξη, θεωρείται το «μείγμα» των εισαγωγών αγαθών, όσο αφορά τα μερίδια των καταναλωτικών, κεφαλαιουχικών και ενδιάμεσων αγαθών στις συνολικές εισαγωγές.

Για παράδειγμα, ένα υψηλό μερίδιο ενδιάμεσων αγαθών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας (η αξία των ενδιάμεσων αγαθών αποτελούσε το 70% της συνολικής αξίας των εισαγωγών προϊόντων το 2022), ενδέχεται να έχει θετική επίδραση στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, καθώς το διεθνές εμπόριο οδηγεί σε μια πιο αποτελεσματική χρήση των εγχώριων πόρων μέσω της εισαγωγής αγαθών και υπηρεσιών που διαφορετικά είναι πολύ δαπανηρά για να παραχθούν στη χώρα.

Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση των ενδιάμεσων αγαθών καταδεικνύει την αυξανόμενη εξάρτηση της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας από εισαγόμενα αγαθά, γεγονός που αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιζήμιο για την ελληνική οικονομία κατά το προηγούμενο έτος, καθώς ο «εισαγόμενος» πληθωρισμός αύξησε σημαντικά το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων.

Επίσης, εάν οι εμπορικοί εταίροι διαφέρουν σημαντικά ως προς τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, όπως σε τεχνογνωσία ή οικονομίες κλίμακος, τότε η εμπορική απελευθέρωση και η οικονομική ολοκλήρωση ακόμα και αν αυξάνει τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά μεμονωμένες χώρες.

«Κλειδί» το εγχώριο μείγμα οικονομικής ανάπτυξης

Η ανάλυση του ΙΟΒΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν και το πρόσημο της επίδρασης της παρατηρούμενης υψηλής εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης είναι θετικό, το μέγεθος της επίδρασης θα εξαρτηθεί από το εγχώριο μείγμα οικονομικής ανάπτυξης.

Έτσι, αν ο βασικός μοχλός ανάπτυξης για τα επόμενα έτη είναι οι επενδύσεις, υπερτερώντας της κατανάλωσης, και ιδιαίτερα οι επενδύσεις σε αναπτυξιακούς τομείς, τότε μέσω των εμπορικών σχέσεων και συναλλαγών, η χώρα μας θα έχει αυξανόμενη πρόσβαση σε τεχνογνωσία των εμπορικών της εταίρων, καθώς και οι παραγωγοί θα έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερες αγορές.

Διαβάστε περισσότερα