Σε πρώτο πλάνο έρχονται οι εξαγορές και συγχωνεύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων που θα προκύψουν από εξαγορές, συγχωνεύσεις ή συνεργασίες μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν αναφερθεί επανειλημμένα οι επικεφαλής των τραπεζών, και το κυβερνητικό επιτελείο, καθώς εκτιμούν ότι οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο μέγεθος θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις και να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι τράπεζες σκανάρουν εκείνες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τους πόρους του Ταμείου. Όπως είναι γνωστό, συνολικά θα μοχλευθούν 32 δισ. ευρώ, με τα 12,7 δισ. ευρώ να είναι τα τραπεζικά δάνεια. Να σημειωθεί ότι στα 12,7 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται και οι χρηματοδοτήσεις των 5 δισ. ευρώ που θα πραγματοποιήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα 500 εκατ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Καθώς λοιπόν οι δύο ευρωπαϊκοί χρηματοδοτικοί μηχανισμοί θα επικεντρωθούν κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις, δημιουργούνται σημαντικές ευκαιρίες για την χρηματοδότηση και των μικρότερων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να κάνουν focus στις μικρομεσαίες που είναι βιώσιμες και επιθυμούν να χρηματοδοτηθούν για τα επενδυτικά τους σχέδια από πόρους του Ταμείου.
Βέβαια, η πιστοληπτική κατάσταση των επιχειρήσεων είναι και το «διαβατήριο» τους για να υποβάλλουν αίτημα δανειοδότησης από το Ταμείο. Με δεδομένο ότι η πλειονότητα των ελληνικών μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων δεν διαθέτει rating από ανεξάρτητες εταιρείες, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών. Το rating είναι απαραίτητο, όπως και οι μελλοντικές ταμειακές ροές και οι προοπτικές της επιχείρησης για το κατά πόσο θα μπορεί να εξυπηρετεί τον δανεισμό της.
Οι τράπεζες έχουν ήδη στα χέρια τους το προσχέδιο με τους κύριους όρους της επιχειρησιακής συμφωνίας που θα υπογράψουν για τη διάθεση των πόρων του Ταμείου, και οι οποίοι θα περιλαμβάνονται στην πρόσκληση που θα τους απευθύνει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Όπως είναι γνωστό, χρηματοδοτούνται επιλέξιμες επενδύσεις σε πέντε τομείς, ήτοι:
– Πράσινη Μετάβαση.
– Ψηφιακή Μετάβαση.
-Έρευνα και Ανάπτυξη
-Εξωστρέφεια – Εξαγωγές
-Αύξηση Μέσου Μεγέθους Επιχειρήσεων
Η μέγιστη χρηματοδότηση που μπορεί να λάβει η κάθε επένδυση μέσα από το Ταμείο ορίζεται στο 50%.
Και επίσης ο τραπεζικός δανεισμός θα πρέπει να χρηματοδοτεί κατ’ ελάχιστο το 30% του προϋπολογισμού της επιλέξιμης επένδυσης και ταυτόχρονα η τράπεζα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο επιχειρηματίας θα καλύπτει με ίδια κεφάλαια το υπόλοιπο 20% του επενδυτικού σχεδίου.
Προβλέπεται, δε, ότι τα χρήματα θα πρέπει να κατευθυνθούν αποκλειστικά και μόνο για την υλοποίηση της επιλέξιμης επένδυσης. Δηλαδή η επιχείρηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια που προέρχονται από πόρους του Ταμείου για την αναχρηματοδότηση του δανεισμού της. Ελκυστικό θα είναι και το επιτόκιο καθώς θα διαμορφωθεί κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ακόμα οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στην Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού Ταμείου Ανάκαμψης του Υπουργείου Οικονομικών και στο Επενδυτικό Συμβούλιο σχετικά με τον αριθμό των αιτημάτων που έλαβαν, πόσα αιτήματα εγκρίθηκαν και το ύψος των ποσών που εκταμίευσαν.
Μεταξύ των άλλων οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιλέξιμες επενδύσεις πληρούν τα κριτήρια χρηματοδότησης και ακόμα θα πρέπει να διοχετεύουν κατ’ ελάχιστον, ποσοστό ίσο με το 38,5% των κεφαλαίων Ταμείου για έργα Πράσινης Μετάβασης, και ποσοστό 20,8% για χρηματοδότηση έργων Ψηφιακής Μετάβασης. Απαραίτητος είναι ο τακτικός έλεγχος από την πλευρά των τραπεζών ότι το δάνειο χρησιμοποιείται για τον σκοπό που εκταμιεύθηκε.
Και όπως είναι γνωστό τα επενδυτικά σχέδια θα αξιολογούνται με βάση τη μέθοδο First in First Out, με τις τράπεζες να δηλώνουν έτοιμες για ταχεία εξέταση των αιτημάτων που θα δεχθούν.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποφεύγουν τον τραπεζικό δανεισμό
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσδοκούν ότι η πρόσβαση τους στους πόρους του Ταμείου θα τους ανοίξει παράθυρο στο μέλλον.
Ωστόσο οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποφεύγουν τον τραπεζικό δανεισμό. Όπως έδειξε πρόσφατη έκθεση της SAFE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν, το 51% των μικρομεσαίων απέφυγε να καταθέσει αίτημα για δάνειο λόγω των υψηλών επιτοκίων (30%), του φόβου απόρριψης του αιτήματος (12%), της απροθυμίας των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια (13%).
Σε ό,τι αφορά το 49% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτημα για δάνειο και σύμφωνα με τα στοιχεία της SAFE έγκριση δανειοδότησης πήρε το 30% των αιτημάτων. Μερική έγκριση δόθηκε στο 17% των αιτούντων. Απορρίφθηκε το 21% των αιτημάτων και στο περίμενε για απάντηση ήταν το 30% των αιτούντων.
Βέβαια, οι τραπεζίτες από την πλευρά τους σημειώνουν πως τα περισσότερα αιτήματα που απορρίπτονται αφορούν δανειοδότηση για κεφάλαια κίνησης και για την αναχρηματοδότηση παλαιότερων οφειλών και όχι τη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων.