Η ευρωπαϊκή οικονομία πιθανόν βρίσκεται στο χειρότερο δυνατό σημείο των τελευταίων ετών. Και μάλιστα σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα, σε ότι αφορά τις τις γεωπολιτικές, εμπορικές και ευρύτερες οικονομικές εξελίξεις. Η κατάσταση είναι τέτοια που η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο Νταβός πριν από λίγες εβδομάδες, υποστήριξε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλέον μια υπαρξιακή κρίση!

Ας δούμε καταρχήν τα οικονομικά δεδομένα για την ευρωπαϊκή κρίση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ευάλωτη και αποδυναμωμένη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης ήταν απογοητευτικός το 2023 και το 2024, περίπου 0,5% και 0,7% αντίστοιχα, χαμηλός με βάση οποιοδήποτε κριτήριο.

Οι προβλέψεις της ΕΚΤ για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2025, που αναμένεται να είναι γύρω στο 1%, σαφώς δεν υποδηλώνουν ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Και μάλιστα τα πιο πρόσφατα στοιχεία, όπως η στασιμότητα του ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2024, ήδη δημιουργούν προβληματισμό σχετικά με την αναπτυξιακή δυναμική το τρέχον έτος.

Οι έρευνες συγκυρίας δείχνουν ότι η παραγωγή στον τομέα της μεταποίησης εξακολουθεί να συρρικνώνεται και ο ρυθμός αύξησης του προϊόντος των υπηρεσιών επιβραδύνεται. Οι επιχειρήσεις διστάζουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις και οι εξαγωγές παραμένουν αδύναμες, ενώ ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι δυσκολεύονται να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.

Η εικόνα του πληθωρισμού

Από την άλλη, η περιοριστική, αλλά αναγκαία για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων, νομισματική πολιτική που ακολούθησε η ΕΚΤ το προηγούμενο διάστημα, έχει επίσης συμβάλει στις υποτονικές αναπτυξιακές εξελίξεις της ζώνης του ευρώ. Σύμφωνα πάντως με τον Δοικητή της ΤτΕ, κ. Γιάννη Στουρνάρα, η φάση μείωσης των επιτοκίων πολιτικής στην οποία έχουμε εισέλθει αναμένεται να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα.Επιπλέον, η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού εξελίσσεται ομαλά.

Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός έχει μειωθεί ραγδαία από ένα υψηλό ρυθμό περίπου 10,5% τον Οκτώβριο του 2022 σε 2,5% τον Ιανουάριο του 2025 και συνεχίζει να κινείται πτωτικά, παρά κάποιες ανοδικές επιδράσεις βάσης τους τελευταίους μήνες, λόγω των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι αυτή τη στιγμή ελαφρώς χαμηλότερος από ό,τι αναμέναμε στις τελευταίες μας προβλέψεις.

Ο πυρήνας είναι ο πληθωρισμός χωρίς τις πιο ευμετάβλητες συνιστώσες του, που η νομισματική πολιτική ελάχιστα μπορεί να τις επηρεάσει ή και καθόλου. Αυτή η εξέλιξη υποδηλώνει ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική την προηγούμενη περίοδο έχει πετύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό της, δηλαδή να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Εξίσου ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις συνθήκες μεγάλης στενότητας στην αγορά εργασίας και τα ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας, ο ρυθμός αύξησης των αμοιβών ανά απασχολούμενο επιβραδύνεται. Αυτό εγγυάται την περαιτέρω αποκλιμάκωση του συνολικού δείκτη του πληθωρισμού αλλά και του υποδείκτη των υπηρεσιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλότερη ένταση εργασίας σε σύγκριση με τα αγαθά, γι’ αυτό και ο πληθωρισμός τους είναι πιο επίμονος.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος τον Δεκέμβριο του 2024, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2,1% το 2025 και θα σταθεροποιηθεί με διατηρήσιμο τρόπο στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ στα τέλη του 2025. Εφόσον δεν υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ που σηματοδοτεί την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, θα μπορούσε να μειωθεί περίπου στο 2% κατά τη διάρκεια του 2025 από το σημερινό επίπεδο του 2,75%.

Προφανώς, τα διαδοχικά βήματα, ο ρυθμός και το μέγεθος των μειώσεων των επιτοκίων πολιτικής θα συνεχίσουν να αποφασίζονται με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.

Τα αναπτυξιακά προβλήματα της Ευρώπης

Και αν στο “μέτωπο” του πληθωρισμού, οι εξελίξεις είναι, αν μη τι άλλο ενθαρρυντικές, η αναπτυξιακή διαδικασία στην Ευρώπη, έχοντας “πατήσει φρένο”, απογοητεύει. Όπως επεσήμανε ο κ. Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του στους Πρέσβεις των Κρατών-Μελών της ΕΕ στην Αθήνα που οργανώθηκε από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Αθήνα, επ’ ευκαιρία της ανάληψης της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ένας βασικός παράγοντας που εξηγεί την υποτονική οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια είναι οι αδύναμες επιχειρηματικές επενδύσεις, οι οποίες παρέμειναν ουσιαστικά στάσιμες.

Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί με σχεδόν τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι στη ζώνη του ευρώ από το τέλος του 2021 και μετά. Επιπλέον, η εικόνα χαμηλών αναπτυξιακών επιδόσεων στην ευρωζώνη αντανακλά μια σειρά από μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα δυσμενείς γεωπολιτικούς παράγοντες διεθνώς και πολιτικά ζητήματα σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης, περιλαμβανομένων των μεγαλύτερων οικονομιών της. Διεξάγεται πόλεμος επί ευρωπαϊκού εδάφους, διάφορα πολιτικά αδιέξοδα επιδρούν ανασταλτικά στη δυνατότητα προώθησης των μεταρρυθμίσεων και ακραίες πολιτικές απόψεις κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, συνολικά, το ισοζύγιο των μακροοικονομικών κινδύνων στην ευρωζώνη έχει μετατοπιστεί: ενώ προηγουμένως κύρια ανησυχία ήταν ο υψηλός πληθωρισμός, τώρα οι ανησυχίες αφορούν κυρίως τη χαμηλή ανάπτυξη. Η ζώνη του ευρώ κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της βαρύτητα σε παγκόσμιο επίπεδο, αν δεν την έχει χάσει ήδη. Έχει αποτύχει να ανταγωνιστεί τους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς, ενώ οι οικονομίες των χωρών μελών της Ευρωζώνης παραμένουν σε στασιμότητα, αντιμετωπίζοντας επιπλέον και δημοσιονομικές δυσχέρειες.

Η οικονομία της ζώνης του ευρώ καταγράφει μέσο τριμηνιαίο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,3% τα τελευταία 12 τρίμηνα, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός της οικονομίας των ΗΠΑ είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερος για την ίδια περίοδο. Εκτός από τα εσωτερικά προβλήματα, ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής φαίνεται να πραγματοποιεί τις προεκλογικές εξαγγελίες του που αφορούν δασμούς στις εισαγωγές. Είναι βέβαιο ότι οι δασμοί, ανάλογα με το ύψος τους, θα εξασθενήσουν περαιτέρω τον αναιμικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Ευρώπης.

Οι διαρθρωτικές αδυναμίες

Στην ομιλία του ο Διοικητής της ΤτΕ εστιάστηκε σε ορισμένους βασικούς τομείς ανησυχίας. Ο πρώτος τομέας είναι η ανταγωνιστικότητα. Η αύξηση της παραγωγικότητας στη ζώνη του ευρώ έχει σχεδόν ανακοπεί, λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων, των δυσκαμψιών της αγοράς εργασίας σε πολλές χώρες και της αδύναμης αύξησης του κεφαλαίου. Η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται επίσης στην υστέρηση της Ευρώπης σε όρους επιχειρηματικού και επενδυτικού δυναμισμού.

Η Ευρώπη δεν έχει ακόμη καταφέρει, όπως οι ανταγωνιστές της, να διαθέσει επαρκείς πόρους στην καινοτομία και σε παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες, ενώ η ενέργεια παραμένει ακριβή. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες επιβαρύνονται με περίπου το διπλάσιο κόστος για ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι οι βιομηχανίες στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, καθώς η οικονομία θα γίνεται ολοένα πιο ψηφιακή, οι ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια θα είναι τεράστιες.

Οι υποδομές για την τεχνητή νοημοσύνη, π.χ. οι υπερυπολογιστές (supercomputing), μετατρέπονται σε γεωπολιτικό πεδίο μάχης και τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να μειώσουν τη στρατηγική εξάρτησή τους από τις ξένες μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας.

Σύμφωνα με την Έρευνα Επενδύσεων του 2024 της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας αποτέλεσε σημαντικότερο μοχλό των επενδύσεων στις ΗΠΑ από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, στην οποία οι επενδύσεις αφορούσαν κυρίως αντικατάσταση απαρχαιωμένου κεφαλαιακού εξοπλισμού.

Οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη στην ευρωζώνη επικεντρώθηκαν σε ώριμους κλάδους, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ στις ΗΠΑ εστίασαν ολοένα και περισσότερο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών, όπως τα κέντρα δεδομένων και άλλες υποδομές για την τεχνητή νοημοσύνη. Επίσης, οι άυλες επενδύσεις αποδείχθηκαν κρίσιμες για την αύξηση της παραγωγικότητας και της προστιθέμενης αξίας, και πιθανότητα συνέβαλαν στη διεύρυνση του χάσματος παραγωγικότητας μεταξύ των ΗΠΑ και της ζώνης του ευρώ, επηρεάζοντας επίσης τη διαφορά στο ρυθμό αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ μεταξύ των δύο οικονομικών περιοχών.

Προκειμένου η ευρωπαϊκή οικονομία να ακολουθήσει μια πορεία ισχυρής ανάκαμψης απαιτείται η κινητοποίηση σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων που είναι αναγκαίες για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Για να συμβαδίσει με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της, η Ευρώπη πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη σημαντική αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τη μακροχρόνια αναπτυξιακή της δυναμική. Ιδιαιτέρως η αύξηση των δαπανών για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την καινοτομία και την ενέργεια είναι υψίστης σημασίας για να γίνει η Ευρώπη πιο παραγωγική, πιο ανταγωνιστική και πιο ανθεκτική.

Η πολιτική των δασμών

Ο δεύτερος τομέας ανησυχίας για την ευρωζώνη είναι η εξαγγελθείσα εμπορική πολιτική από τον νέο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και οι λεπτομέρειες μιας πιθανής επιβολής αμερικανικών δασμών δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί, η προοπτική μιας επιθετικής εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με πιθανά αντίποινα από τους εμπορικούς εταίρους τους, αναμένεται να έχουν εκτεταμένες οικονομικές συνέπειες, δυσχεραίνοντας περαιτέρω τη θέση της ευρωζώνης.

Με τον όγκο του εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ να ανέρχεται σε 1,5 τρισεκ. ευρώ, είναι σαφές ότι οι δασμοί των ΗΠΑ στην Ευρώπη θα είναι αρνητικοί για την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, ένας δασμός 10% των ΗΠΑ σε όλες τις εισαγωγές από τη ζώνη του ευρώ, σε συνδυασμό με υψηλότερη αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, θα μπορούσε να μειώσει το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ έως και 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας εντός ενός έτους.

Το μέγεθος των αρνητικών επιδράσεων στην ανάπτυξη θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από το εύρος των προϊόντων που θα υπόκεινται σε υψηλότερους δασμούς, τη διάρκεια ισχύος αυτών των δασμών, τα μέτρα που θα ληφθούν ως αντίποινα και η ανταπάντηση σε αυτά, και τα αποτελέσματα ανατροφοδότησης από τις παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Παρεμπιπτόντως, τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική εισηγούνται ότι οι δασμοί είναι συνήθως εργαλείο που προκαλεί ζημίες σε όλους τους εμπλεκόμενους (loose-loose), επομένως δεν θα ζημιωθούν μόνο οι εμπορικοί εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και οι ίδιες οι ΗΠΑ.

Ο αντίκτυπος των δασμών στον πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ είναι λιγότερο ξεκάθαρος, καθώς λειτουργεί μέσω διάφορων διαύλων. Από τη μία πλευρά, η ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ ή τα ευρωπαϊκά αντίποινα στα αμερικανικά προϊόντα θα κάνουν ακριβότερες τις εισαγωγές της ζώνης του ευρώ από τις ΗΠΑ –καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εισαγωγών ενέργειας που τιμολογούνται σε δολάρια ΗΠΑ–, αυξάνοντας τον πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, μια πιθανή ανακατεύθυνση των φθηνότερων κινεζικών εξαγωγών από τις ΗΠΑ προς την αγορά της ΕΕ, λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, θα ενισχύσει ceteris paribus τη διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα σχετικά με τις γεωπολιτικές, εμπορικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις δύναται να επιβαρύνει σημαντικά το οικονομικό κλίμα και την εμπιστοσύνη, καθιστώντας δυσκολότερη την ανάκαμψη της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Ταυτόχρονα, οι περιορισμοί στο εμπόριο είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη δραστηριότητα στον τομέα της μεταποίησης, που παραμένει ο μεγάλος ασθενής στην Ευρώπη, παρατείνοντας την παρατηρούμενη οικονομική στασιμότητα της ζώνης του ευρώ. Η ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.

Η θέση της Ελλάδας

Μέσα σε αυτό το δυσμενές ευρωπαϊκό περιβάλλον, οι εγχώριες οικονομικές εξελίξεις παραμένουν θετικές. Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα το 2024 και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική και τις γεωπολιτικές αναταράξεις.

Επισημαίνεται ότι οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας τους πρώτους εννέα μήνες του 2024, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη πληροφόρηση και τους πρόδρομους δείκτες για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, οδηγούν την πρόβλεψη για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2024, όταν για το σύνολο της ευρωζώνης αναμένεται ρυθμός 0,7%.

Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα το 2024 και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική και τις γεωπολιτικές αναταράξεις. Επισημαίνεται ότι οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας τους πρώτους εννέα μήνες του 2024, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη πληροφόρηση και τους πρόδρομους δείκτες για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, οδηγούν την πρόβλεψη για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2024, όταν για το σύνολο της ευρωζώνης αναμένεται ρυθμός 0,7%.

Βασική συνιστώσα της ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση, προερχόμενη κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και από τις επενδύσεις. H συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική, καθώς οι εξαγωγές αγαθών εκτιμάται ότι επηρεάστηκαν από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα καταγράφηκε άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.

Το 2025 η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5%, σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνον της ευρωζώνης (1,1%). Το γεγονός αυτό ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, διαδικασία που διακόπηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους που βίωσε η ελληνική οικονομία.

Για το 2025, οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συνεισφορά των ευρωπαϊκών κονδυλίων, και ειδικότερα του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος από την άνοδο της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών και από την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού.

Επιπλέον, η αναμενόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (κάτω από 150%) το 2025, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, παράλληλα με την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και σε σταδιακές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες θα ενισχύσουν τόσο τη διαθεσιμότητα όσο και τους όρους χρηματοδότησης για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.

Διαβάστε ακόμη: