Συνεχής αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, μείωση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα και σταδιακή αποκλιμάκωση του χρέους προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025- 2028, τα βασικά σημεία του οποίου παρουσίασε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, μαζί με τον υφυπουργό Θάνο Πετραλιά.

Κατά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, η συνετή δημοσιονομική πολιτική και η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού και της οικονομίας επιτρέπουν στην κυβέρνηση να συνδυάζει τη μεγάλη μείωση του χρέους με την προώθηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, την κάλυψη των αυξημένων αμυντικών δαπανών, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, τη μείωση της ανεργίας, τη μείωση των φόρων και την αύξηση των εισοδημάτων.

Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Σχέδιο, το οποίο προωθείται στη Βουλή, για να συζητηθεί την Παρασκευή στην αρμόδια Επιτροπή, παρουσία της Τραπέζης της Ελλάδος και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου.

Στη συνέχεια, το τελικό σχέδιο θα αποσταλεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να εγκριθεί στις 28 Νοεμβρίου από το Ecofin:

«Η ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα αναμένεται να διατηρήσει τη θετική δυναμική της και να συνεχίσει να επεκτείνεται, παρά το ασταθές εξωτερικό περιβάλλον και τις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, βασιζόμενη στα υγιή δημόσια οικονομικά, στη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην προώθηση παραγωγικών επενδύσεων στην πράσινη οικονομία και την ψηφιακή μετάβαση, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για περαιτέρω ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης».

Η οικονομική ανάπτυξη

Σύμφωνα δε με το ΥΠΕΘΟ, οι πρόβλεψη για την ανάπτυξη που περιλαμβάνεται στο μεσοπρόθεσμο είναι συντηρητική, διότι η κυβέρνηση ήθελε να είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με την Ε.Ε.

Παρ’ όλα αυτά το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ανάπτυξη 2,2% εφέτος (2,2% η πρόβλεψη της Ε.Ε.), 2,3% το 2025 (1,8% η Κομισιόν), 2% το 2026 (0,7% προβλέπει η Ε.Ε.), 1,5% το 2027 (αντί 0,7% που προβλέπει η Ε.Ε.) και 1,3% το 2028 (η Κομισιόν προβλέπει 0,8%). Με βάση αυτές τις συντηρητικές προβλέψεις, το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 232 δισ. ευρώ το 2024 σε 272 δισ. το 2028.

Η μείωση της ανεργίας και η αυξηση των εισοδηματων

Στο Μεσοπρόθεσμο εξάλλου, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σημειώνει ότι, η ανεργία μειώθηκε από 17,9% το 2019 στο 11,1% στα τέλη του 2023, διάστημα στο οποίο δημιουργήθηκαν 500.000 νέες θέσεις εργασίας.

Η ανεργία παραμένει σε πτωτική πορεία καθώς τον Ιούλιο 2024 διαμορφώθηκε στο 9,9%.

Η πορεία αυτή αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και το 2028 προβλέπεται να φθάσει στο 8,5%, δηλαδή στα επίπεδα προ της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα,ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί από 650 ευρώ το 2019 σε 950 ευρώ το 2027 και ο μέσος μισθός από 1.046 ευρώ το 2019 σε 1.500 ευρώ το 2027.

Το μακροοικονομικό πλαίσιο

Πάντως, όπως σημειώνει στην αξιολόγησή του και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), Για όλη την περίοδο 2025-28 οι προβλέψεις κινούνται σε πιο συντηρητικό φάσμα με σταδιακή επιβράδυνση της ανάπτυξης. Κύριοι παράγοντες, όπως οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και η ιδιωτική κατανάλωση, θα χάσουν μέρος της δυναμικής τους.

Σύμφωνα με το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο βασίζεται το Μεσοπρόθεοσμο, οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης για το 2024 και το 2025 είναι οι επενδύσεις, υποστηριζόμενες από τα κεφάλαια του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), και η διατηρούμενη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω ευνοϊκών συνθηκών στην αγορά εργασίας

Αναλυτικότερα, αναμένεται ότι τα κεφάλαια από το ΤΑΑ θα έχουν θετική επίδραση στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, με προβλεπόμενη αύξηση 6,7% για το 2024 και 8,4% για το 2025, αν και με πιο συγκρατημένη πορεία σε σύγκριση με τις προβλέψεις του ΚΠ 2024 (15,1% για το 2024).

Συγκεκριμένα, τα ποσά επιχορηγήσεων και δανείων που έχουν χορηγηθεί μέχρι στιγμής στην ελληνική οικονομία μέσω του ΤΑΑ ανέρχονται σε 17,21 δισ. ευρώ από τα συνολικά 35,95 δισ. ευρώ (16,32% ως ποσοστό του ΑΕΠ).

Σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο των επενδύσεων θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην επίτευξη του νέου σεναρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στα έργα που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ.

Η έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίηση του ΕΣAΑ είναι απαραίτητη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται αργά την περίοδο 2024-2025, παρά την παρατηρούμενη επιδείνωση τους πρώτους επτά μήνες του 2024, και παραμένει ένα από τα κύρια ζητήματα ανησυχίας, που θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Τα αναπτυξιακά «εμπόδια»

Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες, το ΕΔΣ σημειώνει ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η πτωτική πορεία του πληθωρισμού αναμένεται να μειώσει το ύψος των επιτοκίων της ΕΚΤ, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών και τελικά, βελτιώνοντας τις μακροοικονομικές επιδόσεις της οικονομίας.

Το επίπεδο των επενδύσεων, ειδικά αυτών που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, θα συνεχίσει να παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή υλοποίηση του νέου σεναρίου. Μετά την επίτευξη δημοσιονομικού πλεονάσματος 1,9% σε σχέση με στόχο 1,1% το 2023, αναμένεται η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια 2025-2028, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ένας ικανοποιητικός ρυθμός μείωσης του δημοσίου χρέους.

Επιπλέον, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων και την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, είναι παράγοντες που θα λειτουργήσουν ευεργετικά στην ανάπτυξη του ΑΕΠ και μείωση του χρέους.

Από την άλλη πλευρά, οι κλυδωνισμοί που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, όπως οι φυσικές καταστροφές, που συχνά οδηγούν σε έκτακτες δαπάνες, θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον αναπτυξιακό δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Η εκτίμηση των επιπτώσεών τους, ο σχεδιασμός και η αποτελεσματική υλοποίηση δημοσιονομικών παρεμβάσεων για όσους πλήττονται, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική σταθερότητα, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις.

Στην ίδια κατεύθυνση η επιτάχυνση του ρυθμού των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων, για τη μείωση του κατακερματισμού της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της παραγωγικότητας, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις καλύτερες μισθολογικές προοπτικές, παραμένει πρόκληση.

Επιπλέον, τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει δύο κύριες αβεβαιότητες: η πρώτη σχετίζεται με την πιθανή επιβράδυνση των μεσοπρόθεσμων αλλά και μακροπρόθεσμων ρυθμών μεγέθυνσης, και η δεύτερη με την αναμενόμενη αύξηση των κρατικών δαπανών λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Το δημογραφικό ζήτημα καθιστά αναγκαία την έγκαιρη λήψη μέτρων για την ανάσχεση του επερχόμενου αρνητικού σπιράλ στην οικονομία.

Στο εξωτερικό περιβάλλον, η συνέχιση της γεωπολιτικής έντασης και η πιθανή επιβράδυνση των οικονομιών της Βόρειας Ευρώπης, που είναι οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας, θα μπορούσαν να περιορίσουν την εξωτερική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να περιοριστεί η δυνατότητα της χώρας να χρηματοδοτήσει τυχόν πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, που μαζί με τα υφιστάμενα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ακόμη και αν μειωθούν), αποτελούν μια ακόμη σημαντική πρόκληση.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, από 153,7% το 2024 σε 133,4% ως το 2028. Η μείωση αυτή έρχεται σε συνέχεια της δραστικής αποκλιμάκωσης του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, από 207% το 2020 σε 161,9% το 2023, δηλαδή κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες σε διάστημα τριών ετών.

Επιπλέον, για όλη την τετραετία η ελληνική οικονομία θα έχει χαμηλά ελλείμματα, της τάξης του 1% του ΑΕΠ ή και χαμηλότερα από αυτό, δηλαδή σε επίπεδα αρκετά κάτω από τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Η επίδοση αυτή αποτελεί στοιχείο νοικοκυριού, στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης στις αγορές και τους επενδυτές και επιτυγχάνεται σε περίοδο που 8 χώρες της Ε.Ε. (μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο) βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Προβλέπεται επίσης η επίτευξη χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων σε σχέση με την αρχική πρόταση της Ε.Ε., καθώς η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού και της οικονομίας το 2024 πιστοποιεί ότι η ελληνική οικονομία είναι σε θέση (όπως κάνει φέτος) να επιτυγχάνει λογικά πρωτογενή πλεονάσματα που εξασφαλίζουν τη συνέχιση της μείωσης του χρέους. Το μεσοπρόθεσμο προβλέπει τη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο επίπεδο που προβλέπεται ότι θα κλείσει το 2024, δηλαδή στο 2,4% του ΑΕΠ για όλη την τετραετία (με εξαίρεση το 2025 οπότε προβλέπεται 2,5%).

Το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο

Σε ό,τι αφορά το νέο τοπίο για την δημοσιονομική πολιτική στην Ε.Ε., το ΥΠΕΘΟ σημειώνει ότι το Μεσοπρόθεσμο ουσιαστικά αναμορφώνει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Είναι ένας μηχανισμός που ισχύει σε όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. προκειμένου να ελέγχονται τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Ο νέος μηχανισμός που συμφωνήθηκε το Δεκέμβριο του 2023 σταθερά επιδιώκει τον έλεγχο των ελλειμμάτων και του χρέους, εισάγοντας μια νέα μέθοδο, που είναι ο κανόνας του ορίου δαπανών:

Με βάση την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, τα χαρακτηριστικά και τις αντοχές κάθε οικονομίας ξεχωριστά, δίνεται η δυνατότητα συγκεκριμένου ποσοστού αύξησης των δαπανών ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον φαινόμενα κατάρρευσης οικονομιών όπως αυτά που ζήσαμε στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία.

Ο κανόνας αυτός οδηγεί σε αντικυκλική πολιτική, καθώς παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης του ετήσιου ρυθμού αύξησης των δαπανών τόσο σε περιόδους ανάκαμψης, όσο και σε περιόδους επιβράδυνσης.
Κωδικοποιημένα λοιπόν, με βάση τους νέους κοινοτικούς κανόνες:

• Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους: η δημοσιονομική πορεία κάθε χώρας θα προσδιορίζεται βάσει των ιδιαίτερων προκλήσεων που αυτή αντιμετωπίζει όπως αυτές αποτυπώνονται στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
• Μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός: η δημοσιονομική πορεία θα ορίζεται για διάστημα τεσσάρων ετών ώστε να διασφαλίζεται η πτωτική πορεία του λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.
• Κανόνας ορίου δαπανών (net expenditure benchmark): η απαιτούμενη δημοσιονομική πορεία θα μεταφράζεται σε έναν μοναδικό αριθμητικό κανόνα (όριο δαπανών) ενώ καταργούνται λοιποί υφιστάμενοι κανόνες που αφορούν στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και στον ρυθμό μείωσης του χρέους.
• Τιμή αναφοράς του ελλείμματος: το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ όπως προβλέπεται ήδη στην Συνθήκη.

Ο στόχος για τις δημόσιες δαπάνες

Από κει και πέρα, όπως αναφέρεται στο μεσοπρόθεσμο, η κυβέρνηση σε συμφωνία με την Ε.Ε. πέτυχε μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Κομισιόν, προβάλλοντας ως σημαντικότερο επιχείρημα τις καλύτερες από τους στόχους δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας το 2024. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δαπάνες το 2025 θα είναι κατά 700 εκατ. ευρώ υψηλότερες σε σχέση με τον αρχικό στόχο που είχε θέσει η Ε.Ε. και περίπου 1,1 δισ. υψηλότερες το 2026 και κάθε επόμενο έτος.

Δηλαδή συνολικά στην τετραετία το όριο των δαπανών του προϋπολογισμού είναι αυξημένο κατά 4 δισ. ευρώ σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Επιτροπής. Η θετική αυτή εξέλιξη αποτελεί πρακτική απόδειξη, πώς η συνετή δημοσιονομική πολιτική δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για να καλυφθούν δαπάνες πέρα από τις τρεις βασικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν λειτουργικές δαπάνες, δαπάνες για συντάξεις και εθνική άμυνα.

Αναλυτικότερα, και σε ό,τι αφορά τον στόχο των καθαρών πρωτογενών δαπανών, το αποτέλεσμα βελτιώθηκε κατά περίπου 700 εκατ. ευρώ το 2025 και επιπλέον περίπου 400 εκατ. ευρώ το 2026. Ο αυξημένος ρυθμός μεταβολής επιτρέπει την πραγματοποίηση δαπανών υψηλότερες κατά περίπου 700 εκατ. ευρώ το 2025 και περίπου 1,1 δισ. ευρώ το 2026 και κάθε επόμενο έτος, σε σχέση με τον αρχικό στόχο.

Εξαιτίας του καλύτερου αποτελέσματος του 2024 (πρωτογενές πλεόνασμα 2,4%) δεν παραβιάζεται ο στόχος του συνολικού διαθρωτικού αποτελέσματος (≤ -1,5%). Η απαιτούμενη προσαρμογή στο πρωτογενές διαρθρωτικό πλεόνασμα μειώνεται από 0,4% το 2025 και 0,16% τα επόμενα έτη, σε 0,10% από το 2025 και κάθε έτος. Έτσι βελτιώνεται και ο στόχος δαπανών. Λόγω κυρίως της μικρότερης απαιτούμενης προσαρμογής, το πρωτογενές αποτέλεσμα μειώνεται από 2,9% σε 2,5% για το 2025 και από 2,7% σε 2,4% τα επόμενα έτη.

Οι συντάξεις και οι εξοπλισμοί

Με βάση το εκτιμώμενο επίπεδο των πρωτογενών δαπανών του 2024 (100,4 δισ. ευρώ), η ανωτέρω αύξηση συνεπάγεται επιπλέον καθαρές πρωτογενής δαπάνες ετησίως περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2025 και 2026 και περίπου 3,2 δισ. ευρώ το 2027 και 2028. Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, είναι η εκτιμώμενη αύξηση των συντάξεων με βάση τις νέες συνταξιοδοτήσεις και την αύξηση με βάση τον πληθωρισμό και το ΑΕΠ (ειδικά για το 2026 ~1,4 δισ. ευρώ).

Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως υπολογίζεται η συνήθης αύξηση των τακτικών δαπανών των φορέων Γενικής Κυβέρνησης και των υπουργείων με βάση τις αναληφθείς υποχρεώσεις και τον πληθωρισμό (μισθώματα κτιρίων, ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα, συντηρήσεις, δαπάνες διεθνών συμβάσεων και συνεισφορών της χώρας, ετήσια αύξηση της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης κ.λ.π.)

Οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων εκτιμάται να αυξηθούν κατά 0,86 δισ. ευρώ το 2025, επιπλέον 0,48 δισ. ευρώ το 2026, επιπλέον 0,16 δισ. ευρώ το 2027 και να μείνουν σταθερές το 2028.

Συνεπώς διατηρείται ένα δημοσιονομικό περιθώριο ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, για εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής είτε από την πλευρά των δαπανών, είτε από την πλευρά των εσόδων, μεγάλο μέρος των οποίων έχουν εξαγγελθεί.

Τυχόν επιπλέον δαπάνες πάνω από αυτό το όριο, θα πρέπει να αντισταθμίζονται από ενεργητικά μέτρα αύξησης των εσόδων, ενώ τυχόν ενεργητικά μέτρα μείωσης εσόδων, θα πρέπει να αντισταθμίζονται από μείωση δαπανών.

Συγκυριακές αυξήσεις ή μειώσεις εσόδων λόγω του οικονομικού κύκλου (π.χ. μεγαλύτερος ή μικρότερος ρυθμός ανάπτυξης) δεν επηρεάζουν τον δείκτη δαπανών και τον στόχο. Για αυτό είναι σημαντικό να πραγματοποιείται σε συνεχής βάση επισκόπηση δαπανών με στόχο την εξοικονόμηση πόρων προς όφελος των πολιτών.

Διαβάστε ακόμη: