Οι εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να είναι αισιόδοξες, με γνώμονα την δυναμική αύξηση του ΑΕΠ το 2021, την σημαντική αύξηση της απασχόλησης, και την συνακόλουθη βελτίωση της κατανάλωσης. Όλα τα διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα που έχουν δημοσιευτεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Βεβαίως, η δυναμική αυτής της ανάκαμψης θα εξαρτηθεί, πέραν της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να δημιουργεί η εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού, από την ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος και τη διατηρησιμότητα του ιδιωτικού χρέους και της συνολικής ζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, και το ΚΕΠΕ έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά φορέων, οργανισμών και επενδυτικών οίκων, που έχουν αναθεωρήσει προς τα πάνω τις εκτιμήσεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ
Ειδικότερα, το ΚΕΠΕ δημοσιοποίησε τις προβλέψεις για τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, σύμφωνα με τις οποίες, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2021 προβλέπεται στο 7,9% και ο μέσος ρυθμός μεταβολής για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 εκτιμάται στο 8,8%. Οι συγκεκριμένες προβλέψεις αντανακλούν τη σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, η οποία αντικατοπτρίζεται και στους εκτιμώμενους τριμηνιαίους ρυθμούς μεταβολής (ως προς τα αντίστοιχα τρίμηνα του προηγούμενου έτους) για το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2021, που κυμαίνονται στο 11,5% και 6,1%, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η διαφαινόμενη εξισορρόπηση των οικονομικών συνθηκών το 2021 αποτελεί απόρροια της βελτίωσης των επιδημιολογικών δεδομένων και της συνεπαγόμενης βαθμιαίας επαναφοράς της ομαλής λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων από το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Εντούτοις, η τρέχουσα συγκυρία και κατά συνέπεια και οι εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ το 2021 εξακολουθούν να συνοδεύονται από έναν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που δυσχεραίνει συνολικά τη διεξαγωγή βραχυπρόθεσμων προβλέψεων.
Αυτό οφείλεται, πρώτον, στην αδυναμία πρόβλεψης της εξέλιξης της πανδημίας τους επόμενους μήνες σε εγχώριο αλλά και διεθνές επίπεδο και, δεύτερον, στο ότι παραμένει δύσκολη η ποσοτικοποίηση των μέτρων θωράκισης της οικονομίας και των μέτρων πολιτικής με εξέχουσα σημασία, όπως η εκταμίευση και σταδιακή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η προβλεπόμενη πορεία του πραγματικού ΑΕΠ για το 2021 μπορεί να εξελιχθεί περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκά σε σχέση με την ανωτέρω εκτίμηση, αναλόγως με τις επιδράσεις μιας σειράς σημαντικών και δυναμικών παραγόντων, αρκετοί εκ των οποίων εξακολουθούν να συνδέονται άμεσα με την εξέλιξη της πανδημίας.
Το ΚΕΠΕ καταλήγει ότι, το σύνολο των εν λόγω παραγόντων θα καθορίσουν, μεταξύ άλλων, τη δυναμική της ζήτησης και της προσφοράς, τις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας, τις επενδυτικές και αποταμιευτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας και κατ’ επέκταση τα εισοδήματα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Προς τη θετική κατεύθυνση δύνανται να λειτουργήσουν μια ευνοϊκότερη εξέλιξη της πανδημίας, η περαιτέρω στοχευμένη εφαρμογή μέτρων στήριξης, αλλά και η έναρξη υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς την αρνητική κατεύθυνση δύνανται να λειτουργήσουν ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, μια ενδεχόμενη δυσμενής εξέλιξη της πανδημίας προς το τέλος του έτους, οι αναμενόμενες επιπτώσεις των ανατιμήσεων σε τρόφιμα και πρώτες ύλες, καθώς και της αύξησης του μεταφορικού κόστους, και οι όποιες αρνητικές εξελίξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο και στο πεδίο της μετανάστευσης.
Καλά τα νέα από την αγορά εργασίας
Οι προαναφερόμενες ευοίωνες προοπτικές για το 2021 αντανακλώνται στην αξιοσημείωτα θετική πορεία, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021, που παρουσίασαν (σε μη εποχικά και ημερολογιακά διορθωμένη βάση) οι περισσότερες από τις οικονομικές μεταβλητές που ενσωματώνονται στην πρόβλεψη του ΚΕΠΕ. Ειδικά σε ότι αφορά την πορεία της εγχώριας αγοράς εργασίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, θετικά ήταν τα μηνύματα από την ενίσχυση της απασχόλησης συνολικά, στον πρωτογενή και τον τριτογενή τομέα (με εξαίρεση την οριακή πτώση στον δευτερογενή τομέα), αλλά και από την αποκλιμάκωση της ανεργίας σε όρους συνόλου και μακροχρόνια ανέργων (ενώ μικρή αύξηση σημειώθηκε σε όρους νέων ανέργων).
Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας, τον Ιούλιο του 2021, διαμορφώθηκε σε 14,2% έναντι 15,0%, τον Ιούνιο του 2021 και 16,8%, τον Ιούλιο του 2020. Η σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας σε σχέση με πέρυσι επιτεύχθηκε, παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή ειδικών κανόνων λειτουργίας στις επιχειρήσεις και η εφαρμογή μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία επηρέασαν την κανονική λειτουργία της αγοράς.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank, παρά την υποχώρηση του ποσοστού της ανεργίας που σηματοδοτεί ότι η χώρα μας βρίσκεται στον δρόμο προς την ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών . Τον Ιούλιο του 2021, σημειώθηκε βελτίωση του ποσοστού της ανεργίας σε όλες σχεδόν τις χώρες (πλην της Βουλγαρίας), γεγονός που συνάδει με τον υψηλό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, το δεύτερο τρίμηνο του έτους (ΕΕ-27: +13,8%, σε ετήσια βάση).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αισθητή πτώση του ποσοστού της ανεργίας οφείλεται, κυρίως:
- Στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, τα οποία περιελάμβαναν το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και τη ρήτρα μη απόλυσης των εργαζομένων σε πληττόμενες επιχειρήσεις, ώστε οι εργοδότες να λάβουν την κρατική ενίσχυση
- Στην ισχυρή ανάκαμψη του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην πλειονότητα των κλάδων, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2021
- Στην πολύ καλή επίδοση του τουρισμού, πάνω από το αναμενόμενο, που στήριξε τις θέσεις απασχόλησης στον κλάδο των υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Αlpha Bank,η πανδημική κρίση επηρέασε πολύπλευρα την αγορά εργασίας, καθώς, από το ξέσπασμά της και μετά, παρατηρήθηκε -εκτός από τη μείωση της απασχόλησης- πτώση των ωρών εργασίας, αύξηση των απουσιών από την εργασία και της εξ αποστάσεως εργασίας, αλλά και άνοδος του πληθυσμού εκτός του εργατικού δυναμικού. Οι εν λόγω τάσεις, σε γενικές γραμμές και σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του δευτέρου τριμήνου του 2021, έχουν αντιστραφεί.
Η άνοδος των τιμών
Την ίδια ώρα, όμως, στο επίκεντρο των οικονομικών εξελίξεων έχει πρόσφατα επανέλθει το ζήτημα του πληθωρισμού και οι επιπτώσεις του. Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι ιδιαίτερα ορατές στις τιμές της ενέργειας και συγκεκριμένα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς και στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, των πρώτων υλών και των ειδών διατροφής.
Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μεταπανδημική κανονικότητα, ή αποτελεί μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη διασταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο.
Το ζήτημα είναι υπαρκτό, όπως επισημαίνει και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ ο ρυθμός πληθωρισμού ανήλθε τον Ιούλιο στο 6,3%, έναντι 1,2% στις αρχές του έτους και στο 0,4% τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι.
Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 3% (2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον Ιανουάριο του 2021), έναντι αποπληθωρισμού 0,2% τον Αύγουστο του 2020. Στο Ηνωμένο Βασίλειο επίσης τον Αύγουστο ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 3%, παρουσιάζοντας ‒όπως και στην Ευρωζώνη‒ άνοδο 2,1 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των αρχών του έτους.
Πρόσκαιρες ανισορροπίες
Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις των τιμών αντανακλούν τις ασυνήθιστες εξελίξεις που σχετίζονται με την πανδημία και τις πρόσκαιρες ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς-ζήτησης, σε μια περίοδο μάλιστα θετικών προσδοκιών για το επίπεδο της ζήτησης στο άμεσο μέλλον λόγω της αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και της διευκολυντικής πολιτικής κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων.
Εκτός όμως από τις δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων και ειδικότερα της ενέργειας: η τιμή του αργού πετρελαίου έχει αυξηθεί 91% από τον περασμένο Νοέμβριο και 39% από τις αρχές του έτους, ενώ το φυσικό αέριο έχει ανατιμηθεί 64% αντίστοιχα, αυξάνοντας μεταξύ άλλων και το κόστος μεταφοράς, συσκευασίας αλλά και την τιμή διάθεσης των τελικών προϊόντων.
Ανάλογες αυξήσεις τιμών παρατηρούνται και στα βιομηχανικά μέταλλα από τις αρχές του χρόνου, ενώ η κλιματική κρίση επηρεάζει τις σοδειές αυξάνοντας τις τιμές αρκετών αγροτροφίμων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, ο δείκτης τιμών τροφίμων σε ετήσια βάση κυμαίνεται πλέον στις 121,8 μονάδες (αύξηση 24,3% σε σχέση με το 2020), που αποτελεί την υψηλότερη τιμή από το 2012.
Σημαντικές ανατιμήσεις παρατηρούνται τέλος και σε μια σειρά από πρώτες ύλες (π.χ. νικέλιο, κοβάλτιο, λίθιο, χαλκός) που σχετίζονται με την παραγωγή πράσινων τελικών και ενδιάμεσων αγαθών.6 Αν και οι παραπάνω παράγοντες έχουν συμβάλει στην αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, σημαντικό ρόλο σε αυτήν έχουν και οι κερδοσκοπικές επιλογές εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, ειδικά σε μια περίοδο χαμηλών πραγματικών επιτοκίων που πιέζει τις αποδόσεις και την κερδοφορία τους.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής συγκρατημένη, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται σε ετήσια βάση τον Αύγουστο κατά 1,2%7 (έναντι -2,3% το αντίστοιχο περσινό διάστημα), που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη μεταξύ των 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όπως σημειώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Ενέργεια και τρόφιμα
Πιο συγκεκριμένα, στην αύξηση του επιπέδου τιμών τον Αύγουστο, συνέβαλαν σημαντικά οι τιμές της ενέργειας (+0,95 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενες από τις τιμές για τα μη επεξεργασμένα και τα επεξεργασμένα τρόφιμα τα οποία συνέβαλλαν θετικά κατά 0,57 και 0,15 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρόφιμα, επεξεργασμένα και μη, συμβάλλουν θετικά στην άνοδο του επιπέδου τιμών, κατά το τελευταίο τρίμηνο. Αντίθετα, αρνητική ήταν η συμβολή των βιομηχανικών προϊόντων (εξαιρουμένης της ενέργειας), τον Αύγουστο (-0,26 ποσοστιαίες μονάδες), αλλά και των υπηρεσιών (-0,20 ποσοστιαίες μονάδες).
Πόσο υπαρκτός είναι ο πληθωριστικός κίνδυνος
Συμπερασματικά, οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν λόγω:
- Της ραγδαίας αύξησης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που ακολούθησε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας (πληθωρισμός ζήτησης)
- Της αύξησης του κόστους παραγωγής, ως απόρροια των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, με συνέπεια να δημιουργούνται διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς (πληθωρισμός κόστους).
Η αναντιστοιχία μεταξύ αυξημένης ζήτησης και περιορισμών στην προσφορά δημιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι τιμές να παρουσιάζουν αυξητική τάση. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής (ECB staff macroeconomic projections for the euro area, September 2021) είναι ότι η άνοδος του πληθωρισμού συνιστά προσωρινό φαινόμενο.
Παροδική αύξηση
Ποια είναι όμως η θέση της κυβέρνησης; Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, κ. Χρήστο Σταϊκούρα, ότι αν και πράγματι έχει αυξηθεί το επίπεδο προβλεπόμενου πληθωρισμού για τους επόμενους μήνες, η αύξηση που παρατηρούμε στο επίπεδο των τιμών θα είναι παροδική, και σε κάθε περίπτωση ο πληθωρισμός θα παραμείνει κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Κατά συνέπεια, και με βάση τα σημερινά δεδομένα, το φαινόμενο των ανατιμήσεων, αν και σημαντικό και προφανώς δυσάρεστο, δεν αναμένεται να έχει διάρκεια, ούτε και να οδηγήσει σε μόνιμα υψηλότερο πληθωρισμό. Προσθέτει μάλιστα ότι, η παγκόσμια οικονομία βίωσε αντίστοιχη, και μάλιστα εντονότερη, εμπειρία ανατιμήσεων βασικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των τιμών ενέργειας, κατά την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2008), αλλά και κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους (2009-2011).
Και στις δύο περιπτώσεις, οι ανατιμήσεις αποδείχθηκαν προσωρινού χαρακτήρα, και μάλιστα αυτό συνέβη σε περιβάλλον πληθωριστικών προσδοκιών, οι οποίες, όπως προκύπτει από την εξέταση της καμπύλη αποδόσεων εκείνων των περιόδων, ήταν σημαντικά υψηλότερες απ’ ό,τι σήμερα.
Αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που θα καθορίσει τις μελλοντικές εξελίξεις, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών. Αν παρατηρηθεί αποσταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών προσδοκιών, η κυρίαρχη σήμερα εκτίμηση για προσωρινό χαρακτήρα των ανατιμήσεων θα αλλάξει, και τότε θα έχουμε ένα πολύ σοβαρότερο και μονιμότερο πρόβλημα. Είναι λοιπόν καθοριστικής σημασίας, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία δεκαετιών, συγκυριακές ανατιμήσεις να μην οδηγήσουν σε ένα ανοδικό σπιράλ πληθωριστικών προσδοκιών και αυξήσεων τιμών.
Εντούτοις, δεν μπορεί να αγνοηθεί η πιθανότητα διατήρησης των διαταραχών για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενόμενου, γεγονός που θα υποχρέωνε ορισμένες επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή τους, αυξάνοντας περαιτέρω το πληθωριστικό κόστος, εξέλιξη που θα υπονόμευε την αναπτυξιακή διαδικασία.
Επίμονες τάσεις
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι αν και η αποκατάσταση των ανισορροπιών προσφοράς-ζήτησης στις αλυσίδες προμηθειών και η πρόσφατη επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης πιθανά να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει ο κίνδυνος οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις να καταστούν πιο επίμονες.
Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών. Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στον βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποκόπτοντας έτσι σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας που στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης.