Ανατροπές και αλλαγές έφερε ο τελευταίος χρόνος ανάμεσα στους Έλληνες κροίσους, καθώς κάποιοι έβγαλαν και κάποιοι έχασαν δισεκατομμύρια.

Η φετινή λίστα του Forbes με τους 400 πλουσιότερους της Αμερικής δείχνει ότι ο ελληνικής καταγωγής μεγιστάνας της New Balance, Τζιμ Ντέιβις, δεν είναι πια ο πλουσιότερος Έλληνας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Ο επιχειρηματίας, που έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ από Έλληνες γονείς, είδε την περιουσία του να μειώνεται στα 4 δισ. δολάρια, από 6,9 δισ. δολάρια που ήταν πέρυσι, κάτι που τον κατατάσσει στην 271η θέση ανάμεσα στους κροίσους της Αμερικής για φέτος.

Αντίθετα, ο μεγιστάνας των σούπερ μάρκετ, Τζον Κατσιματίδης, αύξησε την περιουσία του από τα 3,7 δισ. δολάρια, στα 4,1 δισ. δολάρια. Και καθώς βρέθηκε στην 261η θέση της λίστας του Forbes, είναι ο πλουσιότερος από τους ελληνικής καταγωγής δισεκατομμυριούχους των ΗΠΑ.

Στην 369η θέση της λίστας του Forbes βρέθηκε ο επίσης ελληνοϊταλικής καταγωγής Τζον Πολ ΝτεΤζόρια, ο οποίος διαθέτει περιουσία 2,9 δισ.  δολαρίων, ως ο ιδρυτής της εταιρείας τεκίλα Patron Spirits Co. αλλά και  της εταιρείας προϊόντων περιποίησης μαλλιών John Paul Mitchell Systems. Ο ΝτεΤζόρια επέστρεψε στη λίστα έπειτα από δύο χρόνια απουσίας.

Όπως επίσης, στη λίστα επέστρεψε μετά από δύο χρόνια και ο Ντιν Μητρόπουλος, γνωστός στις ΗΠΑ από την ικανότητά του να αναβιώνει ξεπεσμένα brands. Με περιουσία 2,7 δισ. δολαρίων, βρέθηκε στην 288η θέση της λίστας.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο Κατσιματίδης δεν είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος με ελληνικές ρίζες στον κόσμο. Σύμφωνα με τη λίστα του Forbes με τους πλουσιότερους του πλανήτη, η οποία δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο, τον τίτλο αυτό κρατά η Βίκυ Σάφρα, αφού η περιουσία των 7,4 δισ. δολαρίων που διαθέτει ξεπερνά εκείνη του Ελληνοαμερικανού μεγιστάνα των σούπερ μάρκετ.

Η Σάφρα, που μένει εδώ και πολλά χρόνια στην Ελβετία, το 2020 κληρονόμησε την τεράστια περιουσία που δημιούργησε ο Βραζιλιάνος τραπεζίτης σύζυγός της και καθώς διαθέτει ελληνικό διαβατήριο, θεωρείται η πλουσιότερη Ελληνίδα.

Ακολουθούν ο Αριστοτέλης Μυστακίδης (3,6 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τη λίστα του Forbes από τον Απρίλιο), ο Φίλιππος Νιάρχος (2,8 δισ. δολάρια) και η οικογένεια του Βαρδή Βαρδινογιάννη (1,4 δισ. δολάρια).

Τζον Κατσιματίδης

Ήταν μόλις έξι μηνών όταν η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Ο πατέρας του, που ήταν φαροφύλακας στη Νίσυρο, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρος και εγκατέστησε την οικογένεια σε ένα τυφλό διαμέρισμα σε κάποια φτωχογειτονιά του Χάρλεμ.

«Ήμασταν φυλακισμένοι εκεί για 20 χρόνια. Στο γκέτο είσαι φυλακισμένος μέχρι να δραπετεύσεις. Εγώ δραπέτευσα», θα έλεγε σε κάποια συνέντευξή του.

Οι πλουσιότεροι Έλληνες: Δεν είναι αυτοί που νομίζετε-1

Όταν μεγάλωνε, στο σπίτι του μιλούσαν μόνο ελληνικά και έτσι ο Τζον πήγε στο νηπιαγωγείο χωρίς να μιλά αγγλικά. Τις πρώτες του λέξεις τις έμαθε βλέποντας παιδικές σειρές σε μια μικρή τηλεόραση.

Ο πατέρας του πίστευε πολύ στη μόρφωση και τον έστειλε στο Ελληνοαμερικανικό Ινστιτούτο της Ζωοδόχου Πηγής στο Μπρονξ. Ο Κατσιματίδης αποφάσισε να σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όμως τα παράτησε πριν να πάρει το πτυχίο του. Χωρίς να το γνωρίζει τότε, ήδη βρει αυτό που θα τον έκανε δισεκατομμυριούχο.

Ως φοιτητής, δούλευε τα απογεύματα σε ένα σούπερ μάρκετ, βγάζοντας 1,10 δολάρια την ώρα. Όταν αποφάσισε να παρατήσει τις σπουδές του για να μπει συνέταιρος στο σούπερ μάρκετ, οι γονείς του εξοργίστηκαν.  «Δεν σε στείλαμε στο πανεπιστήμιο για να γίνεις χαμάλης», του είπε τότε η μητέρα του, και εκείνος θυμάται τη λέξη «χαμάλης» στα ελληνικά μέχρι και σήμερα.

Όμως, έως τα 25 του χρόνια είχε ήδη 10 σούπερ μάρκετ. Έδωσε στα καταστήματά του την ονομασία «Red Apple» γιατί ήθελε ένα όνομα που να θυμίζει αμέσως την Αμερική. Και αποδείχθηκε ικανός επιχειρηματίας εφαρμόζοντας καινοτομίες για την εποχή, όπως το ωράριο λειτουργίας έως αργά το βράδυ και η διανομή κατ΄ οίκον.

Σήμερα, λειτουργεί τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ Gristedes και D’Agostino, διαθέτει ένα πολύ μεγάλο χαρτοφυλάκιο ακινήτων και μια εταιρεία πετρελαίου.

Τζιμ Ντέιβις

Ο αγόρασε μία μικρή εταιρεία παπουτσιών στη Βοστώνη το 1972 και τη μετέτρεψε σε έναν γίγαντα με τζίρο 3,6 δισ. δολαρίων. Ο ίδιος είναι ο πρόεδρος της New Balance και η σύζυγός του, Αν, είναι η αντιπρόεδρος. Η οικογένεια Ντέιβις ελέγχει το 95% της εταιρείας, η οποία δεν μπήκε ποτέ στο χρηματιστήριο.

Η ιστορία της New Balance ξεκινά κάπου στο 1906, όταν ο Βρετανός μετανάστης Γουίλιαμ Ρίλεϊ ιδρύει στη Μασαχουσέτη τη «New Balance Arch Support Company». Με έμπνευση από το πόδι της κότας, που στηρίζεται σε τρία σημεία για να προσφέρει τη μέγιστη ισορροπία, ο Ρίλεϊ ξεκίνησε φτιάχνοντας υποστηρικτικούς πάτους για εκείνους που ήταν αναγκασμένοι να υπομένουν πολλές ώρες ορθοστασίας, πριν να επεκταθεί στα αθλητικά παπούτσια.

Οι πλουσιότεροι Έλληνες: Δεν είναι αυτοί που νομίζετε-2

Η New Balance βρέθηκε στο δρόμο του σημερινού ιδιοκτήτη της κάπως τυχαία. Γεννημένος το 1943 στις ΗΠΑ από Έλληνες γονείς, ο Τζιμ Ντέιβις σπούδασε βιοχημεία στο Middlebury College. «Φιλοδοξούσα να γίνω γιατρός, αλλά συνειδητοποίησα ότι μισούσα το διάβασμα», είχε πει σε κάποια παλιά συνέντευξή του. Έτσι, άρχισε να πουλά εξοπλισμό για εργαστήρια χημείας και βιολογίας, αλλά πολύ σύντομα σκέφτηκε να αγοράσει μια μικρή επιχείρηση. «Η New Balance ήταν η πρώτη που κοίταξα. Όμως απλά την απέρριψα. Είχα κάποιες γνώσεις γύρω από τα αθλητικά είδη, αλλά δεν ήξερα τίποτα από παπούτσια. Ένα χρόνο αργότερα, ήταν ακόμα διαθέσιμη, και έτσι την αγόρασα», θυμόταν ο Ντέιβις.

Ήταν το 1972, ανήμερα της διεξαγωγής του φημισμένου μαραθωνίου της Βοστώνης, όταν συμφώνησε να εξαγοράσει τη New Balance αντί 100.000 δολαρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, την είχε μετατρέψει σε ένα διάσημο brand στην αμερικανική αγορά, με βλέψεις για διεθνή επέκταση. Ασφαλώς, ο Ντέιβις χρωστά πολλά στο καλό timing, καθώς κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η δημοτικότητα του τρεξίματος εκτινάχθηκε. To 1976, η New Balance κυκλοφόρησε το παπούτσι που έμελλε να τη βάλει στο χάρτη, αφού το διάσημο μοντέλο «320» δεν ήταν απλά το πρώτο που έφερε το λογότυπο με το «Ν», αλλά και εκείνο που ξεχώρισε από τη «Βίβλο των δρομέων», το περιοδικό Runner’s World σαν το καλύτερο της εποχής του.

Δίνοντας έμφαση στη φόρμα έναντι της εμφάνισης, ο Ντέιβις φρόντιζε πάντα να δημιουργεί τα καλύτερα δυνατά παπούτσια, προκειμένου να τα πουλήσει στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Κάπως έτσι, το 1982 κυκλοφόρησε το «990», το πιο τεχνολογικά προηγμένο αλλά και ακριβό αθλητικό που είχε πουληθεί έως εκείνη τη στιγμή. Ως το πρώτο παπούτσι που έσπασε το φράγμα των 100 δολαρίων, το «990» έγινε ένας θρύλος της βιομηχανίας των αθλητικών ειδών.

Ο Ντέιβις αρνούνταν πάντα να σπονσοράρει αθλητές ή να ακολουθήσει τις τάσεις της μόδας, ωστόσο τα παπούτσια της New Balance απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές και βρέθηκαν κατά καιρούς ανάμεσα στα αγαπημένα των fashionistas. Ο Μπιλ Κλίντον φορούσε πάντα τα «1500» του όταν έβγαινε για τρέξιμο και ο Στιβ Τζομπς δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τα «992» του. Η New Balance δώρισε στον Μπαράκ Ομπάμα ένα ζευγάρι γκρι «990», κεντημένα με το όνομά του και με ευκρινή τη φράση «Handmade in the United States», λίγο πριν από την επανεκλογή του.