Η ουκρανική κρίση μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε ανασχεδιασμό των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η γεωπολιτική ασφάλεια και η ενεργειακή ανεξαρτησία της Ε.Ε. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα προκαλέσει αλλαγή του τρόπου προμήθειας ενέργειας για την Ε.Ε., ώστε να εξαλείψει την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και το πετρέλαιο, έως το 2027, όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank.
Σύμφωνα με το Σχέδιο REPowerEU, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να προσφύγει, άμεσα, σε εναλλακτικές πηγές όπως το Liquefied Natural Gas (LNG) και σε προμηθευτές εκτός της Ρωσίας, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργήσει ευκαιρίες για την Ελλάδα επαναπροσδιορίζοντας τις πύλες εισόδου προς όφελος της. Παράλληλα, αναμένεται, μεσοπρόθεσμα, η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και η επιτάχυνση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πεδίο στο οποίο η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, εξαιτίας της υψηλής μέσης ηλιοφάνειας και της γεωμορφίας της.
Επιπρόσθετα, η ανάγκη για γεωπολιτική ασφάλεια θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα συγκριτικά ελκυστικότερο επενδυτικό προορισμό και, καθώς αναπροσαρμόζονται τα διεθνή χαρτοφυλάκια, να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις και να ενισχύσει μακροπρόθεσμα τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, σε ό,τι αφορά στα δημητριακά, υπάρχει δυνατότητα η Ελλάδα να στραφεί σε εναλλακτικές αγορές, ενώ, σύμφωνα με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, γίνονται ενέργειες για την ενίσχυση των καλλιεργειών, π.χ. ένταξη στις συνδεδεμένες ενισχύσεις για το καλαμπόκι και το μαλακό σιτάρι.
Ο πληθωρισμός, ο πόλεμος στην Ουκρανία, και τα μέτρα στήριξης
Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, η ταχεία ανάκαμψη από την πανδημική κρίση το 2021 συνοδεύτηκε από την αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων οι οποίες σχετίζονταν με:
(i) την έντονη πτώση του επιπέδου τιμών, κατά το πρώτο έτος της πανδημίας (επιδράσεις βάσης),
(ii) τη δυναμική αναθέρμανση των οικονομιών, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων,
(iii) τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και
(iv) την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ορισμένους κλάδους.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μεταβάλλει βιαίως τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης καθιστώντας αδύνατη την έστω και σταδιακή επιστροφή στην ασθενή προπανδημική πληθωριστική δυναμική. Ο πόλεμος στην Ευρώπη επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας, πρωτίστως, μέσω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία σε συνδυασμό με την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές, έχει αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στο κόστος παραγωγής και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όσο και στο διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Λόγω του πολέμου, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναμένεται βραχυπρόθεσμα να αντιμετωπίσουν υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη από την αναμενόμενη, καθώς, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή. Συγκεκριμένα, εισάγεται πάνω από το 80% της ακαθάριστης διαθέσιμης ποσότητας ενέργειας, κυρίως για πετρέλαιο, προϊόντα διύλισης πετρελαίου και φυσικό αέριο, με το 8%, το 43% και το 44%, αντίστοιχα, να εισάγεται από τη Ρωσία.
Για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ανόδου του επιπέδου τιμών, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα νέα μέτρα στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνολικού ύψους ευρώ 1,7 δισ. που περιλαμβάνουν: αύξηση της επιδότησης του ηλεκτρικού ρεύματος, επιδότηση καυσίμων, καταβολή πρόσθετων επιδομάτων παιδιού, ενίσχυση χαμηλοσυνταξιούχων, αύξηση της περιόδου αποπληρωμής των επιστρεπτέων προκαταβολών, μείωση του ΕΝΦΙΑ, κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο γεωργικό πετρέλαιο, μείωση του συντελεστή ΦΠΑ για τα λιπάσματα κ.λπ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα με την άνοδο των τιμών
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) αυξήθηκε, τον Φεβρουάριο, κατά 6,3% σε ετήσια βάση έναντι αντίστοιχης περυσινής πτώσης κατά 1,9%, ενώ σημείωσε αύξηση και σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, κατά 0,9%. Από τις επιμέρους κατηγορίες, τις μεγαλύτερες αυξήσεις σημείωσαν η στέγαση (+26,3% σε ετήσια βάση), οι μεταφορές (+8,8% σε ετήσια βάση) και η διατροφή και τα μη αλκοολούχα ποτά (+7,2% σε ετήσια βάση).
Οι πρώτες δύο ομάδες αγαθών και υπηρεσιών περιλαμβάνουν προϊόντα που εμπίπτουν στον ΕνΔΤΚ-Ενέργεια, ο οποίος κατέγραψε, τον Φεβρουάριο, ετήσια αύξηση ύψους 44%. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι, τον Φεβρουάριο, οι ΕνΔΤΚ στέγαση, μεταφορές και διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά υπερέβησαν τους αντίστοιχους δείκτες του 2019 κατά 22,5%, 6,2% και 6,7%, αντίστοιχα.
Σε επίπεδο προϊόντων, αξιοσημείωτες αυξήσεις σημειώθηκαν, τον περασμένο μήνα, στο αλεύρι και τα δημητριακά (10,7% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 3,6%, αντίστοιχα, τον Φεβρουάριο του 2021), τον ηλεκτρισμό (71,4%, από -0,9%, τον ίδιο μήνα πέρυσι), το φυσικό αέριο (78,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης, τα καύσιμα και τα λιπαντικά (28,7%, συνολικά, σε ετήσια βάση, από -6,2%, πέρυσι). Επιπλέον, σημαντική άνοδο κατέγραψαν, τον Φεβρουάριο, οι τιμές σε έλαια και λίπη (16,8%), λαχανικά (15,1%) αλλά και αεροπορικά εισιτήρια (22,5%) και υπηρεσίες καταλυμάτων (11,3%).
Η άνοδος των τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, έχει ξεκινήσει ήδη από την άνοιξη του 2021, με τους ρυθμούς μεταβολής να βαίνουν, σε γενικές γραμμές, αύξοντες. Ειδικότερα για το φυσικό αέριο σημειώνεται ότι οι ετήσιες αυξήσεις ξεπέρασαν το 100%, από τον Σεπτέμβριο του 2021, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022.
Τον Φεβρουάριο, η άνοδος ήταν ελαφρώς πιο ήπια, υπερβαίνοντας, ωστόσο, την αντίστοιχη άνοδο του ΕνΔΤΚ – φυσικό αέριο, στην ΕΕ-27 (42%). Σε ό,τι αφορά στο αλεύρι και τα δημητριακά αλλά και στον ηλεκτρισμό, οι τιμές κινήθηκαν ανοδικά, κατά τους τελευταίους τέσσερις και πέντε μήνες, αντίστοιχα, με τις ετήσιες μεταβολές να είναι εντονότερες τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία για τις τιμές διαπραγμάτευσης των προϊόντων ενέργειας στις διεθνείς αγορές, η τιμή του πετρελαίου ξεπέρασε τα 100 δολάρια ανά βαρέλι από το τέλος Φεβρουαρίου και μετά -για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2014-, φθάνοντας τα 115,5 δολάρια ανά βαρέλι στις 22 Μαρτίου.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον χρηματιστηριακό δείκτη του ευρωπαϊκού hub TTF, ο οποίος είναι δείκτης αναφοράς για την Ευρώπη, η τιμή του φυσικού αερίου ανήλθε στα Ευρώ 154,8 ανά μεγαβατώρα, κατά μέσο όρο, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, που αποτελεί ιστορικά υψηλή τιμή . Σημειώνεται ότι, το 2021, η τιμή του φυσικού αερίου, σύμφωνα με τον εν λόγω δείκτη, διαμορφώθηκε, κατά μέσο όρο, σε Ευρώ 47 ανά μεγαβατώρα, έναντι Ευρώ 9,6, το 2020.
Αναφορικά με τα εμπορεύματα, οι τιμές που έχουν καταγράψει το σιτάρι και τα βασικά μέταλλα, από τον Φεβρουάριο και μετά, ήταν οι υψηλότερες διαχρονικά (στοιχεία από το 2011). Από το σύνολο των εισαγωγών της Ελλάδας το 2021, περίπου το 1/4 αφορούσε σε προϊόντα ενέργειας (16% αργό πετρέλαιο, 6% προϊόντα διύλισης πετρελαίου και 4% φυσικό αέριο), το 3% βασικά πολύτιμα μέταλλα και άλλα μη σιδηρούχα μέταλλα1, ενώ το 1% στα δημητριακά (εκτός ρυζιού), τα όσπρια και τους ελαιούχους σπόρους. Το 44% των εισαγωγών φυσικού αερίου προήλθε από τη Ρωσία και το 21% από τις ΗΠΑ, ενώ το 63% του αργού πετρελαίου η Ελλάδα το εισήγαγε κατά το προηγούμενο έτος από το Ιράκ (42%) και το Καζακστάν (21%).
Οι εισαγωγές από τη Ρωσία διαμορφώθηκαν, αντίστοιχα, στο 8% επί του συνόλου των εισαγωγών αργού πετρελαίου . Σε ό,τι αφορά στα βασικά πολύτιμα μέταλλα και άλλα μη σιδηρούχα μέταλλα, η Ρωσία είναι ο κύριος εξαγωγέας της Ελλάδας με μερίδιο 21%. Τέλος, το μεγαλύτερο μερίδιο εισαγωγών δημητριακών στην Ελλάδα, το 2021, κατείχε η Βουλγαρία (32,9% επί του συνόλου), ενώ ακολούθησε η Ρωσία (13,4%), η Βραζιλία (7,4%) και οι ΗΠΑ (6,7%).