Το 2023 ήταν ακόμη ένα έτος γεωπολιτικών αναταράξεων, ενώ η παγκόσμια οικονομία παρέμεινε σε τροχια επιβράδυνσης, αν και αποδεικνύεται ανθεκτικότερη σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν στην αρχή του έτους.
Σύμφωνα όμως με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), παρατηρείται σημαντική ανομοιομορφία στις οικονομικές εξελίξεις.
Συγκεκριμένα, η οικονομική δραστηριότητα εξασθενεί στις ανεπτυγμένες οικονομίες και κυρίως στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες εμφανίζουν οριακή μόνο υποχώρηση.
Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, η σταδιακή απόσυρση της δημοσιονομικής στήριξης, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός, αν και μειούμενος, το υψηλό χρέος, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός και η εκ νέου αύξηση της αβεβαιότητας από τον Οκτώβριο λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή επιδρούν αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα και στις προσδοκίες.
Επίσης, ο παγκόσμιος πληθωρισμός, αν και συνεχίζει να υποχωρεί ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής και της υποχώρησης των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων, παραμένει σε υψηλά επίπεδα και οι δευτερογενείς επιδράσεις φαίνεται ότι ενσωματώνονται σταδιακά στον πυρήνα του.
Η έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα, η διάβρωση των πραγματικών εισοδημάτων από τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης δανείων ενδέχεται να εξακολουθήσουν να έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα το 2024.
Οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες
Από την άλλη, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν σοβαροί.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η όξυνση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, η αυξημένη μεταβλητότητα στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων και η περαιτέρω κάμψη του διεθνούς εμπορίου θα ενισχύσουν το δίπτυχο χαμηλότερης ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, επιτείνοντας τον κίνδυνο για ενίσχυση των πληθωριστικών προσδοκιών και διατήρηση των βασικών επιτοκίων σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας αποκτά περισσότερο διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και το ενδεχόμενο επιδείνωσης της κρίσης στην εκεί αγορά ακινήτων εγκυμονεί κινδύνους για την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Η περαιτέρω χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ζήτηση, τα δημόσια οικονομικά και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια αντιμετώπισης των κρίσεων έχουν εξαντληθεί σε πολλές οικονομίες και το δημόσιο χρέος και το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησής του καθιστούν αναγκαία την άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής για την αποφυγή του κινδύνου απώλειας της εμπιστοσύνης.
Παράλληλα, σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον όπου ο υποκείμενος πληθωρισμός παραμένει υψηλός, μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς και μικρότερη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων συνεπάγονται πιο επίμονο πληθωρισμό, ισχυρότερη αντίδραση της νομισματικής πολιτικής και χαμηλότερη ανάπτυξη.
Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η παγκόσμια οικονομία διέρχεται φάση ομαλής προσγείωσης, επιδεικνύοντας μεγάλη ανθεκτικότητα στην τριπλή κρίση (πανδημική, ενεργειακή και κόστους διαβίωσης), ενώ ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού υποχώρησε μετά τις καίριες παρεμβάσεις της οικονομικής πολιτικής. Ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι θα επιβραδυνθεί από 3,5% το 2022 σε 3,0% το 2023 και σε 2,9% το 2024, εν μέσω σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ μεγάλων οικονομιών.
Η ολοκλήρωση του κύκλου μεταπανδημικής ανάκαμψης των υπηρεσιών, οι αυστηρότερες νομισματικές συνθήκες για την αποφυγή εδραίωσης πληθωριστικών προσδοκιών, καθώς και οι συνέπειες της πρωτοφανούς ανόδου των διεθνών τιμών ενέργειας του προηγούμενου έτους, έχουν σημαντική επίπτωση στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα.
Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ των προηγμένων οικονομιών αναμένεται, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να επιβραδυνθεί από 2,6% το 2022, σε 1,5% το 2023 και 1,4% το 2024, ενώ για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες προβλέπεται οριακή υποχώρηση από 4,1% το 2022 σε 4,0% το 2023 και το 2024. Κατά τη διάρκεια του 2023 η κλιμάκωση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η ασθενέστερη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και η σχετική ενίσχυση της ζήτησης υπηρεσιών έναντι αγαθών έκαμψαν το διεθνές εμπόριο.
Παράλληλα, η ισχυρή ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ κατά το προηγούμενο έτος συνέβαλε στην περαιτέρω εξασθένηση των διεθνών εμπορικών ροών. Παρά την εξομάλυνση των προβλημάτων στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ενισχύθηκαν οι περιορισμοί στο διεθνές εμπόριο σε σύγκριση με τα προπανδημικά επίπεδα, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της μεγέθυνσής του σε ιστορικά χαμηλούς ρυθμούς.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, o όγκος του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθεί μόλις κατά 0,9% το 2023 έναντι 5,1% το 2022, ενώ το 2024 προβλέπεται ότι θα ενισχυθεί κατά 3,5%.
Η πορεία του πληθωρισμού διεθνώς
Την ίδια ώρα, ο παγκόσμιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 5,3% το β΄ τρίμηνο του 2023, χαμηλότερος κατά το ήμισυ σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2022, οπότε είχε κορυφωθεί στο 11,6%. Η υποχώρηση του γενικού πληθωρισμού, η οποία αποδείχθηκε βραδύτερη των προσδοκιών, οφείλεται στην αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας και σε μικρότερο βαθμό των τροφίμων.
Ο πυρήνας του παγκόσμιου πληθωρισμού υποχώρησε επίσης, αλλά με βραδύτερο ρυθμό έναντι του γενικού πληθωρισμού, και το β΄ τρίμηνο του 2023 διαμορφώθηκε στο 4,9% από το μέγιστο 8,5% που είχε καταγραφεί το β΄ τρίμηνο του 2022.
Οι κύριοι παράγοντες που διατηρούν τον πυρήνα του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα διαφέρουν σημαντικά από τη μία οικονομία στην άλλη, αλλά κατά βάση εντοπίζονται τόσο στην πλευρά της συνολικής ζήτησης (στενότητα στην αγορά εργασίας, έκτακτες δημοσιονομικές ενισχύσεις την περίοδο της πανδημίας κ.λ.π.) όσο και στην πλευρά της προσφοράς, λόγω της σταδιακής μετακύλισης του αυξημένου κόστους πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών.
Η κερδοφορία των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά τα δύο προηγούμενα έτη, καθώς οι τελικές τιμές αυξήθηκαν ταχύτερα από τους μισθούς. Από το 2023 ωστόσο το κόστος εργασίας αυξάνεται ταχύτερα, ιδίως στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα υποχωρήσει από 8,7% το 2022, σε 6,9% το 2023 και σε 5,8% το 2024, υποβοηθούμενος από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την υποχώρηση των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων, με την αποκλιμάκωση να είναι ταχύτερη στις ανεπτυγμένες οικονομίες σε σχέση με τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Οι εξελίξεις στην ευρωζώνη
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ανάκαμψη της οικονομίας της ευρωζώνης επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2023.Πιο συγκεκριμένα, το γ΄ τρίμηνο του 2023 το ΑΕΠ της ευρωζώνης μειώθηκε κατά 0,1% έναντι του προηγούμενου τριμήνου, εξαιτίας της αρνητικής συμβολής των αποθεμάτων. Αντίθετα, η συμβολή της εγχώριας ζήτησης ήταν θετική, ενώ η συμβολή των καθαρών εξαγωγών ήταν αμελητέα.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2023), το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,6% το 2023, έναντι 3,4% το 2022, κυρίως λόγω της χειροτέρευσης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και της χαμηλής εμπιστοσύνης των καταναλωτών.
Για το 2024 προβλέπεται ότι το ΑΕΠ θα ανακάμψει μερικώς και θα αυξηθεί κατά 0,8%, αντανακλώντας την ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων, λόγω της αναμενομένης πτώσης του πληθωρισμού και της αύξησης των μισθών, και τη σταδιακή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης.
Αντίθετα, η προηγούμενη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η άρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης θα περιορίσουν την αναπτυξιακή δυναμική.
Οι χαμηλότερες διεθνείς τιμές της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων έναντι του 2022, η εξομάλυνση των προβλημάτων στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και η μείωση της εγχώριας ζήτησης, εν μέρει ως αποτέλεσμα της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Ταυτόχρονα, η ανατίμηση του ευρώ αποδυνάμωσε τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Τον Νοέμβριο του 2023 ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη σημείωσε νέα πτώση στο 2,4% από 2,9% τον Οκτώβριο και από 10,1% τον Νοέμβριο του 2022.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2023), ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη, μετρούμενος με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), θα διαμορφωθεί σε 5,4% το 2023, από 8,4% το 2022. Θα υποχωρήσει περαιτέρω σε 2,7% το 2024, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση του πληθωρισμού των τροφίμων, ενώ ο πληθωρισμός της ενέργειας θα σημειώσει πρόσκαιρη αύξηση εν μέσω άρσης των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Ο πληθωρισμός θα παραμείνει ωστόσο πάνω από το στόχο της ΕΚΤ (2%), καθώς η αύξηση του κόστους εργασίας θα διατηρήσει τον πληθωρισμό χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής σε υψηλά επίπεδα, δηλαδή στο 5,0% το 2023 και 2,7% το 2024, από 3,9% το 2022.
Οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής
Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι, ακολουθώντας την τακτική των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα βασικά επιτόκια τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και το Σεπτέμβριο του 2023, κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά, ενώ τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο του 2023 τα διατήρησε αμετάβλητα.
Σημειώνεται επίσης ότι στη συνεδρίαση του Ιουλίου 2023 το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να ορίσει το επιτόκιο των υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε 0%, με ισχύ από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2023.
Ειδικότερα, το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τόσο ο καταγραφόμενος πληθωρισμός όσο και ο πυρήνας του πληθωρισμού παρουσίασαν αποκλιμάκωση, λόγω της βελτίωσης των συνθηκών προσφοράς, των μειώσεων των τιμών της ενέργειας στο πρόσφατο παρελθόν, της άμβλυνσης των πιέσεων στις τιμές χονδρικής και του περιορισμού της συνολικής ζήτησης. Ακόμη όμως ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων και, δευτερευόντως, των υπηρεσιών διατηρείται υψηλός.
H ανεργία σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα
Οι συνθήκες στις αγορές εργασίας εξακολούθησαν να είναι ευνοϊκές, με την ανεργία σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και με άνοδο της απασχόλησης, ενώ οι μισθολογικές αυξήσεις, παρότι υποχώρησαν ελαφρά, παραμένουν σημαντικά υψηλότερες από το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας και αποτελούν πλέον αξιόλογο παράγοντα δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.
Οι περισσότεροι δείκτες μακροπρόθεσμων πληθωριστικών προσδοκιών έλαβαν τιμές γύρω στο 2%, ενώ κάποιοι από αυτούς τους δείκτες εμφάνισαν άνοδο που πρέπει να παρακολουθείται στενά.
Ως επακόλουθο της αυστηροποίησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, το κόστος άντλησης διαθεσίμων εκ μέρους των τραπεζών σημείωσε άνοδο, οδηγώντας σε αύξηση των επιτοκίων στα επιχειρηματικά και τα στεγαστικά δάνεια. Η εξέλιξη αυτή συνετέλεσε σε επιβράδυνση του ρυθμού επέκτασης της τραπεζικής χρηματοδότησης τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά.
Σε συνέπεια με την επιβράδυνση αυτή και με τον περιορισμό του ύψους του ενεργητικού του Ευρωσυστήματος, ο ρυθμός μεταβολής της προσφοράς χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) υποχώρησε σημαντικά και διαμορφώθηκε σε αρνητικά επίπεδα.
Δυνατότητα αναπροσαρμογής
Ο βαθμός και η διάρκεια της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ προσδιορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ με βάση τις προοπτικές του πληθωρισμού, όπως αυτές τεκμαίρονται από τις εξελίξεις των οικονομικών και των νομισματοπιστωτικών μεγεθών, καθώς επίσης και με βάση τις εκτιμήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου όσον αφορά στη δυναμική του πληθωρισμού και το μέγεθος της επίδρασης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο διατηρεί τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει όλα τα μέσα νομισματικής πολιτικής που προβλέπονται από το καταστατικό της ΕΚΤ, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει μεσοπρόθεσμα στο στόχο και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Η θέση της Ελλάδας
Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο περιβάλλον, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και των αυξημένων χρηματοπιστωτικών κινδύνων αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ορόσημο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Πιο αναλυτικά, η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Η αναβάθμιση αυτή αποτελεί πολύ σημαντική εξέλιξη, διότι μετριάζει τις επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με θετικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η σταθερά βελτιούμενη δημοσιονομική θέση της χώρας με την πολύ σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που είχε ως αποτέλεσμα την επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης για το 2023.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να λειτουργήσει εφησυχαστικά, καθώς η διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών της Ευρωζώνης. Συνεπώς απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.
Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων θα οδηγήσει στην ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, ακόμη και όταν υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο επίπεδο του μεσοπρόθεσμου στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Συνέχεια μεταρρυθμίσεων
Παράλληλα, θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων που θα στηρίξουν την αύξηση των επενδύσεων και θα προωθήσουν επίσης την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
Η εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την αποτελεσματική καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την άρση των στρεβλώσεων που παραμένουν στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και που οδηγούν σε ολιγοπωλιακές δομές σε αρκετούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και, μαζί με την άνοδο των επενδύσεων, θα οδηγήσουν σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.