Οι εφετινές εκτεταμένες και πρωτόγνωρες φυσικές καταστροφές, με τις πυρκαγιές να κατακαίουν τεράστιες εκτάσεις δασών, αλλά και περιουσίες, αλλά και με τις πρωτοφανείς σε ένταση πλημμύρες, έθεσαν εκ των πραγμάτων, ένα ακόμα μείζον ζήτημα.
Αντέχει η ελληνική ασφαλιστική αγορά να ανταπεξέλθει στον τεράστιο όγκο των αποζημιώσεων που καλείται να καταβάλλει, υπάρχουν διαθέσιμα τα αναγκαία κεφάλαια, ώστε να δοθούν έγκαιρα στους δικαιούχους, στην προσπάθειά τους να ξαναστήσουν τις περιουσίες τους;
Παράγοντες του ασφαλιστικού κλάδου, διαβεβαιώνουν ότι η εγχώρια ασφαλιστική αγορά “μπορεί να σηκώσει” το μεγάλο αυτό βάρος, που ακόμα δεν έχει οριστικοποιηθεί, καθώς μόλις προχθές είχαμε το νέο κύμα κακοκαιρίας και πλημμυρών σε όλη την περιφέρεια Θεσσαλίας και ειδικότερα στην πόλη και τα περίχωρα του Βόλου και σε χωριά της Καρδίτσας και των Τρικάλων.
Βασίζουν την αισιόδοξη αυτή άποψή τους, που ευχής έργο είναι να επιβεβαιωθεί και να μην υπάρξουν βαριά τραύματα στον κλάδο, με πιθανές χρεοκοπίες, στο γεγονός ότι η ελληνική ασφαλιστική αγορά εμφανίζει από τους υψηλότερους δείκτες φερεγγυότητας στην Ευρώπη και υπάγεται στο αυστηρότερο πλαίσιο ελέγχου του Χρηματοπιστωτικού Τομέα στον κόσμο.
Ειδικότερα, οι ίδιοι παράγοντες επισημαίνουν ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες διαθέτουν σχεδόν διπλάσια κεφάλαια από τα απαιτούμενα από τη νομοθεσία, με δείκτη φερεγγυότητας από τους υψηλότερους στη Ευρώπη, στο 184,6% σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ταυτόχρονα, λειτουργούν κάτω από ένα αυστηρό ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο, με βάση τους κανόνες του Solvency II και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορούν να ανταποκριθούν στους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Τα προαναφερόμενα, εφόσον φυσικά ισχύουν οι αυστηροί έλεγχοι, αποτελούν εχέγγυα για την υγεία του κλάδου.
Αλλά, επειδή ο ασφαλιστικός κλάδος έχει βεβαρυμμένο παρελθόν, το θέμα είναι αν πράγματι τηρείται η νομοθεσία του Solvency II, που είναι εξαιρετικά αυστηρή, ώστε η πιθανότητα πτώχευσής τους, τουλάχιστον να περιοριστεί.
Ένα πολύ σοβαρό, επίσης, θέμα είναι αυτό της διασποράς του κινδύνου, δηλαδή κατά πόσο (και πόσο) οι ασφαλιστικές εταιρείες μεταφέρουν μέρος του κινδύνου που αναλαμβάνουν με τα συμβόλαιά τους, σε εταιρείες αντασφάλισης.
Και ναι μεν το κόστος ενός καταστροφικού σεισμού θα καλυφθεί από ελληνικές ασφαλιστικές, αλλά και από ξένους αντασφαλιστές, αλλά το κόστος από τέτοιας έκτασης καταστροφές που έχουν χτυπήσει τη χώρα τους τελευταίους μήνες και ειδικά των πλημμυρών, ουδείς γνωρίζει αν οι ασφαλιστικές εταιρείες τις είχαν προβλέψει και αντασφαλίσει, ώστε να είναι σε θέση να μοιραστούν περίπου το κόστος των αποζημιώσεων τους.
Βέβαια, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σε συνεργασία με τους αντασφαλιστές τους παγκοσμίως, μελετούν τα δεδομένα και τις οικονομικές απώλειες που συνδέονται με το κλίμα και τα φυσικά φαινόμενα γενικά, αναπτύσσοντας εργαλεία και μοντέλα για να προετοιμαστούν για τις μελλοντικές φυσικές καταστροφές.
Το θέμα είναι αν οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες και οι θυγατρικές των ξένων ομίλων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, αν είναι πράγματι σε θέση με τα κεφάλαιά τους να καλύψουν τον τεράστιο όγκο των αποζημιώσεων ή θα πρέπει να καταφύγουν σε όποια πρόσφορα μέσα κεφαλαιακής ενίσχυσής τους, πράγμα το οποίο, όπως μαθαίνουμε, ήδη συζητείται ευρέως στον κλάδο.