Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, από τις αρχές του 2021 υπήρξε σημαντική άνοδος του δείκτη για τις τιμές των εισαγωγών στη βιομηχανία, καθώς και του δείκτη τιμών εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), στο βαθμό που οι υψηλότερες τιμές των εισαγωγών αυξάνουν το κόστος των εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εγχώριων αγαθών, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να μετακυλήσουν (pass-through) μέρος του αυξημένου κόστους στις τιμές παραγωγής (output prices) προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους, προκαλώντας έτσι πληθωριστικές πιέσεις.
Όσον αφορά τον τομέα των υπηρεσιών, η δραστηριότητά του στην Ελλάδα επεκτάθηκε σημαντικά μετά τη χαλάρωση των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία . Παρόλο που στον τομέα των υπηρεσιών δεν υπήρξαν πληθωριστικές πιέσεις μέχρι τα μέσα του 2021 λόγω της παρουσίας περιοριστικών μέτρων, τα σχετικώς υψηλά περιθώρια κέρδους (markups) στον τομέα των υπηρεσιών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση, εγείρουν ανησυχίες για ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις στο μέλλον.
Ειδικότερα, εξετάζονται τα ακόλουθα σενάρια: (α) μια προσωρινή διαταραχή η οποία αυξάνει τον πληθωρισμό του δείκτη τιμών των εισαγωγών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (ποσ. μον.) και (β) μια προσωρινή διαταραχή που αυξάνει τον πληθωρισμό του δείκτη τιμών στον τομέα των υπηρεσιών κατά 1 ποσ. μονάδα. Για να ληφθεί υπόψη η αβεβαιότητα που περιβάλλει την εμμονή (persistence) των προσδιοριστικών παραγόντων του πληθωρισμού, η ανάλυση εξετάζει τις επιδράσεις για διαφορετικούς βαθμούς εμμονής των παραπάνω διαταραχών.
Οι επιδράσεις των ανατιμήσεων στην οικονομία
Μέσα από την ανάλυση η ΤτΕ φτάνει σε κάποιες βασικές διαπιστώσεις, όπως:
Πρώτον, οι υψηλότερες τιμές των εισαγωγών οδηγούν σε αύξηση του κόστους παραγωγής των εγχωρίως παραγόμενων καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών, γεγονός που ωθεί τις επιχειρήσεις να θέσουν υψηλότερες τιμές, με αποτέλεσμα την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Όσον αφορά το βαθμό μετακύλισης στις εγχώριες τιμές την περίοδο που λαμβάνει χώρα η διαταραχή (impact period), εκτιμάται ότι μια αύξηση του πληθωρισμού του δείκτη τιμών εισαγωγών κατά 1 ποσ. μον. οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού του εγχώριου ΔΤΚ και του αποπληθωριστή του ΑΕΠ κατά 0,147 και 0,1 ποσ. μον. Αντίστοιχα.
Δεύτερον, όσον αφορά την επίδραση στο ΑΕΠ, οι μεγαλύτερες απώλειες παρατηρούνται μεσοπρόθεσμα, καθώς βραχυπρόθεσμα οι δυσμενείς επιπτώσεις περιορίζονται από: (α) την παρουσία ακαμψιών στις εγχώριες τιμές (price rigidities), που έχουν ως αποτέλεσμα οι αυξήσεις των τιμών των εισαγωγών να μετακυλίονται σταδιακά και ατελώς στις εγχώριες τιμές, και (β) ένα αποτέλεσμα υποκατάστασης των εισαγωγών (import substitution effect).
Πιο συγκεκριμένα, τα εισαγόμενα αγαθά είναι ακριβότερα στη βραχυχρόνια περίοδο, γεγονός που οδηγεί σε στροφή των δαπανών προς τα εγχωρίως παραγόμενα καταναλωτικά και επενδυτικά αγαθά και περιορίζει τις αρνητικές επιδράσεις στην εγχώρια ζήτηση και το ΑΕΠ. Μεσοπρόθεσμα, η μετακύληση των τιμών των εισαγωγών στις εγχώριες τιμές αυξάνεται και επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση για κατανάλωση, επενδύσεις και εξαγωγές, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να μειώνεται. Ειδικότερα, το πραγματικό ΑΕΠ μειώνεται κατά περίπου 0,02% και 0,06% μετά από τέσσερα και οκτώ τρίμηνα αντίστοιχα.
Τρίτον, ο βαθμός εμμονής της αύξησης των τιμών των εισαγωγών είναι καθοριστικής σημασίας για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις. Όσο πιο επίμονος είναι ο πληθωρισμός των τιμών εισαγωγών (βλ. σενάριο υψηλής εμμονής), τόσο μεγαλύτερες είναι οι απώλειες του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Η διατήρηση του πληθωρισμού των εισαγωγών κατά ένα επιπλέον τρίμηνο σε σχέση με το βασικό σενάριο προκαλεί πρόσθετη σωρευτική απώλεια του ΑΕΠ ίση με περίπου 0,14% κατά τα πρώτα οκτώ τρίμηνα. Αυτό οφείλεται στο ότι η μετακύληση της αύξησης των τιμών των εισαγωγών στις εγχώριες τιμές είναι υψηλότερη σε σχέση με το βασικό σενάριο, οδηγώντας σε μεγαλύτερη μείωση της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών στη μεσοχρόνια περίοδοι.
Απαραίτητη η μείωση του κόστους παραγωγής
Τα ευρήματα της ανάλυσης υποδηλώνουν ότι, εάν συνεχιστεί ο παρατηρούμενος πληθωρισμός στις τιμές των εισαγωγών στην Ελλάδα, είναι πιθανόν να οδηγήσει τις εγχώριες επιχειρήσεις να μετακυλήσουν το υψηλότερο κόστος στις τιμές καταναλωτή προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους, προκαλώντας περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις. Ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα φαίνεται να είναι περιορισμένες βραχυπρόθεσμα, ο επίμονος πληθωρισμός των τιμών εισαγωγών ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες στην οικονομική δραστηριότητα μεσοπρόθεσμα. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την ανάγκη περιορισμού των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων σε τομείς που χαρακτηρίζονται από υψηλά περιθώρια κέρδους, όπως ο τομέας των υπηρεσιών, ώστε να αποφευχθεί η επιβράδυνση της τρέχουσας ανάκαμψης.
Με βάση τα ευρήματα της ανάλυσης, μέτρα που στοχεύουν στη μείωση του κόστους παραγωγής και των λειτουργικών εξόδων των επιχειρήσεων μπορούν να αναχαιτίσουν τις εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις περιορίζοντας τα κίνητρα των επιχειρήσεων να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής στις τιμές καταναλωτή. Στον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων μπορεί να βοηθήσει η προώθηση και έγκυρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις που επιδρούν στην πλευρά της προσφοράς μπορούν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και να οδηγήσουν σε αύξηση της παραγωγικότητας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, επιτρέποντας την αύξηση της παραγωγής με χαμηλότερο κόστος. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των εν λόγω μεταρρυθμίσεων είναι ότι δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, αντιθέτως μάλιστα μπορούν να δημιουργήσουν δημοσιονομικά έσοδα.
Τέλος, είναι σημαντικό να στηριχθούν με στοχευμένα δημοσιονομικά μέτρα τα εισοδήματα των νοικοκυριών που πλήττονται από τον πληθωρισμό, ειδικότερα αυτών με χαμηλά εισοδήματα των οποίων η οριακή ροπή προς κατανάλωση είναι υψηλή, ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές επιδράσεις στην εγχώρια ζήτηση της οικονομίας.