Ο Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ, ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, θεωρείται ο βασικός αρχιτέκτονας της πολιτικής των δασμών που προωθεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Από τη θέση του επικεφαλής του εμπορίου στο America First Policy Institute, ένας οργανισμός που έχει στόχο να διαμορφώσει το πρόγραμμα της ενδεχόμενης δεύτερης θητείας του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ο Λάιτχαϊζερ συνεχίζει να επηρεάζει τη στρατηγική των Ρεπουμπλικανών σε θέματα παγκόσμιου εμπορίου.
Ο εμπνευστής της στροφής από την παγκοσμιοποίηση στον οικονομικό εθνικισμό
Κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, ο Λάιτχαϊζερ ηγήθηκε της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ, στρέφοντας τη χώρα από το παραδοσιακό πολυμερές εμπορικό σύστημα, βασισμένο σε διεθνείς κανόνες, προς μια πιο εθνικιστική προσέγγιση. Στόχος του ήταν η προστασία της αμερικανικής οικονομίας μέσω δασμών και άλλων περιοριστικών μέτρων, ιδίως έναντι της Κίνας.
Παρά το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί διαφωνούσαν αρχικά με αυτή τη στρατηγική, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν διατήρησε βασικά σημεία της, συνεχίζοντας την επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα και εισάγοντας νέα μέτρα προστατευτισμού. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Μπάιντεν αύξησε τους δασμούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα από την Κίνα στο 100% και επέβαλε επιπλέον περιορισμούς στις εισαγωγές ημιαγωγών.
Ο δρόμος προς την εμπορική στρατηγική του Λάιτχαϊζερ
Ο Λάιτχαϊζερ γεννήθηκε λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος, με εξειδίκευση στην προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας χάλυβα. Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως αναπληρωτής εμπορικός αντιπρόσωπος στην κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν, όπου απέκτησε σημαντική εμπειρία σε θέματα διεθνούς εμπορίου.
Το 2023 δημοσίευσε το βιβλίο του «No Trade is Free», στο οποίο αμφισβητεί ανοιχτά τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές μειώσεων δασμών και συμμετοχής των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου δεν λειτούργησαν προς όφελος της χώρας. Υποστηρίζει ότι οι πολυεθνικές και οι εισαγωγείς επηρεάζουν τις πολιτικές των ΗΠΑ, αγνοώντας τις αρνητικές συνέπειες για τους Αμερικανούς εργαζόμενους.
Η αντιπαράθεση με την Κίνα και η στρατηγική αποσύνδεσης
Για τον Λάιτχαϊζερ, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα, αλλά μεταφορά πλούτου σε ανταγωνιστικές χώρες, με την Κίνα να αποτελεί την κορυφαία απειλή. Θεωρεί ότι το Πεκίνο έχει εξαπολύσει έναν οικονομικό πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες, ενισχύοντας στρατιωτικά και τεχνολογικά την κυριαρχία του.
Η λύση που προτείνει είναι ένας συνδυασμός στρατηγικών δασμών και εμπορικού de-coupling, δηλαδή η μερική αποσύνδεση των οικονομιών των δύο χωρών. Προτείνει την επιβολή δασμών 50%-60% στα κινεζικά προϊόντα και την επιβολή ισορροπημένου εμπορίου: «Αν πουλάμε στην Κίνα προϊόντα αξίας 150 δισ. δολαρίων, θα αγοράζουμε το ίδιο ποσό, όχι περισσότερο».
Ο ίδιος απορρίπτει τις ανησυχίες ότι η αύξηση των δασμών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές, υποστηρίζοντας ότι οι επιχειρήσεις θα βρουν τρόπους να απορροφήσουν το κόστος μέσω της καινοτομίας και της παραγωγής στις ΗΠΑ.
Ο πρωτεργάτης της αλλαγής στις εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αρμόδιος για το Εμπόριο στην κυβέρνηση Τραμπ, ο Λάιτχαϊζερ εισήγαγε δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, επέβαλε περιορισμούς σε κινεζικά προϊόντα και οδήγησε σε επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών με τον Καναδά και το Μεξικό.
Εκτός από την πολιτική των δασμών, έχει προτείνει την αποδυνάμωση του δολαρίου, ώστε να ενισχυθούν οι εξαγωγές των ΗΠΑ. Πιστεύει ότι μια υποτίμηση του αμερικανικού νομίσματος θα έδινε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αμερικανικές επιχειρήσεις, μειώνοντας παράλληλα το εμπορικό έλλειμμα.
Παρότι οι απόψεις του προκαλούν διχογνωμία, η επιρροή του Λάιτχαϊζερ στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ παραμένει ισχυρή, καθώς τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί υιοθετούν βασικά στοιχεία της στρατηγικής του. Η επανεκλογή του Τραμπ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ακόμα μεγαλύτερη στροφή προς μια εμπορική πολιτική προστατευτισμού, με τον Λάιτχαϊζερ να βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο.