Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει ξεκινήσει μια ευρεία στρατηγική επιδίωξη με στόχο να περιορίσει την κινεζική επιρροή σε παγκόσμιας σημασίας λιμάνια. Στο στόχαστρο βρίσκεται και το λιμάνι του Πειραιά που έχει παραχωρηθεί στην Cosco.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters, η πρωτοβουλία αυτή απορρέει από φόβους στην Ουάσιγκτον ότι η Κίνα, μέσω κρατικών ή κρατικά σχετιζόμενων εταιρειών, έχει αποκτήσει μεγάλο έλεγχο σε κρίσιμη λιμενική υποδομή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση γεωπολιτικής κρίσης, για κατασκοπεία ή για διατάραξη των αλυσίδων εφοδιασμού.

Ως μέρος αυτής της προσπάθειας, οι ΗΠΑ εξετάζουν διάφορες επιλογές: από την ενίσχυση της ναυπηγικής και εμπορικής ναυτιλίας υπό αμερικανικό έλεγχο, ως την προώθηση της ιδιωτικής επενδυτικής ανάμειξης σε λιμάνια όπου η Κίνα έχει μερίδιο, αλλά και την επιβολή τελωνειακών ή άλλων ρυθμιστικών μέτρων.

Η COSCO (China Ocean Shipping Company), μια από τις μεγαλύτερες κινεζικές εταιρείες λιμένων και ναυτιλίας, κατέχει 67% του μετοχικού κεφαλαίου της ΟΛΠ (Piraeus Port Authority).

Σύμφωνα με τις πηγές του Reuters, η αμερικανική στρατηγική περιλαμβάνει ειδικά τον Πειραιά ως παράδειγμα λιμένα στον οποίο κινήσεις της Κίνας για επέκταση της επιρροής είναι ήδη σε εξέλιξη.

Τον Ιανουάριο του 2025, το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας κατέταξε την COSCO σε λίστα εταιρειών που θεωρούνται ότι έχουν συνεργασία με το κινεζικό στρατό.

Η ένταξη σε αυτή τη λίστα δεν συνεπάγεται αυτομάτως οικονομικές κυρώσεις, αλλά στοχεύει να αποθαρρύνει επιχειρήσεις από τις ΗΠΑ από το να συναλλάσσονται με την COSCO.

Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και παράγοντες της λιμενικής ζώνης, εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις αυτής της κίνησης – αν και μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να υπάρχει διακοπή λειτουργίας στο λιμάνι του Πειραιά.

Οι ΗΠΑ εξετάζουν το ενδεχόμενο να υποστηρίξουν τη συμμετοχή ιδιωτικών δυτικών εταιρειών ή επενδυτών ώστε να αποκτήσουν μερίδια σε λιμάνια όπου η Κίνα έχει συμμετοχή.

Επίσης, υπάρχει σκέψη για επέκταση του ελέγχου στα ναυπηγεία, στα ρεκόρ των πλοίων που εγγράφονται με σημαία των ΗΠΑ ή υπό έλεγχο αμερικανικών αρχών, και γενικότερα για την ενίσχυση των “ναυτιλιακών γραμμών” που η χώρα μπορεί να χρησιμοποιεί στρατιωτικά ή οικονομικά σε περίοδο κρίσης.

Η COSCO έχει διαψεύσει ότι οι μονάδες της που βρίσκονται στη λίστα σχετίζονται με το κινεζικό στρατό, και υποστηρίζει ότι οι δραστηριότητές της λειτουργούν κανονικά.

Η ελληνική πλευρά δηλώνει ότι δεν έχει ενημερωθεί επισήμως για οποιαδήποτε σχέδια μεταβολής της ιδιοκτησίας ή διαχείρισης του Πειραιά εξαιτίας των αμερικανικών ανησυχιών.

Σύμφωνα με το Reuters, η Ουάσιγκτον έχει δρομολογήσει τη μεγαλύτερη προσπάθεια ενίσχυσης της ναυτιλιακής και λιμενικής της επιρροής από τη δεκαετία του 1970, με στόχο να περιορίσει τον αυξανόμενο έλεγχο της Κίνας σε στρατηγικά λιμάνια ανά τον κόσμο.

Η μάχη για την κυριαρχία στα λιμάνια

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανησυχεί ότι η κινεζική παρουσία σε κρίσιμες θαλάσσιες υποδομές –από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο μέχρι τον Παναμά και τα δυτικά παράλια των ΗΠΑ– θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για κατασκοπεία, στρατιωτική υπεροχή ή για την αποδιοργάνωση των εφοδιαστικών αλυσίδων σε περίοδο κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται επιλογές όπως η ενίσχυση δυτικών επενδυτών για να αποκτήσουν κινεζικά μερίδια σε λιμάνια, η στήριξη της αμερικανικής εμπορικής ναυτιλίας και η διεύρυνση της συνεργασίας με συμμάχους, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από κινεζικά δίκτυα και να προστατευθεί η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Οι αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι ο εμπορικός στόλος των ΗΠΑ δεν διαθέτει επαρκή υποδομή για να στηρίξει στρατιωτικά επιχειρήσεις σε περίπτωση πολέμου, ενώ η εξάρτηση από ξένες ναυτιλιακές υποδομές κρίνεται υπερβολική. H Κίνα υποστηρίζει ότι οι επενδύσεις της γίνονται στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και καταδικάζει μονομερείς κυρώσεις ή οικονομική πίεση που, όπως αναφέρει, υπονομεύει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα άλλων κρατών. Παράλληλα, ειδικοί όπως ο Stuart Poole-Robb, ιδρυτής της KCS Group, επισημαίνουν ότι η αμερικανική ανησυχία επικεντρώνεται στον κίνδυνο εκμετάλλευσης αυτών των υποδομών για κατασκοπεία, στρατιωτικό πλεονέκτημα ή διαταραχή των αλυσίδων εφοδιασμού.

Στο επίκεντρο της προσοχής της Ουάσινγκτον βρίσκονται πλέον λιμάνια στρατηγικής σημασίας, όπου η ισορροπία μεταξύ εμπορικών επενδύσεων και εθνικής ασφάλειας αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τη διεθνή πολιτική και τις εμπορικές ροές.

Διαβάστε ακόμη: