Μέσα στην πανδημία οι 100 πλουσιότεροι Αυστριακοί έγιναν ακόμα πιο πλούσιοι, καταφέρνοντας να αυξήσουν επιπλέον τις περιουσίες τους.
Περισσότερο από ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, οι 100 πλουσιότεροι Αυστριακοί αύξησαν σημαντικά τον πλούτο τους, που τώρα είναι πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχώντας σχεδόν στο 10% όλων των περιουσιακών στοιχείων στην Αυστρία, όπως γράφει στο νέο τεύχος του το αυστριακό εβδομαδιαίο οικονομικό περιοδικό «Trend».
Περιουσίες δισεκατομμυρίων
Ένα χρόνο νωρίτερα, η περιουσία των 100 πλουσιότερων Αυστριακών είχε μειωθεί στα 155 δισεκατομμύρια ευρώ. Φέτος, η κατάταξη περιλαμβάνει όχι μόνο γνωστά πρόσωπα, αλλά για πρώτη φορά και ορισμένους ιδρυτές νεοφυών επιχειρήσεων. Με υψηλά επιδοτούμενους γύρους χρηματοδότησης και αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό έντονα τις αποτιμήσεις εταιρειών, τους τελευταίους μήνες οι δύο εγχώριες νεοφυείς εταιρείες Bitpanda και GoStudent απέσπασαν την προσοχή.
Τον Μάρτιο, η πλατφόρμα συναλλαγών κρυπτογράφησης Bitpanda Investments μπόρεσε να κερδίσει 170 εκατομμύρια, τώρα εκτιμάται σε περίπου ένα δισεκατομμύριο και το περιοδικό «Trend» εκτιμά τα περιουσιακά στοιχεία των τριών ιδρυτών Έρικ Ντέμουτ, Πάουλ Κλάνσεκ και Κρίστιαν Τρούμερ σε πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που κατατάσει την πλατφόρμα στην 67η θέση. Την εταιρική αξία της Bitpanda στην Αυστρία ξεπερνά μόνο η GoStudent, καθώς, πριν από λίγες ημέρες, αυτή η πλατφόρμα διδασκαλίας μπόρεσε να αυξήσει την αξία της σε περίπου 1,4 δισεκατομμύριο ευρώ με 205 εκατομμύρια χρηματοδοτικούς γύρους.
Η λίστα με τους πλουσιότερους Αυστριακούς
Οι δύο ιδρυτές Φέλιξ Όσβαλντ και Γκρέγκορ Μιούλερ κατέχουν ο καθένας μετοχές στην εταιρεία και οι δύο μαζί έχουν περίπου το 22%. Η περιουσία των δύο εκτιμάται σε περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ, και στην τρέχουσα κατάταξη καταλαμβάνουν την 89η θέση. Εκτός από τους νέους πλούσιους και τους πλούσιους από τη σκηνή των νεοφυών εταιρειών, οι πρώτοι δέκα πλουσιότεροι Αυστριακοί παρέμειναν σχετικά αμετάβλητοι από τα προηγούμενα χρόνια.
Στην αδιαμφισβήτητα πρώτη θέση είναι οι οικογένειες Πόρσε και Πίεχ (51,1 δισεκατομμύρια ευρώ), οι οποίες κατέχουν πολλές μετοχές στη γερμανική «Porsche SE» και συνεπώς στη Volkswagen Porsche, όπως και στη γενική αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της στο Σάλτσμπουργκ Porsche Holding, με το κέρδος τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος να είναι περίπου 16 δισεκατομμύρια ευρώ. Όπως υπογραμμίζει το περιοδικό «Trend», η αυξανόμενη τιμή της μετοχής στην Volkswagen και τα γενναιόδωρα μερίσματα της Porsche βοήθησαν σε αυτή την αύξηση των περιουσιακών στοιχείων.
Ο ιδρυτής της «Red Bull» Ντίτριχ Μάτεσιτς παρέμεινε στη δεύτερη θέση με εκτιμώμενη περιουσία 16,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ η Ελίζαμπετ Σέφλερ, η οποία είναι ο σημαντικός μέτοχος της εταιρείας ελαστικών Continental, κατέλαβε με τον γιο της Γκέοργκ την τρίτη θέση εφέτος, διαθέτοντας περιουσιακά στοιχεία 9,4 δισεκατομμυρίων ευρώ και έχοντας επωφεληθεί επίσης από την σταθερή κατάσταση στην γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
«Πρέπει να μειώσουμε τη φτώχεια»
Συνολικά, υπάρχουν σήμερα 46 δισεκατομμυριούχοι στην Αυστρία, πέντε περισσότεροι από το προηγούμενο έτος, με το μερίδιο των 500 πλουσιότερων οικογενειών στην Αυστρία στο σύνολο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων να είναι επί του παρόντος 34%, σύμφωνα με το περιοδικό «Trend». Με την ευκαιρία της δημοσιοποίησης των στοιχείων αυτών για τους δισεκατομμυριούχους στην Αυστρία, το Εργατικό Επιμελητήριο και η Αυστριακή Ομοσπονδία Συνδικάτων της χώρας απαιτούν εκ νέου έναν «φόρο εκατομμυριούχου».
«Πρέπει να μειώσουμε τη φτώχεια και δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τους πλούσιους να αυξάνουν τον πλούτο τους αφορολόγητα. Η εισφορά του εκατομμυριούχου είναι ζήτημα δικαιοσύνης και όλο και περισσότεροι από τους πλούσιους το βλέπουν με αυτόν τον τρόπο και το ζητούν δημόσια οι ίδιοι», τόνισε η πρόεδρος του Εργατικού Επιμελητηρίου Ρενάτε Άντερλ. Οι οργανισμοί των εργαζομένων απαιτούν προοδευτικό φορολογικό συντελεστή για καθαρά περιουσιακά στοιχεία ενός εκατομμυρίου ευρώ ή περισσότερο, επισημαίνοντας ότι με φορολογικούς συντελεστές 0,5% έως 1,5%, θα ήταν δυνατά επιπλέον έσοδα για το κράτος ύψους έως και πέντε δισεκατομμύρια ευρώ.