Η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε για πρώτη φορά να στηρίξει επενδύσεις γερμανικών εταιρειών στην Κίνα, λόγω της ανησυχητικής κατάστασης αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην επαρχία Σιντζιάνγκ, σύμφωνα με ανακοίνωση του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε τοπικούς αξιωματούχους.

«Μία εταιρεία που δραστηριοποιείται στην επαρχία των Ουιγούρων επιθυμούσε να παραταθούν οι κρατικές ασφαλίσεις των επενδύσεων» και «δεν εγκρίθηκε» το αίτημα, ανέφερε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ στην εφημερίδα Welt.

Δίχως τούτες τις εγγυήσεις, μία εταιρεία αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το επενδυτικό ρίσκο για τη χρηματοδότηση ενός έργου στο εξωτερικό. Κανένας αρμόδιος της κυβέρνησης δεν αποκάλυψε για ποια εταιρεία ελήφθη η απόφαση.

«Πρόκειται για την αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen», έγραψε το περιοδικό Spiegel.

Η εταιρεία αυτοκινήτων άνοιξε το 2013 ένα εργοστάσιο στο Ουρούμτσι, την πρωτεύουσα πόλη της Σιντζιάνγκ, όπου οι κινεζικές αρχές κατηγορούνται για καταστολή της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.

Δυτικοί ερευνητές κατηγορούν το Πεκίνο ότι οδήγησε ένα εκατομμύριο Ουιγούρους καθώς και μέλη άλλων μουσουλμανικών μειονοτήτων σε «στρατόπεδα επανεκπαίδευσης» όπου τους επιβάλλεται «εξαναγκαστική εργασία» ή «υποχρεωτική στείρωση».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μάλιστα, έκαναν λόγο για «γενοκτονία».

Η Κίνα, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι οι μελέτες είναι προκατειλημμένες και μιλά για «κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης», στόχος των οποίων είναι η εξάλειψη των εξτρεμιστικών τάσεων.

Ο Διευθυντής της Volkswagen, Χέρμπερτ Ντις, διαβεβαίωσε πρόσφατα ότι «δεν υπάρχει εξαναγκαστική εργασία στις εγκαταστάσεις της εταιρείας. Θέλουμε να κρατήσουμε ανοιχτό το εργοστάσιο, επειδή πιστεύω ότι είναι καλύτερο για τους γηγενείς να παραμείνουμε εκεί», τόνισε σε συνέντευξη στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, CBS.

Η απόφαση του Βερολίνου δεν επηρεάζει τα επενδυτικά σχέδια της Volkswagen στην Κίνα, βάσει πληροφοριών του περιοδικού.