Καθώς πλησιάζει η στιγμή για την καθολική εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, είναι καλό να δούμε, πως τελικά θα λειτουργήσει το νέο πλαίσιο διευθέτησης των οφειλών σε τράπεζες, δημόσιο, και ταμεία. Ως μηχανισμός “διάσωσης” των εταιριών; Ή ως μέσο ενός μεγάλου “ξεκαθαρίσματος” στον επιχειρηματικό χώρο.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), του βασικού δηλ. “τοποτηρητή” των ελληνικών τραπεζών. Σε παλαιότερη ανάλυσή της λοιπόν, η ΤτΕ σημείωνε,μεταξύ άλλων, ότι η παρατεταμένη ύφεση και η αργή ανάκαμψη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την ευρωπαϊκή κρίση του 2010, οδήγησαν σε αύξηση του αριθμού των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων που παραμένουν σε λειτουργία (“επιχειρήσεις-ζόμπι”).
Σύμφωνα με την ΤτΕ, σε μια ανταγωνιστική αγορά, αυτές αποχωρούν ή αναδιαρθρώνονται, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας στην οικονομία λόγω της ανακατανομής των απασχολούμενων από αυτές πόρων σε πιο παραγωγικές και καινοτόμες επιχειρήσεις. Αντίθετα, η συνέχιση της λειτουργίας τους και η συνεπαγόμενη δυσλειτουργία του περιθωρίου εξόδουέχουν ως αποτέλεσμα (α) τη στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισμού και (β) την αύξηση του μη ανακτήσιμου κεφαλαίου εις βάρος των πιο παραγωγικών επιχειρήσεων και της ανάπτυξης.
Σε κλάδους με υψηλό ποσοστό κεφαλαίου δεσμευμένου σε μη οικονομικά βιώσιμες επιχειρήσεις, πραγματοποιούνται λιγότερες επενδύσεις και προσλήψεις, ενώ η διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ νεοεισερχόμενων και μη βιώσιμων εταιριών είναι μεγαλύτερη, καθώς οι νέες εταιρίες πρέπει να είναι σημαντικά πιο παραγωγικές για να εισέλθουν στην αγορά. Έτσι, η παρουσία μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων επιβαρύνει οικονομικά υγιείς εταιρίες, μειώνοντας την κερδοφορία και τις προοπτικές ανάπτυξής τους, σαν να ήταν ένα είδος φόρου.
Η σχέση μεταξύ μη οικονομικά βιώσιμων εταιριών και αδύναμων τραπεζών έχει τεκμηριωθεί για ευρωπαϊκές χώρες, υποδηλώνοντας ότι ασθενέστερες τράπεζες έχουν σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες να συσχετίζονται με μη βιώσιμες εταιρίες.
Επιπρόσθετα, η παρουσία των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου, ειδικά σε κλάδους που είναι εκτεθειμένοι σε ασθενέστερες τράπεζες. Αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά, δεδομένου ότι η εσφαλμένη κατανομή κεφαλαίων εμφανίζεται ως βασική εξήγηση της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας σε ορισμένες χώρες.
Παράλληλα, έχει διερευνηθεί ο ρόλος του πλαισίου αφερεγγυότητας.Συγκεκριμένα, εφόσον το πλαίσιο αφερεγγυότητας εμποδίζει την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και μειώνει τα ποσοστά ανάκτησης για τους πιστωτές, μπορεί να μειώσει τα κίνητρα των τραπεζών για να ξεκινήσουν τη διαδικασία ανάκτησης, εκκαθάρισης ή αναδιάρθρωσης, ανεξαρτήτως της υγείας των τραπεζών, στρεβλώνοντας το περιθώριο εξόδου.
Συνεπώς, η διευκόλυνση της εξόδου των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων μπορεί να συμβάλει στη μείωση του μη ανακτήσιμου κεφαλαίου και στη διάχυση νέων τεχνολογιών, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι, ο νέος πτωχευτικός νόμος (ν. 4738/2020) ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που έχει σκοπό την εναρμόνιση των πλαισίων αφερεγγυότητας στην ΕΕ.
Ο νόμος επανακαθορίζει και αποσαφηνίζει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων εισάγοντας τεκμήρια ως προς την ύπαρξη παύσης πληρωμών, σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα για χρονική περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
Η δυνατότητα εκκίνησης της διαδικασίας κήρυξης πτώχευσης εξακολουθεί να δίνεται στον οφειλέτη, καθώς και στον πιστωτή, ενώ απλοποιούνται οι απαιτούμενες διαδικασίες για την κήρυξη της παύσης πληρωμών μετά από πρωτοβουλία του πιστωτή. Επίσης, επεκτείνεται και σε άλλα νομικά πρόσωπα η εις ολόκληρον ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας των πιστωτών, την οποία υπέχουν τα υπαίτια μέλη των οργάνων διοίκησης, μεταξύ άλλων σε περίπτωση καθυστέρησης των διαδικασιών.
Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος περιέχει ρυθμίσεις και περιγράφει τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην πρόληψη της αφερεγγυότητας των οφειλετών, ενώ επίσης για πρώτη φορά θεσμοθετεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπερβάλλον χρέος, μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Ειδικότερα, προβλέπεται η δυνατότητα (α) πρόσβασης των οφειλετών σε σαφή και διαφανή εργαλεία έγκαιρης προειδοποίησης (π.χ. ηλεκτρονικός μηχανισμός προειδοποίησης), (β) προσφυγής σε εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών με πρωτοβουλία των πιστωτών ή κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και συναίνεσής τους και (γ) κίνησης προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης της επιχείρησης. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο απλοποιεί και επιταχύνει τις διαδικασίες εξυγίανσης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων που κρίνονται βιώσιμες.
Επιπροσθέτως αποσκοπεί στην απλοποίηση των διαδικασιών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων πτωχευμένων επιχειρήσεων, με στόχο την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.Επισημαίνεται ότι οι οικονομίες στις οποίες το κανονιστικό πλαίσιο διευκολύνει την εκκαθάριση των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων και την είσοδο νέων έχουν περισσότερες πιθανότητες για δυναμική ανάκαμψη μετά από υφέσεις.
Έτσι, η έξοδος μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων αναμένεται να διευκολύνει την τεχνολογική αναπροσαρμογή, μετά το σοκ της πανδημίας, η οποία συνεπάγεται και αναδιανομή πόρων σε νέους κλάδους, με αποτέλεσμα την εξομάλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στην παραγωγή, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε υφέσεις που πλήττουν περισσότερο συγκεκριμένους κλάδους, αφού η αναντιστοιχία δεξιοτήτων καθιστά την ανακατανομή εργαζομένων πιο χρονοβόρα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ιδιάζουσα φύση της πανδημίας καθιστά αναγκαίο να δοθεί έμφαση στη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες λόγω της οικονομικής συγκυρίας και στη διαφύλαξη υφιστάμενων εργασιακών σχέσεων. Από αυτή την άποψη, σημαντικές φαίνεται να είναι οι προβλέψεις του νέου νομοθετικού πλαισίου για την έγκαιρη προειδοποίηση και τη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης. Από κει και πέρα, το βασικό της συμπέρασμα είναι ότι, ο νέος πτωχευτικός κώδικας αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία είναι αναγκαία η ταχεία αναδιάρθρωση χρέους βιώσιμων εταιριών και η ομαλή εκκαθάριση μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων, το νέο πλαίσιο είναι κρίσιμο εργαλείο που θα αυξήσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην πανδημία και, εφόσον εφαρμοστεί αποτελεσματικά, θα συμβάλει στη μείωση του χρόνου που απαιτείται τόσο από τις εξωδικαστικές όσο και από τις δικαστικές διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Τέλος, παρόλο που η γρηγορότερη εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων είναι μεσοπρόθεσμα επιθυμητή, είναι πιθανό να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε απώλεια θέσεων εργασίας. Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ούτως ώστε η απορρόφηση των εργαζομένων από άλλες επιχειρήσεις να είναι ταχεία, καθώς και παθητικών πολιτικών απασχόλησης, ούτως ώστε τα ενισχυθούν τα εισοδήματα των πληττόμενων εργαζομένων μέχρι τη μετακίνησή τους σε νέες θέσεις εργασίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.