«Περίπου ο ένας στους οκτώ ενήλικες ασθενείς με COVID–19 (ποσοστό 12.7%) εμφάνισε στη συνέχεια μακρόχρονα συμπτώματα της νόσου, εκτιμά νέα μεγάλη ολλανδική επιστημονική έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet” και θεωρείται από τις πλέον αξιόπιστες έως σήμερα, αναφορικά με τη λεγόμενη «μακρά COVID–19».

Από τους ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί θετικοί στον κορωνοϊό, το 21.4% εμφάνιζαν τουλάχιστον ένα νέο ή εντονότερο σύμπτωμα τρεις έως πέντε μήνες μετά την αρχική λοίμωξη με κορωνοϊό σε σύγκριση με το διάστημα πριν από τη λοίμωξη, έναντι ποσοστού 8.7% μεταξύ των ανθρώπων που δεν είχαν διάγνωση ότι είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό την ίδια περίοδο (η ομάδα ελέγχου για λόγους σύγκρισης).

Το γεγονός αυτό, κατά τους Ολλανδούς επιστήμονες, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το 1/8 των ατόμων στον γενικό πληθυσμό (περίπου 13%) εμφανίζουν μακρόχρονα συμπτώματα εξαιτίας του πανδημικού ιού.

Τα βασικότερα συμπτώματα της μακράς COVID–19 είναι: ο πόνος στο στήθος, η δυσκολία αναπνοής, ο πόνος κατά την αναπνοή, οι μυϊκοί πόνοι, η απώλεια όσφρησης ή / και γεύσης, ο κόμπος στον λαιμό, το μυρμήγκιασμα στα άκρα, το αίσθημα υπερβολικού κρύου ή ζέστης, το βάρος στα χέρια ή στα πόδια και η γενική κόπωση, σύμφωνα με τη μελέτη.

Τα παραπάνω συμπτώματα κορυφώνονταν σε σοβαρότητα περίπου τρεις μήνες μετά την αρχική λοίμωξη και μετά, δεν εμφάνιζαν μείωση. Άλλα συμπτώματα –λιγότερο συχνά και σοβαρά– ήταν οι πονοκέφαλοι, η φαγούρα στα μάτια, η ζαλάδα, οι πόνοι στη μέση και η ναυτία. Η μελέτη δεν συμπεριέλαβε, ωστόσο, ψυχολογικά συμπτώματα, όπως η κατάθλιψη και το άγχος.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τζούντιθ Ροσμάλεν του Πανεπιστημίου του Xρόνινγκεν, ανέλυσαν στοιχεία για 76.422 ανθρώπους, από τους οποίους οι 4.231 (5.5%) είχαν διαγνωστεί με COVID–19. Όπως τόνισαν, «το μετά – COVID–19 σύνδρομο, γνωστό και ως μακρά COVID–19, αποτελεί ένα επείγον πρόβλημα με αυξανόμενη επίπτωση στους ανθρώπους».

Σχολιάζοντας την ολλανδική μελέτη, ο καθηγητής Κρίστοφερ Μπράιτλινγκ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λέστερ, ανέφερε ότι «με βάση τα διαθέσιμα –έως τώρα– στοιχεία, ενισχύεται η άποψη ότι η μακρά COVID–19 είναι συχνή και μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον για δύο χρόνια, μολονότι η σοβαρή της μορφή εμφανίζεται μόνο σε μία μειονότητα».