Οι ελληνικές τράπεζες πριν προλάβουν να ηρεμήσουν από τον αγώνα που έδωσαν για να περιορίσουν τα προβληματικά χαρτοφυλάκια, ένας νέος κίνδυνος έχει κάνει απειλητικά την εμφάνισή του. Και αυτός συνδέεται με τις συνέπειες σε κέρδη, πιστώσεις, αξίες από την κλιματική αλλαγή.

Τα πιστωτικά ιδρύματα από τη μία συνεχίζουν την αποτελεσματική διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων του και ταυτόχρονα δημιουργούν πλέγμα προστασίας για τη νέα απειλή που φέρνει η κλιματική αλλαγή, που μπορεί να διαταράξει το status του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια εφαρμόζουν μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, με έμφαση στην επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής των δανείων, όπως προκύπτει από την Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας Ελλάδος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 17,7% των ήδη ρυθμισμένων δανείων αντιμετωπίζει ξανά προβλήματα αποπληρωμής καθώς εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

Και ταυτόχρονα είναι αυξημένο και το ποσοστό των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση πάνω από 90 μέρες και δεν έχει ρυθμιστεί, το οποίο διαμορφώθηκε στο 55,6% (από 51,6% στο τέλος του 2020).

Την ίδια ώρα οι ελληνικές τράπεζες είναι περισσότερο ευάλωτες στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής – κάτι που ισχύει γενικά για τα πιστωτικά ιδρύματα του ευρωπαϊκού νότου.

Με την ΤτΕ να σημειώνει στην Έκθεσή της πως «όσο πιο συγκεντρωμένη είναι η δραστηριότητα και τα ανοίγματα μιας τράπεζας σε γεωγραφικές περιοχές ή/και κλάδους της οικονομίας που είναι ευάλωτοι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τόσο μεγαλύτερος εκτιμάται ότι είναι και ο κίνδυνος (φυσικός και μετάβασης) που αναλαμβάνει μια τράπεζα».

Ωστόσο ακόμα δεν έχει καταρτισθεί ένα πλαίσιο από κοινά αποδεκτούς κανόνες και κριτήρια, με διεθνή ισχύ και αξιόπιστο, ώστε να εντοπίζονται οι επενδύσεις που είναι ευθυγραμμισμένες με τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το έλλειμμα αυτό αυξάνει και τον κίνδυνο για χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με μια οικονομία χαμηλών εκπομπών, όπως και τον κίνδυνο περιβαλλοντικού ξεπλύματος «greenwashing».

Οι τραπεζίτες παραδέχονται σε όλους τους τόνους πως οι χρηματοδοτήσεις με κριτήρια ESG είναι μονόδρομος.

Και βρίσκονται σε διαδικασία μέτρησης του κινδύνου από την κλιματική αλλαγή καθώς:

  • Μπορεί να επηρεαστεί η ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους
  • Να μειωθεί η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν λάβει για τα δάνεια οι τράπεζες, αλλά και να υπάρξουν ζημίες καθώς μετά από μία φυσική καταστροφή είναι πιθανό να υποχωρήσουν οι τιμές των εταιρικών ομολόγων.
  • Να περιοριστεί η πιστωτική επέκταση
  • Να καταστεί δύσκολη η πρόσβαση των τραπεζών σε σταθερές πηγές χρηματοδότησης, καθώς η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να επηρεάσει τις ροές των καταθέσεων/ πιστώσεων, αλλά και τις διακρατήσεις τίτλων (fire sales).

Μία φυσική καταστροφή μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τη λειτουργία των φυσικών εγκαταστάσεων των τραπεζών.

Ενώ μπορεί να δυσφημιστούν αν συνεχίσουν να χρηματοδοτούν δραστηριότητες με υψηλό επίπεδο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου , ή να χρηματοδοτούν το λεγόμενο «περιβαλλοντικό ξέπλυμα» αν προωθούν στους πελάτες τους προϊόντα και επενδύσεις που δεν είναι ευθυγραμμισμένες με βιώσιμους στόχους.

κλιματική κρίση

Stress tests το 2022 για την κλιματική αλλαγή

Το πρόβλημα που έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχώρησε ήδη σε μία πρώτη καταγραφή των συνεπειών της στα τραπεζικά μεγέθη με το τελευταίο stress test (τα αποτελέσματα του δημοσιεύθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο).

Η άσκηση αντοχής εξέτασε την ανθεκτικότητα 4.000.000 επιχειρήσεων από όλο τον κόσμο και 1.600 τραπεζών από τη ζώνη του ευρώ με βάση τρία σενάρια που διαφέρουν ως προς τα επίπεδα φυσικού κινδύνου και κινδύνου μετάβασης σε χρονικό ορίζοντα 30 ετών, για ένα Πράσινο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα.

  • Στο ευνοϊκό σενάριο –της συντεταγμένης μετάβασης– λαμβάνονται εγκαίρως μέτρα και ακολουθούνται πολιτικές που περιορίζουν επιτυχώς την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, όπως προβλέπει ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων για μείωση «αρκετά κάτω» από τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100.
  • Το σενάριο άτακτης μετάβασης εξετάζει τον αντίκτυπο μιας καθυστερημένης και απότομης εφαρμογής κλιματικών πολιτικών.
  • Το δυσμενές σενάριο –σενάριο του παγκόσμιου θερμοκηπίου– εξετάζει τον αντίκτυπο που θα είχε η μη εφαρμογή νέων πολιτικών για το κλίμα (αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά τουλάχιστον 3 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα).

Το συμπέρασμα είναι ότι η κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει μείζονα πηγή συστημικού κινδύνου και, εάν δεν μετριαστεί, οι επιπτώσεις της θα «χτυπήσουν» με μεγαλύτερη σφοδρότητα συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως για παράδειγμα τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, και εκείνες τις τράπεζες των οποίων τα χαρτοφυλάκια επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας (π.χ. ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και εξορυκτικές δραστηριότητες).

Και σε περίπτωση παντελούς έλλειψης πολιτικών και μέτρων για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ στην Ευρώπη κατά 6% το 2050.

Moody’s: Καμπανάκι για την Ελλάδα από την κλιματική αλλαγή

Ειδικότερα για τον τραπεζικό κλάδο, διαπιστώθηκε ότι:

  • Το μέσο χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών δανείων μιας τράπεζας στη ζώνη του ευρώ έχει 7% μεγαλύτερες πιθανότητες αθέτησης το 2050 στο δυσμενές σενάριο από ό,τι στο σενάριο συντεταγμένης μετάβασης.
  • Τα χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευάλωτα στον κλιματικό κίνδυνο έχουν 30% μεγαλύτερες πιθανότητες αθέτησης το 2050 σε σχέση με το 2020 στο δυσμενές σενάριο.
  • Οι σημαντικές τράπεζες έχουν 50% μεγαλύτερα ανοίγματα σε επιχειρήσεις που είναι πολύ ευάλωτες στον κλιματικό κίνδυνο, σε σχέση με τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες.
  • Το 4% του δείγματος των τραπεζών χρηματοδοτεί επιχειρήσεις, των οποίων οι δραστηριότητες αντιστοιχούν στο 45% των εκπομπών ρύπων (το 1/3 εκ των οποίων βρίσκεται στην Ιταλία, ενώ το ήμισυ βρίσκεται στη Γερμανία και τη Γαλλία).

Τα αποτελέσματα και η μεθοδολογία της εν λόγω άσκησης θα ληφθούν υπόψη και στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων όσον αφορά το κλίμα που θα πραγματοποιηθεί το 2022 για τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι τέσσερεις ελληνικές συστημικές τράπεζες.