Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι κεντρικές τράπεζες απέχουν 1-2 μήνες από την ολοκλήρωση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων τους, προβλέπει η Morgan Stanley.

Στις ΗΠΑ, τα προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο περιόρισαν τις προσδοκίες για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων και τα τελευταία στοιχεία του πληθωρισμού επιβεβαιώνουν ότι οι τιμές «χαλαρώνουν», σε αντίθεση με την Ευρωζώνη και τη Βρετανία, όπου η αναζωπύρωση του πληθωρισμού ξαφνιάζει.

Η Morgan Stanley προβλέπει ότι η αύξηση των επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίαση (του Μαΐου) της Fed θα είναι η τελευταία για την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, κάτι που αποτελεί πλέον την πρόβλεψη και της αγοράς.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αγορά εκτιμά ότι τα επιτόκια θα καταλήξουν στο 3,75%, με τους αναλυτές του οίκου να εκτιμούν πως υπάρχουν κίνδυνοι περαιτέρω αυξήσεων, λόγω του επίμονου πληθωρισμού. Αντίστοιχοι κίνδυνοι εντοπίζονται και στη Βρετανία.

«Αλλά με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, απέχουμε μόλις 1-2 μήνες από την κορύφωση των επιτοκίων», τονίζει η Morgan Stanley.

Τι θα γίνει μετά; Και πώς θα αντιδρούσαν οι κεντρικές τράπεζες σε μια ενδεχόμενη ύφεση; Όπως τονίζουν οι αναλυτές, αυτός ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων διαφέρει από τους προηγούμενους γιατί οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να ρίξουν τον πληθωρισμό. Συνεπώς, και οι όποιες μειώσεις των επιτοκίων θα είναι διαφορετικές.

Η Morgan Stanley προβλέπει μια παρατεταμένη παύση από όλες τις κεντρικές τράπεζες πριν αρχίσουν τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής τους.

Όμως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μιας «απότομης προσγείωσης», με μια σοβαρή συρρίκνωση των πιστώσεων στις ΗΠΑ, που θα συμπαρασύρει και την Ευρώπη.

Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές του οίκου θυμίζουν την ύφεση του 1991, όταν οι ΗΠΑ έχασαν πάνω από 1,5 εκατ. θέσεις εργασίας, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν σε 2,25 εκατ. θέσεις με τα σημερινά δεδομένα της αγοράς. Τότε, η Fed μείωσε επιθετικά τα επιτόκια, αλλά μόνο στο 3%.

Η ύφεση του 2001 ήταν παρόμοια, με τις απώλειες θέσεων εργασίας να αντιστοιχούν στα 2,5 εκατ. με τα σημερινά δεδομένα και τη Fed να μειώνει τα επιτόκια, σταματώντας ωστόσο στο 1% και όχι στο μηδέν.

Σε καθένα από αυτά τα επεισόδια, ο πληθωρισμός ήταν μικρότερο πρόβλημα από ό,τι είναι σήμερα επομένως, η Morgan Stanley σημειώνει πως ακόμα και εάν οι ΗΠΑ βυθιστούν σε ύφεση, είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες τα επιτόκια της Fed να μειωθούν κάτω από τα επίπεδα στα οποία θεωρούνται ουδέτερα.

Επιπλέον, μια μείωση των επιτοκίων από τη Fed  δεν θα είναι η αρχή ενός ευρύτερου κύκλου μείωσης του κόστους χρήματος. Η Morgan Stanley θυμίζει ότι το 1995 και το 2019 η Fed έκανε μία «διόρθωση» εν μέσω του κύκλου.

Από την άνοιξη του 1995 έως τις αρχές του 1996, είχε μειώσει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, αλλά μετά από μία παύση ενός έτους, η επόμενη κίνησή της ήταν μια αύξηση και όχι μια μείωση. Μια παρόμοια αναπροσαρμογή της πολιτικής της Fed δεν αποκλείεται και αυτή τη φορά.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Στην Ευρωζώνη, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί μια ύφεση προκειμένου να ρίξει τον πληθωρισμό. Ο οίκος θυμίζει, άλλωστε, ότι οι προβλέψεις για μια πιθανή ύφεση εν όψει του περασμένου χειμώνα δεν απέτρεψαν την ΕΚΤ από το να αυξήσει τα επιτόκια.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους η ΕΚΤ αντέδρασε με μειώσεις επιτοκίων, αλλά τότε ο πληθωρισμός δεν αποτελούσε πρόβλημα όπως σήμερα και η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων ήταν περιοριστική.

Στο σημερινό σκηνικό, μια ήπια ύφεση που θα προκληθεί εξαιτίας της σφικτής νομισματικής πολιτικής δεν θα ήταν λόγος για έναν απότομο κύκλο μείωσης των επιτοκίων, ειδικά εάν η δημοσιονομική πολιτική δεν γίνει πιο περιοριστική, σημειώνει η Morgan Stanley.

Εάν ένας ψυχρός χειμώνας και μια ενεργειακή κρίση φέρουν μια απότομη ύφεση, θα μπορούσαν να έρθουν μειώσεις επιτοκίων, αλλά αυτές θα είναι  περιορισμένες, λόγω των φόβων κλιμάκωσης των πληθωριστικών προσδοκιών, καταλήγει η Morgan Stanley.

Διαβάστε περισσότερα