Καθώς προχωρά η σταδιακή άρση των περιορισμών λειτουργίας της αγοράς, οι επιχειρήσεις κάθε μεγέθους προσπαθούν να βρουν ξανά τον βηματισμό τους και να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας διαφέρουν αρκετά από κλάδο σε κλάδο, με το πλήγμα να είναι εντονότερο για τις επιχειρήσεις που υποχρεώθηκαν να κλείσουν ή να περιορίσουν δραστικά τη λειτουργία τους. Πολλές από αυτές δίνουν και θα συνεχίσουν να δίνουν στο επόμενο διάστημα μια μάχη επιβίωσης.

Ωστόσο, στον δρόμο προς την ανάκαμψη παραμένουν μια σειρά από εμπόδια, τα οποία αφορούν τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων.

Το πλέον άμεσο αφορά τη διαχείριση των προβλημάτων της τρέχουσας, μεταβατικής περιόδου. Παρά το ότι η αγορά ανοίγει θα απαιτηθεί αρκετός καιρός, προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές που προκάλεσε η πανδημία και η επακόλουθη ύφεση. Η Πολιτεία έχει λάβει αρκετά μέτρα μέχρι τώρα για την υποστήριξη των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας. Θα απαιτηθεί, ωστόσο, προσεκτικός σχεδιασμός, ώστε να υποστηριχθεί και η περίοδος «ανάρρωσης» της οικονομίας, μετά την απόσυρση αυτών των μέτρων. Είναι απαραίτητο να υπάρξουν στοχευμένες παρεμβάσεις, που θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να σταθούν γρηγορότερα στα πόδια τους και να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις εργασίας στην επόμενη μέρα.

Πέρα από τη στήριξη όμως, το μεγάλο ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί η ομαλή επιστροφή στην κανονικότητα, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και το κλίμα στην αγορά. Αυτό απαιτεί, αφενός, την απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος εμβολιασμού και, αφετέρου, υπευθυνότητα και πειθαρχία στην τήρηση των υγειονομικών κανόνων. Εάν έχουμε εκ νέου επιδείνωση της επιδημιολογικής κατάστασης στη χώρα υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ακόμη μία τουριστική περίοδος, με επώδυνες συνέπειες για όλους. Τώρα, λοιπόν, είναι η στιγμή να δείξουμε όλοι προσοχή και να συνεργαστούμε, ώστε η αγορά να παραμείνει ανοιχτή χωρίς προβλήματα.

Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις είναι η συνεχιζόμενη δυσκολία να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους με φθηνό, ή έστω ανταγωνιστικό, κόστος. Σήμερα ένα ελάχιστο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων –της τάξης του 10% και στη συντριπτική τους πλειονότητα μεγάλες επιχειρήσεις– έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Οι υπόλοιπες και κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν εδώ και χρόνια αποκλεισμένες από το σύστημα.

Είναι αλήθεια ότι ο όγκος των «κόκκινων» δανείων στις τράπεζες, που παραμένει μεγάλος παρά τη μείωση των τελευταίων ετών, αποτελεί αιτία αποφυγής νέων κινδύνων. Ένας άλλος παράγοντας που επικαλούνται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι ότι λόγω της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας δεν υπάρχουν αρκετές αξιόχρεες επιχειρήσεις. Πώς θα μπορέσουν, ωστόσο, οι επιχειρήσεις της χώρας να μεγαλώσουν και να ενισχύσουν εάν δεν υπάρχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση;

Είναι προφανές ότι αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εάν δεν εισρεύσουν κεφάλαια στην οικονομία για την επιβίωση και την ενδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για την υλοποίηση νέων επενδύσεων, για την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη. Ακόμη και το όφελος για τους ισολογισμούς των τραπεζών θα είναι βραχυπρόθεσμο, αφού χωρίς την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί βιώσιμη κερδοφορία.

Ένα τρίτο, διαρθρωτικό αυτή τη φορά, πρόβλημα είναι το υψηλό κόστος που δημιουργούν στην επιχειρηματικότητα μια σειρά από θεσμικά εμπόδια: γραφειοκρατία, πολυνομία, καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης κ.ά. Πρόκειται για αδυναμίες που υποβαθμίζουν διαχρονικά τη δομική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Για την αντιμετώπισή τους, υπάρχει μόνο ένας τρόπος: είναι η επιτάχυνση και η ολοκλήρωση γενναίων μεταρρυθμίσεων. Γιαυτό και στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης εξίσου σημαντική με την παροχή κινήτρων για επενδύσεις είναι η προώθηση των προβλεπόμενων διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εάν κάνουμε πίσω –για  ακόμη μία φορά– στο θέμα αυτό, τα οφέλη για την ανάπτυξη θα είναι κατώτερα των προσδοκιών.

Για την οικονομία και για τις επιχειρήσεις της χώρας ξεκινά σήμερα μια απαιτητική προσπάθεια ανάκαμψης. Η εφαρμογή μεταβατικών μέτρων στήριξης της αγοράς, η αναβάθμιση του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε η νέα αυτή κρίση να ξεπεραστεί ταχύτερα, αφήνοντας πίσω της τις λιγότερες δυνατές απώλειες.