Ο κλάδος του Λιανικού Εμπορίου είναι ένας εκ των σημαντικότερων για την ελληνική οικονομία, σε όρους συμβολής στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΟΒΕ,κατά την έναρξη της εγχώριας δημοσιονομικής κρίσης το 2010, η άμεση συμβολή του λιανικού εμπορίου στο εγχώριο προϊόν, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η προκαλούμενη επίδραση στους προμηθευτές του και μέσω των εργαζόμενών του ξεπερνούσε το 6,0% (Eurostat), μερίδιο σαφώς υψηλότερο σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωπαϊκής οικονομίας (4,1)% και το τρίτο υψηλότερο στην Ελλάδα.
Σε ότι αφορά τη συμβολή του λιανικού εμπορίου στην εγχώρια απασχόληση, είναι διαχρονικά η υψηλότερη μεταξύ των (διψήφιων) κλάδων της ελληνικής οικονομίας, στην περιοχή του 13,0%.
Κατά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής προσαρμογής (2010-2014), πρωτίστως ο έντονος περιορισμός στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αλλά και οι συνθήκες στο τραπεζικό σύστημα, που δεν ευνοούσαν τις χρηματοδοτήσεις προς αυτά για καταναλωτικούς σκοπούς, περιόρισαν τον άμεσο αντίκτυπο του λιανικού εμπορίου στην οικονομία, ο οποίος διαμορφώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του 4,5%, παραμένοντας ωστόσο ελαφρώς υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε αυτά τα επίπεδα κυμάνθηκε έως την έναρξη της πανδημίας.
Το 2020, η πανδημία λόγω του νέου κορωνοϊού οδήγησε κατά περιόδους στην επιβολή περιοριστικών μέτρων σε κλάδους, καθώς και στα νοικοκυριά, για την αποτροπή της εξάπλωσής του. Σε αυτά συμπεριλαμβανόταν η αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου, εκτός συγκεκριμένων δραστηριοτήτων αυτού (super markets, φαρμακεία κ.ά.).
Αυτό το γεγονός περιόρισε την ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα κατά 5,2%, ρυθμός χαμηλότερος ωστόσο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ27, -7,2%), συνεχίζοντας τις πιέσεις στο λιανικό εμπόριο. Εγχωρίως το περασμένο έτος, ο περιορισμός του κύκλου εργασιών όλων των τομέων της οικονομίας διαμορφώθηκε σε 13,5%.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η μεγαλύτερη κάμψη καταγράφηκε στον τουρισμό και την εστίαση (-53,4%), στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας (-50,1%) και στις υποστηρικτικές δραστηριότητες προς τις επιχειρήσεις (-35,3%). Η υποχώρηση στον κύκλο εργασιών του λιανικού εμπορίου, εξαιρουμένου του εμπορίου οχημάτων έφτασε το 8,0%, δηλαδή ήταν ηπιότερη από το μέσο όρο στην ελληνική οικονομία.
Αυτό το γεγονός σχετίζεται με τις δραστηριότητες εντός του κλάδου στις οποίες δεν επιβλήθηκε lockdown, οι οποίες καλύπτουν σημαντικές ανάγκες των νοικοκυριών. Οφείλονται και στην εξάπλωση του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Μεταξύ των επιμέρους δραστηριοτήτων του λιανικού εμπορίου, η μεγαλύτερη υποχώρηση του κύκλου εργασιών σημειώθηκε σε ορισμένες εξ’ αυτών οι οποίες πραγματοποιούνται ως επί το πλείστον σε φυσικά καταστήματα ή επηρεάζονται από τις μετακινήσεις και τις μεταφορές .
Αναλυτικότερα, η μεγαλύτερη κάμψη σημειώθηκε στις πωλήσεις κοσμημάτων (-46,8%), στην πώληση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων σε υπαίθριες αγορές (-39,8%), στην πώληση ενδυμάτων σε ειδικευμένα καταστήματα (-36,6%) και στην υπόδηση (-34,9%). Οι περιορισμένες μετακινήσεις μείωσαν έντονα και τις πωλήσεις καυσίμων (-23,1%).
Αντιθέτως, στις δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη αύξηση συγκαταλέγονται ορισμένες που σχετίζονται με επιδράσεις της πανδημίας (π.χ. εργασία από απόσταση, προστασία από τον ιό), όπως οι πωλήσεις μέσω διαδικτύου (+18,0%), οι πωλήσεις Η/Υ – ηλεκτρονικών μέσων (+13,1%) και τα φαρμακευτικά είδη (+4,1%).
Επιπλέον, καλύτερα από το 2019 κινήθηκαν οι πωλήσεις τροφίμων ευρύτερα, με τις πωλήσεις τροφίμων από μη εξειδικευμένα καταστήματα να βελτιώνονται κατά 5,2%, τις πωλήσεις λαχανικών-φρούτων κατά 1,5% και τις πωλήσεις κρεάτων να αυξάνονται οριακά (+0,2%). Ενίσχυση δραστηριότητας σημειώθηκε και σε κλάδους που σχετίζονται με δραστηριότητες που επιτρέπονταν κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων όπως οι πωλήσεις φυτών και λιπασμάτων, ζώα συντροφιάς (1,5%).
Η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας εγχωρίως εξαιτίας της πανδημίας, είχε σχετικά μικρό αρνητικό αντίκτυπο στην απασχόληση, η οποία περιορίστηκε κατά 0,9%, ενώ το 2019 είχε αυξηθεί κατά 2,0%. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται κυρίως στα μέτρα προστασίας της υφιστάμενης απασχόλησης σε κλάδους οι οποίοι τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας.
Μεταξύ των βασικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, η απασχόληση περιορίστηκε σε δύο εκ των τεσσάρων. Η μεγαλύτερη αναλογική πτώση της σημειώθηκε στον πρωτογενή τομέα (-9,2% κατόπιν -3,4% το 2019), και στη βιομηχανία (-2,6% αντί +4,7% πρόπερσι). Αντιθέτως, στις Κατασκευές σημειώθηκε ενίσχυση της απασχόλησης κατά 3,2% (σε συνέχεια +0,5% το 2019 ) και στις Υπηρεσίες κατά 0,9% (κατόπιν +2,9% πρόπερσι).
Λιανικό εμπόριο και απασχόληση
Στο Λιανικό Εμπόριο επικράτησαν σταθεροποιητικές τάσεις στην απασχόληση, καθώς αυτή μεταβλήθηκε οριακά (+0,1%), σε συνέχεια ανόδου κατά 0,6% το 2019. Η διατήρηση των θέσεων εργασίας προήλθε, όπως αναφέρθηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τις παρεμβάσεις προστασίας της απασχόλησης. Επιπλέον, αποτελεί τη συνισταμένη ισχυρών, αντίθετων μεταξύ τους τάσεων στην απασχόληση των υποκλάδων της, ανάλογα με το εάν υπήρξε ή όχι επίπτωση σε αυτούς από τα περιοριστικά μέτρα λόγω COVID-19. Συγκεκριμένα, οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν σε έξι από τους εννέα υποκλάδους του λιανικού εμπορίου (Διάγραμμα 3.9).
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, η μεγαλύτερη πτώση σημειώθηκε στο λιανικό εμπόριο εκτός καταστημάτων (-34,3%), στις πωλήσεις εξοπλισμού πληροφοριακών και επικοινωνιακών συστημάτων (-31,0%) και στο λιανικό εμπόριο επιμορφωτικών ειδών – ψυχαγωγίας (-19,8%). Με μικρότερο ρυθμό μειώθηκε η απασχόληση στα καταστήματα οικιακού εξοπλισμού (-8,5% αντί +2,9%), στα καύσιμα (-7,1% αντί -18,4% το 2019) και στα μη ειδικευμένα καταστήματα (-2,4% αντί +2,9%). Αντιθέτως, η απασχόληση ενισχύθηκε στα καταστήματα τροφίμων – ποτών – καπνού (+20,7% αντί -1,2% πρόπερσι), στο υπαίθριο εμπόριο με πάγκους (+3,2% αντί +21,6% πέρσι) και στα λοιπά καταστήματα (+0,9% αντί +21,6% το 2019).