Περικοπές στις «λαϊκές» προμήθειες επεξεργάζονται σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες οι τράπεζες, καθώς τα πακέτα που προσέφεραν πρόσφατα στους πελάτες τους, δεν φαίνεται να εκτόνωσαν την υφέρπουσα γκρίνια των καταναλωτών για τα ύψη προμηθειών που εν τέλει αυτοί πληρώνουν.
Η απαίτηση πλέον δεν εκφράζεται μόνον μέσα από τις καταναλωτικές ενώσεις -εκφράζεται ασφαλώς παγίως και από εκεί- αλλά το σημαντικότερο όλων είναι πως το θέμα το τελευταίο διάστημα σήκωσε εκ νέου το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Το προηγούμενο δεκαήμερο άρχισε εκ νέου να τίθεται θέμα με την υψηλή κερδοφορία των τραπεζών και το ενδεχόμενο να μπει έκτακτη εισφορά πάνω σε αυτήν την κερδοφορία.
Η φημολογία αυτή δεν ήταν χωρίς αντίκρισμα, ούτε όμως χωρίς συνέπειες αφού οι μετοχές του κλάδου υπέστησαν σημαντικές πιέσεις μιας και ο τραπεζικός δείκτης σε επίπεδο 7 ημερών απώλεσε το 3,10% της αξίας του.
Το θέμα είναι πως οι αναβαθμίσεις των τραπεζών και οι αποκρατικοποιήσεις έφεραν στα μετοχολόγια των τραπεζών αρκετούς νέους και σημαντικούς μετόχους, οι οποίοι δεν λογάριαζαν στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης εισφοράς.
Όπως όμως και να έχει και χωρίς τίποτα μέχρι στιγμής να αποκλείεται, αν κάποιος επιχειρήσει να αποκρυπτογραφήσει τις πρόσφατες ρήσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κωστή Χατζηδάκη, μάλλον οδηγείται στη σκέψη πως η κυβέρνηση θέλει ουσιαστικές πρωτοβουλίες από τις τράπεζες, οι οποίες να ενισχύουν το πορτοφόλι των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να δημιουργούν προβλήματα στους μετόχους των πιστωτικών ιδρυμάτων.
«Όλες οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στον τραπεζικό τομέα μέχρι το τέλος της τετραετίας θα κινούνται μακριά από τον λαϊκισμό αλλά και μακριά από κάθε αντίληψη που θα έδειχνε αδιαφορία για τα προβλήματα των επιχειρήσεων και κυρίως των μικρομεσαίων, του απλού πελάτη και του απλού Έλληνα πολίτη».
Και συνέχισε ο κ. Χατζηδάκης αναφέροντας δύο ακόμη πράγματα:
- δεν είναι αποδεκτή οποιαδήποτε κίνηση που θα αποσταθεροποιούσε τις τράπεζες.
- το τραπεζικό σύστημα πρέπει να λειτουργήσει με συνθήκες εσωτερικού ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών.
Oλα τα παραπάνω συγκλίνουν στην πεποίθηση πως η απαίτηση τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους πολίτες είναι, οι τράπεζες να αποκτήσουν μια αληθινά και όχι προσχηματικά φιλικότερη τιμολογιακή πολιτική για τους πελάτες τους.
Οι λαϊκές προμήθειες ύψους 60 – 80 εκατ. ευρώ
Πάντως είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως οι «λαϊκές» προμήθειες, αυτές δηλαδή που αφορούν μια καταναλωτική πελατεία των τραπεζών και εστιάζουν στις πληρωμές και τα εμβάσματα, δεν είναι πάνω από το 13% του συνόλου των προμηθειών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι προμήθειες αυτές για το 2024 εκτιμάται πως θα διαμορφωθούν περί τα 60-80 εκατ. ευρώ και για τις 4 συστημικές τράπεζες έναντι συνόλου 600 εκατ. ευρώ προμηθειών επίσης για τις 4 συστημικές τράπεζες το 2024.
Αυτό σημαίνει λοιπόν πως μια πτώση ακόμη και στο μισό του μεγέθους τους, ασφαλώς δεν θα επηρέαζε σημαντικά τα αποτελέσματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Συγχρόνως οι τράπεζες θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τις όποιες απώλειες δημιουργηθούν, με προμήθειες άλλων εργασιών, όπως για παράδειγμα μέσα από το wealth όπου οι αυξημένες χρεώσεις δεν θα επηρέαζαν το ευρύ καταναλωτικό κοινό αλλά μια ομάδα πελατών – επενδυτών που απολαμβάνουν σημαντικές κεφαλαιακές αποδόσεις.
Οι τράπεζες το προηγούμενο χρονικό διάστημα επιχείρησαν να επιτύχουν μια φιλικότερη τιμολογιακή πολιτική προς τους καταναλωτές δίδοντας ένα σύνολο πακέτων. Η φιλοσοφία είχε ως εξής: με ένα εφάπαξ ποσό μηνιαία, οι πελάτες των τραπεζών διασφάλιζαν χαμηλές προμήθειες στις συναλλαγές τους. Αυτό ωστόσο δεν φαίνεται να δούλεψε επαρκώς καθώς τα πακέτα διαφοροποιούνται, οι καταναλωτές χρησιμοποιούν περισσότερες της μίας τράπεζας και εν τέλει και οι συναλλαγές που κάνουν ίσως να μην είναι τόσες που να δικαιολογούν τη σχέση κόστους οφέλους.
Επομένως όπως όλα δείχνουν οι τράπεζες προετοιμάζονται και μελετούν μια μείωση προμηθειών σε πληρωμές και εμβάσματα χωρίς ψιλά γράμματα, η οποία να είναι μετρήσιμη και να ισχύσει με την έναρξη της καινούριας χρονιάς.