Τα περισσότερα από τα προβλήματα που περιγράφει ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης στο βιβλίο του, όπως η αύξηση του χρέους, το δημοσιονομικό, η γήρανση του πληθυσμού, οι ανισότητες, η μετανάστευση, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή κλπ, είναι προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, καιρό τώρα, επιδεινούμενα συνεχώς, χρόνο με το χρόνο ανέφερε ο πρόεδρος της Lyktos Group κ. Μιχάλης Σάλλας στην παρουσίαση του βιβλίου του κου Ρουμελιώτη ο κατακερματισμός του κόσμου.
Η δομή λειτουργίας του Κράτους (δηλ. διάρθρωση-σύνθεση-κανόνες λειτουργίας), όπως έχει διαμορφωθεί από τα κόμματα εξουσίας διαχρονικά, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί ανταγωνιστικά στις συνθήκες που διαμορφώνονται, σε κάθε περίοδο, στην Ευρώπη και στο Διεθνές Οικονομικό Περιβάλλον σημειώνει ο κ. Σάλλας.
Δεν είναι τυχαίο ότι για να επιβιώσουν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας, περνούν σταδιακά ή θα περάσουν σύντομα στο ξένο έλεγχο, όπως Τράπεζες, Τουρισμός, Ενέργεια, Υγεία, τυχερά παιχνίδια, κλπ., πωλούνται ή παραχωρούνται σε αλλοδαπά επενδυτικά σχήματα. Είναι πολύ θετικό το ότι υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον από ιδιωτικούς φορείς του εξωτερικού για επενδύσεις στη χώρα μας. Αντίθετα, το λυπηρό είναι ότι υποδομές όπως επικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια, περνάνε σε διαχείριση και ιδιοκτησία κρατικών εταιρειών άλλων χωρών, απόδειξη της διαχειριστικής ανεπάρκειας του Ελληνικού κράτους.
Από το 2008 μέχρι το 2022 οι Έλληνες έχασαν αθροιστικά 600 δισ. € περίπου, εξαιτίας της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής δεκαετιών, βοηθούντος τελευταία και του COVID. Είναι σαν να πέρασε οδοστρωτήρας την χώρα.
Αφήσαμε τους πλουτοπαραγωγικούς μας πόρους χωρίς σχέδιο και στόχο. Προτιμήσαμε τις χωματερές από την εκβιομηχάνιση του αγροτικού τομέα. Αφήνουμε τις βιομηχανίες εγκαταλελειμμένες στη διεθνή λαίλαπα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Δύσης. Αφήνουμε τον τουρισμό σε χαοτική και αντιαναπτυξιακή πορεία, χωρίς να σχεδιάζουμε πώς θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα μακροπρόθεσμα οφέλη του. Πρώτος κλάδος της χώρας σε τζίρο, υπερδιπλάσιος και των supermarket, τα τυχερά παιχνίδια σημείωσε.
Χρειάζεται όμως μεγαλύτερη προσπάθεια για να προσεγγίσουμε τις ανάγκες της Χώρας και να σχεδιάσουμε την κατεύθυνση που πρέπει ανταγωνιστικά να πάρει επεσήμανε.
Η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να σταθούν στα πόδια τους.
Πράσινη μετάβαση
Αναφερόμενος στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της πράσινης μετάβασης, θα χρειαστεί η Ευρώπη την επόμενη εξαετία, δηλ. μέχρι το 2030, 396 δισ. ευρώ ετησίως για τις ενεργειακές επενδύσεις και περίπου 550 δισ. ευρώ, επίσης ετησίως, από το 2031 έως το 2050 γι’ αυτό το σκοπό, δηλ. μιλάμε για 15-16 τρις ευρώ. Η αναλογία της Ελλάδας ανέρχεται σε 456 δισ. Δεν έχουμε ακούσει, από καμία πλευρά, μία συγκροτημένη πρόταση για το πως θα το αντιμετωπίσουμε.
Πως θα αντιμετωπιστεί αυτό το τεράστιο πρόβλημα της πράσινης μετάβασης; Έχουν διατυπωθεί απόψεις για την υλοποίηση της συμφωνίας των Παρισίων του 2016, που εν πάση περιπτώσει μπορεί να υπάρξουν κάποιες μικρές παρατάσεις, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν έχει τις στενές νομικές δεσμεύσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο (1997). Ο Frank Elderson της ECB έχει διατυπώσει κάποιες απόψεις και προβληματισμό για τυχόν έκδοση Εθνικών Πράσινων Ομολόγων, πάντοτε με τον φόβο της δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων.
Η δική μου άποψη είναι ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο Εθνικά εργαλεία για αυτό το τεράστιο υπαρξιακό αναπτυξιακό θέμα σημειώνει ο ίδιος . Χρειάζονται κεντρικά εργαλεία της Ε.Ε. Θα έβλεπα για παράδειγμα την έκδοση 30ετών Ομολόγων, 500-600 δισ. € τον χρόνο, τα οποία θα απευθύνονται στην Παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξυπηρέτηση τους ετησίως θα μπορεί να γίνεται με την έκδοση ομολογιακών δανείων, μη τακτής λήξης (perpetual), κατάλληλα για αποθεματικά ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι όμως η Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και ιδιαίτερα η Γερμανία έτοιμες να αποδεχθούν τέτοιες προτάσεις; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω κατέληξε.
Ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης καταγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τις σύγχρονες συνθήκες ανταγωνισμού με τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες λέει ο κ. Σάλλας. Είναι εξαιρετικά πολύτιμη η ανάλυση και ο προβληματισμός που τίθενται.
Μένει στην πολιτική, επιστημονική (όπως το ΚΕΠΕ) και επιχειρηματική ελίτ να διαβάσουν το βιβλίο του, με την ευχή να βρουν από την πλευρά τους τρόπους για την ανταγωνιστικότερη διεθνή παρουσία του τόπου.
Ας το προσπαθήσουμε τουλάχιστον. Δεν διατηρώ πολλές ελπίδες, αλλά το εύχομαι ολόψυχα, όπως επίσης ολόψυχα εύχομαι να μελετηθεί το βιβλίο από όσο γίνεται περισσότερους ‘Έλληνες, κατέληξε ο Μ. Σάλλας.