Σε στασιμότητα διαρκείας καταδικάζουν το ελληνικό χρηματιστήριο, οι λανθασμένοι ως αποδεικνύεται εκ τους τελικού αποτελέσματος πολιτικοί ( και άλλοι ) χειρισμοί, γύρω από το σοβαρό εγχείρημα ενός μεγάλου ξένου τραπεζικού ομίλου να επενδύσει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα για πρώτη φορά μετά μια δεκαπενταετία απαξίωσης.

Η επιτυχία της διοίκησης της Alpha Bank να εξασφαλίσει έναν σοβαρό εταίρο όπως η ιταλική UniCredit, η οποία απέκτησε το 8,9% των μετοχών της τράπεζας σκιάζεται από το ύψος του τιμήματος.

Αυτό τελικά προσαρμόστηκε στην τιμή κλεισίματος της μετοχής της περασμένης Παρασκευής και υπερβαίνει κατά 14 εκατ. ευρώ την αρχική πρόταση του ξένου Ομίλου όπως έχει διατυπωθεί εδώ και ένα περίπου μήνα.

Όπως δείχνει με την σημερινή της συμπεριφορά η χρηματιστηριακή αγορά αντιμετωπίζει με προβληματισμό την εξέλιξη αυτή, αφού αποδυναμώνεται το «χαρτί», της αλλαγής πορείας στο ελληνικό χρηματιστήριο μέσω της διάθεσης των μετοχών των τραπεζών που βρίσκονται στην κατοχή του ΤΧΣ.

Αν η αντίληψη αυτή παγιωθεί και με τα επόμενα βήματα που θα γίνουν για την διάθεση του 20% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας τότε το χρηματιστήριο κινδυνεύει να καταδικαστεί σε μαρασμό για τους επόμενους μήνες, μέχρι τουλάχιστον στον ορίζοντα να προκύψουν ειδήσεις που θα δικαιολογούν περαιτέρω ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, μέσω των αποτελεσμάτων τους.

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από το εύρος τιμών που ανακοίνωσε σήμερα η ΤΧΣ για τη διάθεση του 20% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας.

Ήδη η τιμή της μετοχής της ΕΤΕ βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο του εύρους ( αυτό ορίστηκε μεταξύ 5-5,44 ευρώ ), ένδειξη ότι όπως εξελίσσεται το σχέδιο αποεπένδυσης από τις τράπεζες δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις να εκφραστεί στο χρηματιστήριο δυναμική ανόδου.

Παράγοντες της αγοράς εκφράζουν ανησυχίες κατά πόσον η τακτική που ακολουθείται από το ΤΧΣ (με προφανή έγκριση των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων) μπορεί να λειτουργήσει θετικά στην ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος για την ελληνική οικονομία.

Προφανώς και αυτό γίνεται παραδεκτό από την πλειοψηφία των ειδικών η είσοδος στην ελληνική αγορά ενός μεγάλου διεθνούς τραπεζικού «παίκτη» όπως η ιταλική UniCredit αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στις ελληνικές τράπεζες και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, οι διαφωνίες επικεντρώνονται στο γεγονός ότι οι προοπτικές αυτές δεν απεικονίζονται με όρους υπεραξίας.

Εκτός και αν η δυναμική τραπεζών και οικονομίας συνάδει με τις προσδοκίες των επενδυτών, οι οποίοι όμως αξιοποιούν την πρόθεση της κυβέρνησης να κλείσει άμεσα το ζήτημα της αποεπένδυσης στις τράπεζες.

Στην περίπτωση αυτό θα πρόκειται για τραγικό πολιτικό λάθος αφού η επιτάχυνση της αποεπένδυσης θα δημιουργήσει ευκαιρίες για τους νέους επενδυτές αλλά θα περιορίσει κατά πολύ τα περιθώρια του ελληνικού δημοσίου να επανακτήσει μέρος από τα 45 δις ευρώ -εκτίμηση ΚΕΠΕ – τα οποία κόστισε η σωτηρία των τραπεζών.

Στο επιχείρημα αυτό υπάρχει σοβαρός αντίλογος: Σύμφωνα με αυτόν το ΤΧΣ που ιδρύθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν πρόκειται να ανακτήσει πέραν των 2-3 δις ευρώ από το συνολικό ποσοστό των 45 δις ευρώ, επομένως μερικά εκατομμύρια παραπάνω δεν σώζουν την κατάσταση, ούτε αλλάζουν την συνολική εικόνα, αλλά μπορεί να αλλάξουν την οπτική γωνία των ξένων επενδυτών για την ελληνική οικονομία. Αυτό μένει να αποδειχθεί στο μέλλον.

Προς το παρόν μόνο αρνητική εντύπωση δημιουργεί η φήμη ότι υπήρξε κυβερνητική παρέμβαση ( ! ) για τα επιπλέον 14 εκατ., με τα οποία ενίσχυσε την αρχική του προσφορά ο ιταλικός όμιλος.

Τέτοιες εικοτολογίες ουδέν προσφέρουν αντιθέτως βλάπτουν τόσο την προσπάθεια της διοίκησης της Alpha Bank για ένα ντιλ με σημαντικές προοπτικές όσο και το κύρος της κυβέρνηση που εμφανίζεται να …παρακαλεί την ιταλική πλευρά να δώσει «κάτι παραπάνω»!

Διαβάστε ακόμη: