O Νίκος Γούναρης ήταν μόλις 25 ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος.

Ένας τραγουδιστής του «ελαφρού» τραγουδιού της εποχής (ας πούμε κάτι αντίστοιχο του σημερινού «ποπ») ερμήνευσε τους παρακάτω στίχους του Γιώργου Οικονομίδη, που αποτέλεσαν την ελληνική, σατιρική διασκευή του “Reginella Campagnola” του Έλντι Λαζάρο.

Το νέο τραγούδι, πήρε το όνομα «Κορόιδο Μουσολίνι».

Οι στίχοι του, φιλοδοξούσαν να επιφέρουν το πρώτο πλήγμα στον εχθρό, μέσω της διακωμώδησης του φασίστα Μουσολίνι και του στρατού του:

Με το χαμόγελο στα χείλη,
πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά
και γίνανε οι Ιταλοί ρεζίλι,
γιατ’ η καρδιά τους δεν βαστά.

Κορόιδο Μουσολίνι,
κανείς σας δε θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
η πατρίδα σου η γελοία,
τρέμετε όλοι το χακί.

Δεν έχει διόλου μπέσα
κι όταν θα μπούμε μέσα,
ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη
θα υψώσουμε σημαία ελληνική.

Σοφία Βέμπο, λίγο πριν τον πόλεμο

Η Σοφία Μπέμπου – αργότερα «Βέμπο» –  λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του ’40, ήταν μια κορυφαία σταρ του ελαφρού τραγουδιού, που πραγματοποιούσε ρεκόρ πωλήσεων δίσκων και όχι μόνο. Το 1938 ήταν η βασική τραγουδίστρια στην πρώτη, πειραματική ραδιοφωνική εκπομπή της Ελλάδας από το Ζάππειο, ενώ την ίδια χρονιά είχε εμφανιστεί σε μια κινηματογραφική ταινία με «Επίκαιρα» στιγμιότυπα, σε παραγωγή του Αιγυπτίου Τογκό Μιζράχι, η οποία προβλήθηκε σε κινηματογράφους στις ΗΠΑ, και στη Λατινική Αμερική. Η ταινία είχε τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί».

Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος, η Βέμπο μπήκε στην πρώτη γραμμή. Αμέσως. Πρώτα δώρισε 2.000 λίρες στα δημόσια ταμεία. Μετά, έγινε η «τραγουδίστρια της Νίκης», ερμηνεύοντας τραγούδια όπως τα «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου». Τι σήμαινε όμως αυτός ο χαρακτηρισμός; Πόσο εύκολο ήταν για τη Βέμπο να τραγουδάει πολεμικά τραγούδια στην κατεχόμενη Αθήνα και αργότερα, από την εξορία; Θα εξηγήσουμε.

Πότε ακούστηκε για πρώτη φορά το «Κορόιδο Μουσολίνι»

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός, από το φύλλο της 28ης Οκτωβρίου 1967, τα τραγούδια ακούστηκαν για πρώτη φορά στην επιθεώρηση «Μπέλα Γκρέτσια», που ανέβηκε στο θέατρο Μοντιάλ (επί της Πανεπιστημίου, μεταπολεμικά έγινε κινηματογραφική αίθουσα κι έπειτα, μέσα στη δεκαετία του ’60, κατεδαφίστηκε).

Η επιθεώρηση ανέβηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1940, με συντελεστές τους Μ.Λαουτάρη – Σπύρο Χαρίτο, Νίκο Γριμάνη σε κείμενα και χορογραφίες, και τις αδελφές Καλουτά, Ρένα Βλαχοπούλου, Γεωργία Βασιλειάδου, Σοφία Βέμπο, Ηρώ Χαντά, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη επί σκηνής. Από εκείνη τη σκηνή, ο Μίμης Τραϊφόρος, κομπέρ της παράστασης, ανήγγειλε στους θεατές την κατάληψη της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου, των Αγίων Σαράντα όσο η ορχήστρα των Σουγιούλ – Παπαδόπουλου έπαιζε τον εθνικό ύμνο και το πλήθος αγκαλιαζόταν με ενθουσιασμό. 

Μέσα στο Μοντιάλ γράφτηκε και το «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά». Ο παρακάτω διάλογος θρυλείται πως διαμηνύθηκε μεταξύ της Βέμπο και του Μίμη Τραϊφόρου στα παρασκήνια του θεάτρου.

«Έμαθα πως γράφεις ωραίους στίχους. Θέλω να μου γράψεις ένα πολεμικό τραγούδι».
-«Πρώτη φορά βλέπω θεούς να ζητάνε χάρη από κοινούς θνητούς…»
-«Αστ’ αυτά. Απ’ αυτά ξέρεις πολλά! Τραγούδια μπορείς να μου γράψεις;».
-«Θα προσπαθήσω».
-«Αν μπορείς, γράψ’ το απάνω στη Ζεχρά του Σουγιούλ. Μου αρέσει πολύ η μουσική της».

Τότε ο Μίμης Τραϊφόρος πήγε στο καμαρίνι του. Έψαξε για χαρτί, βρήκε ένα τσιγαρόχαρτο και άρχισε να γράφει. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά /που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά./ Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι/ Να ‘ρθετε ξανά».

Η Βέμπο, με το που διάβασε τους στίχους, βούρκωσε.

Τραγουδάει το τραγούδι το ίδιο κιόλας βράδυ κλαίγοντας. Το θέατρο είναι γεμάτο με νεοσύλλεκτους φαντάρους και τους πρώτους τραυματίες που έχουν επιστρέψει από το μέτωπο, με κρυοπαγήματα. Πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του πόδια φωνάζει: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς, δεν νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».

Αντίποινα

Εκείνη την εποχή, η Βέμπο δέχτηκε επίθεση από Ιταλούς καραμπινιέρους, οι οποίοι πρώτα διέρρηξαν το σπίτι της και ύστερα, όταν την πέτυχαν στο δρόμο, τη γρονθοκόπησαν, λέγοντας στα ιταλικά «αυτό για να μάθεις να κοροϊδεύεις τον Ντούτσε», επιβάλλοντας της απαγόρευση εξόδου από το σπίτι της. Αργότερα, όταν μπήκαν και οι Γερμανοί στην Αθήνα, έκαναν επιδρομή στα στούντιο της Κολούμπια, ώστε να καταστρέψουν τα ηχογραφήματα της Βέμπο.

Η Σόφια Βέμπο, μαζί με τον αδελφό της, επιχειρηματία Γιώργο Βέμπο, την αδελφή της Αλίκη, τον Μίμη Τραϊφόρο και άλλους συνεργάτες, κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1941, όπου και σχημάτισε «πολεμικό» θίασο.

Πόση αξία είχαν όλα αυτά;

Η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε μέσα σε νοσοκομεία, σε στρατόπεδα, όπου της ζητούσαν να εμφανιστεί και να εξυψώσει το φρόνημα του ελληνικού στρατού. Πρακτικά όμως, τι σήμαινε αυτό; Ας εξηγήσουμε.

‘Ήταν 28 Οκτωβρίου του 1961, όταν ο δημοσιογράφος Νίκος Βαλσαμάκης έγραφε στην εφημερίδα Μακεδονία: «Κύριε διοικητά βάλε μας σημαιοφόρο τη Βέμπο και σε λίγες ώρες του πετάμε στη θάλασσα τους κοκκορόφτερους» (σημειώσεις αγνώστου στρατιώτη της εποχής). Ποτέ δεν θα ξεχάσω, διηγείται η Βέμπο σε βιογραφικό σημείωμα της που δημοσίευσε ο Εθνικός Κήρυκας της Νέας Υόρκης έναν αεροπόρο μας με καμένο όλο το πρόσωπο του, σε κάποιο από τα νοσοκομεία που τραγουδούσα τότε.

Από τους επιδέσμους ήταν σκεπασμένο όλο του το πρόσωπο. Και αυτό το λευκό, άγνωστο κεφάλι, ενώ τραγουδούσα, μου έλεγε με μια απόκωφη φωνή, που έμοιαζε να ερχόταν από τον άλλο κόσμο. «Δεν σε βλέπω Σοφία, αλλά σε ακούει η ψυχή μου».

Διαβάστε ακόμη: