Ανάπτυξη 3,5% το 2022 και 3,1% το 2023, μετά από μια ισχυρή ανάπτυξη 8,3% το 2021, «βλέπει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα στις εαρινές οικονομικές της προβλέψεις που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Η Επιτροπή αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 και το 2023, σε σύγκριση με αυτές του Φεβρουαρίου (4,9% ήταν η πρόβλεψη για το 2022 και 3,5% για το 2023). Ο συνολικός πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει στο 6,3% το 2022 (από 3,1% που ήταν η εκτίμηση του Φεβρουαρίου) και στο 1,9% το 2023.
Στην έκθεσή της για την Ελλάδα, η Επιτροπή τονίζει: «Μετά την ταχεία ανάκαμψη από την πανδημία και ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα τους πρώτους μήνες του έτους, ο ρωσικός επιθετικός πόλεμος κατά της Ουκρανίας έχει θολώσει τις προοπτικές για την Ελλάδα. Η ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει αλλά να παραμείνει σταθερή, κυρίως λόγω της πλήρους ανάκαμψης του τουρισμού μέχρι το τέλος του προβλεπόμενου ορίζοντα (2023)». Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο υψηλός πληθωρισμός αναμένεται να επιβαρύνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά αυτό μετριάζεται εν μέρει από τα κρατικά μέτρα στήριξης. Τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα πρόκειται να λήξουν το 2022 και αναμένεται πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023.
Ανάπτυξη και πληθωριστικές πιέσεις
Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρει ότι παρά την παρατεταμένη αβεβαιότητα λόγω των διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα το 2021, αντισταθμίζοντας σχεδόν πλήρως την απότομη οικονομική πτώση από το 2020. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021, αντανακλώντας την καλύτερη από την αναμενόμενη τουριστική περίοδο, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση ανέκαμψε σχεδόν πλήρως. Η ανάπτυξη προήλθε επίσης από μια αξιοσημείωτη ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ οι εξαγωγές αγαθών συνέχισαν να αυξάνονται, καθώς η χώρα επωφελήθηκε από την ανάκαμψη στην ΕΕ και σε άλλους εμπορικούς εταίρους.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας αναμένεται να αυξήσει τις εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις και να επιβαρύνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ωστόσο, τα μέτρα κρατικής στήριξης, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και οι οικονομίες που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναμένεται να αμβλύνουν εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση. «Η αυξημένη αποστροφή κινδύνου, μαζί με τα αυξημένα σημεία συμφόρησης στην προσφορά, μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη νέων επενδυτικών σχεδίων, αλλά η οικονομία πρόκειται επίσης να επωφεληθεί από την ανάπτυξη έργων που χρηματοδοτούνται από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF)», τονίζει η Επιτροπή.
Επιπλέον, η αύξηση των εξαγωγών προβλέπεται να παραμείνει σταθερή λόγω της ανάκαμψης του τουρισμού, ο οποίος εκτιμάται ότι θα παραμείνει ανθεκτικός δεδομένου του περιορισμένου μεριδίου τουριστών από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία στις συνολικές αφίξεις. Ωστόσο, η αύξηση των εξαγωγών αγαθών αναμένεται να μειωθεί σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις εν όψει της προβλεπόμενης επιβράδυνσης στην ΕΕ και στην παγκόσμια οικονομία συνολικά.
Συνολικά, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,5% το 2022. Η ανάπτυξη το 2023 αναμένεται να παραμείνει υψηλή, στο 3,1%, λόγω της σταδιακής ανάκαμψης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και της προβλεπόμενης επιστροφής του τουρισμού στο προπανδημικό επίπεδο.
Απασχόληση
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά την απασχόληση, η Επιτροπή τονίζει ότι συνεχίζεται η δημιουργία θέσεων εργασίας, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού. Η δημιουργία θέσεων εργασίας παρουσίασε ισχυρή ανάπτυξη το δεύτερο εξάμηνο του 2021 λόγω της αύξησης της απασχόλησης στη γεωργία και τη μεταποίηση. Αναμένεται να συνεχιστεί και το 2022, παρά τη συνολική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας φέτος.
Επίσης, επισημαίνεται ότι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 7,5% τον Μάιο του 2022, μετά από μια μέτρια αύξηση κατά 2% τον Ιανουάριο του 2022. «Αυτό είναι πιθανό να υποστηρίξει την αύξηση των ονομαστικών μισθών το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δεδομένου ότι σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εργαζομένων στη χώρα λαμβάνει κατώτατο μισθό», εκτιμά η Επιτροπή.
Πληθωρισμός
Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να κορυφωθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και να παραμείνει υψηλός στη συνέχεια, πριν υποχωρήσει το 2023. Η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι ο κύριος μοχλός, ενώ η αύξηση του βασικού κόστους εισροών, όπως τα λιπάσματα και οι μεταφορές, επηρεάζει τις τιμές των τροφίμων. Ο συνολικός πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει στο 6,3% το 2022 και στο 1,9% το 2023.
«Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει μεγεθύνει τους καθοδικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία, ενώ οι προοπτικές εξαρτώνται από τις τεχνικές παραδοχές της πρόβλεψης. Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές δαπανών των νοικοκυριών και τη δυναμική των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε αυτές τις παραδοχές», επισημαίνει η Επιτροπή.
Η αβεβαιότητα αφορά και την τουριστική περίοδο, καθώς τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εγχώριων και ξένων τουριστών ενδέχεται να μειωθούν λόγω του πληθωρισμού. Ανοδικά, οι ισχυρές επιδόσεις στις εξαγωγές αγαθών την προηγούμενη περίοδο των αυξημένων διαταραχών από την πλευρά της προσφοράς υποδηλώνουν κάποια ανθεκτικότητα των εξαγωγικών εταιρειών της Ελλάδας, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερες εξαγωγικές επιδόσεις από τις αναμενόμενες επί του παρόντος.
Επιστροφή πρωτογενών πλεονασμάτων
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας έφτασε στο 7,4% το 2021, γεγονός που αντανακλά κυρίως τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και στήριξης που εξακολουθούν να ισχύουν σχετικά με την πανδημία. Αυτό το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με την Επιτροπή, καλύτερο από το αναμενόμενο νωρίτερα και οφείλεται στη γρήγορη ανάκαμψη των προσωπικών και εταιρικών εισοδημάτων.
Καθώς η ανάπτυξη συνεχίζεται και ορισμένα από τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία έχουν ήδη καταργηθεί, το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 4,3% του ΑΕΠ το 2022, αν και αναμένεται επίσης να επηρεαστεί από τα προσωρινά μέτρα που ελήφθησαν ως απάντηση στις υψηλές τιμές ενέργειας.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο 1% του ΑΕΠ το 2023, φέρνοντας το πρωτογενές ισοζύγιο σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Αυτή η προβλεπόμενη μείωση προϋποθέτει ότι τα περισσότερα από τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία, καθώς και εκείνα που εφαρμόζονται για να μετριαστεί ο αντίκτυπος των υψηλών τιμών της ενέργειας, θα καταργηθούν σταδιακά. Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προβλεπόμενοι παράγοντες για την παράταση των δύο φιλικών προς την ανάπτυξη φορολογικών περικοπών που σχεδιάστηκαν από τις Αρχές, οι οποίες βασίζονται σε μέτρα που αρχικά θεσπίστηκαν το 2021 και το 2022 για την ανακούφιση των επιπτώσεων της πανδημίας, επρόκειτο να λήξουν στα τέλη του τρέχοντος έτους.
Δημόσιο χρέος
Το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 193% του ΑΕΠ λόγω της έντονης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 186% του ΑΕΠ το 2022 και σε περίπου 180% το 2023, υποστηριζόμενο από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και τα δύο έτη και του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023.
Καταλήγοντας, η έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι «παρά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα του 2021, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί». Σχετίζονται κυρίως με ενδεχόμενη ενεργοποίηση κρατικών εγγυήσεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης, τις δικαστικές υποθέσεις κατά της εταιρείας ακινήτων (ΕΤΑΔ) και την εκκρεμή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αναδρομική αποζημίωση για περικοπές στις επικουρικές συντάξεις και εποχιακών μπόνους. Ανοδικά, η κερδοφορία του εταιρικού εισοδήματος μπορεί να συνεχίσει να υπερβαίνει τις προσδοκίες, όπως συνέβη για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021.
Χρ. Σταϊκούρας: Οι εαρινές προβλέψεις επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας
«Οι εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας και αναδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης». Αυτό δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας με αφορμή τη δημοσιοποίηση των εν λόγω προβλέψεων, προσθέτοντας ότι είναι βέβαιος ότι, παρά τις μεγάλες «φουρτούνες», η οικονομία μπορεί να οδηγηθεί σε ένα περιβάλλον υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης, δημιουργίας περισσότερων νέων θέσεων απασχόλησης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Ειδικότερα, ο υπουργός δήλωσε τα εξής:
«Οι σημερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, παρουσιάζοντας μάλιστα μία σταθερή δυναμική. Παράλληλα, αναγνωρίζουν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, η χώρα μας, παρά τις αναμενόμενες απώλειες που υφίσταται- όπως εξάλλου, και ολόκληρη η Ευρώπη- λόγω της ενεργειακής κρίσης, εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα εμφανίζεται πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στις επενδύσεις για την τριετία 2021- 2023, με διψήφια μάλιστα άνοδο των επενδύσεων και για το 2022. Την ίδια στιγμή, η ανεργία στη χώρα μας συνεχίζει να υποχωρεί τα επόμενα χρόνια, μετά και τη σημαντική συρρίκνωση που παρουσίασε τα τελευταία έτη.
Σε ό,τι αφορά στον πληθωρισμό, παρουσιάζεται μεν υψηλός, διαμορφώνεται όμως στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τονίζει ότι τα μέτρα στήριξης που λαμβάνει η κυβέρνηση, η σημαντική ενίσχυση του κατώτατου μισθού αλλά και οι αυξημένες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αμβλύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Η νέα κρίση που διερχόμαστε πλήττει μεν, αλλά φαίνεται να μην εκτρέπει την οικονομία μας. Δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, αλλά δεν θα οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Θολώνει τα επιτεύγματα και τις ευοίωνες προοπτικές της χώρας, αλλά δεν ακυρώνει τη διεθνώς καλή εικόνα της. Με συνέπεια, αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και εφαλτήριο όσα έχουμε όλοι μαζί πετύχει, συνεχίζουμε τον απαιτητικό, αλλά ταυτόχρονα και ανοδικό δρόμο που έχουμε χαράξει.
Είμαι βέβαιος ότι παρά τις μεγάλες “φουρτούνες”, μπορούμε να οδηγήσουμε την οικονομία μας σε ένα περιβάλλον υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης, δημιουργίας περισσότερων νέων θέσεων απασχόλησης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής».