Σήμερα (09/11), η Επιτροπή παρουσίασε το πλάνο του μεταρρυθμισμένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις βασικές δράσεις να αφορούν:
- Μείωση του δημόσιου χρέους των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας.
- Μία βάση για τη μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη των χωρών– μελών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νέες κατευθυντήριες γραμμές, με σκοπό να υπάρξει ένα απλούστερο σύστημα δημοσιονομικών κανόνων, με μεγαλύτερη ιδιοκτησία τους από κάθε κράτος – μέλος και μεγαλύτερο περιθώριο μείωσης του χρέους αλλά σε συνδυασμό με ισχυρότερη επιβολή, σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις και τον Επίτροπο, Πάολο Τζεντιλόνι.
Τι προβλέπουν οι νέοι κανόνες
Κάθε κράτος – μέλος θα πρέπει να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία σε ένα τετραετές δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο, το οποίο θα υποβληθεί στην Επιτροπή.
Θα πρέπει να σχεδιασθεί για να επιτύχει μία σταδιακή και διαρκή μείωση των δεικτών του δημόσιου χρέους ή να διατηρήσει το χρέος σε συνετά επίπεδα για τις χώρες με χαμηλό χρέος. Στην πραγματικότητα, οι χώρες θα «κατέχουν» τα σχέδιά τους, συμμετέχοντας άμεσα στην υλοποίηση.
Οι τιμές αναφοράς που κατοχυρώνονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης παραμένουν σε ισχύ· 3% του ΑΕΠ για το δημόσιο έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.
Δεδομένου, όμως, ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικές καταστάσεις δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεταξύ των κρατών – μελών, αυτός ο συνδυασμός στοιχείων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες.
Επομένως, δεν είναι ζήτημα αν θα τεθεί το χρέος σε «τροχιά» μείωσης προς το 60% του ΑΕΠ, αλλά πώς κάθε χώρα φθάνει εκεί και κυρίως, πόσο γρήγορα. Τα κράτη – μέλη θα χαράσσουν τις διαδρομές τους με πιο ρεαλιστικό τρόπο από όσο επιτάσσουν οι ισχύοντες κανόνες.
Κάθε εθνικό σχέδιο πρέπει να εξασφαλίζει έγκριση τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και από το Συμβούλιο. Αφού το εκάστοτε εθνικό σχέδιο συμφωνηθεί, κάθε κράτος – μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με το σχέδιο για ολόκληρη την περίοδο. Η Επιτροπή θα πραγματοποιεί συνεχή παρακολούθηση. Αν μία χώρα – μέλος δε συμμορφωθεί, θα υπόκειται σε ισχυρότερους μηχανισμούς επιβολής.
Για παράδειγμα, εάν μία χώρα με σημαντική απόκλιση ως προς το δημόσιο χρέος δεν τηρήσει το συμφωνηθέν σχέδιο, η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος θα ενεργοποιηθεί αυτόματα. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί τις αποκλίσεις, ώστε να αποφεύγονται οι μικρές αποκλίσεις που τελικά θα οδηγήσουν σε μεγάλη απόκλιση.
Η Κομισιόν πρότεινε, επίσης, έναν νέο τρόπο για να διασφαλισθεί ότι ένα κράτος – μέλος θα πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις για τις οποίες δεσμεύεται, με αντάλλαγμα μία πιο σταδιακή πορεία προσαρμογής.
Αν, ωστόσο, μία χώρα δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της, η Κομισιόν θα μπορεί να ζητήσει ένα αναθεωρημένο σχέδιο, με πιο αυστηρή δημοσιονομική πορεία και να επιβάλλει κυρώσεις.
«Πριν από τριάντα χρόνια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ αναγνώρισε την ανάγκη για υγιή δημόσια οικονομικά και συντονισμένες δημοσιονομικές πολιτικές. Η πρόθεση ήταν να συμπληρωθεί η ενιαία νομισματική πολιτική και να αποφευχθούν οικονομικές δευτερογενείς επιπτώσεις μεταξύ των χωρών και προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1990. Διαφορετικά πλαίσια και συνθήκες απαιτούσαν αρκετές αναθεωρήσεις του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης όλα αυτά τα χρόνια, ειδικά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Ύστερα από μία αργή ανάκαμψη από εκείνη την κρίση, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το σοβαρό οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού.
Σήμερα, οι οικονομίες μας αντιμετωπίζουν μία άλλη δοκιμασία, με την παρατεταμένη επιθετικότητα της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Τα επιτόκια αυξάνονται. Ο πληθωρισμός “αγγίζει” υψηλά ρεκόρ· επομένως, τα ερωτήματα για μία σωστή και συντονισμένη απάντηση στην οικονομική πολιτική είναι αναγκαία», τόνισε ο Βάλντις Ντομπρόβσκι.
Όμως, παρόλο που η Επιτροπή προτείνει αυτούς τους αναθεωρημένους κανόνες, αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζουν ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες, ιδίως για την μείωση του δημοσίου χρέους είναι «μη ρεαλιστικοί» και ακόμη και «επιβλαβείς για την ανάπτυξη» σε ορισμένες χώρες.
Διαβάστε ακόμη: