Δεν μας έφτανε η μεγάλη ύφεση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού το 2020, από το καλοκαίρι του περασμένου έτους έκαναν την εμφάνισή τους και έντονες πληθωριστικές πιέσεις, εν μέσω της ανάκαμψης της ζήτησης διεθνώς και των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ήρθε να διογκώσει αυτό το πληθωριστικό κύμα, τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς τη διάρκεια του, με επιπτώσεις πλέον στα πραγματικά μεγέθη των οικονομιών.
Αναπόφευκτα λοιπόν, όπως επισημαίνει στην τελευταία της ανάλυση η τράπεζα Eurobank, τους τελευταίους μήνες, οι προβλέψεις που ανακοινώνονται για τη μακροοικονομική επίδοση των περισσοτέρων χωρών παγκοσμίως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Εξαιτίας της εν εξελίξει ενεργειακής κρίσης, οι εκτιμήσεις για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης τη διετία 2022 & 2023 αναθεωρούνται προς τα κάτω και για τον πληθωρισμό, ειδικά για το τρέχον έτος, ισχυρά προς τα πάνω.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι οικονομικές προβλέψεις υπόκεινται σε «πολύ υψηλή αβεβαιότητα και κινδύνους, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Τη σκυτάλη λοιπόν πήρε η Κομισιόν, η οποία και αυτή με τη σειρά της αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αναθεώρηση προς το χειρότερο των προβλέψεών της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκαλεί φυσικά ανείπωτα δεινά και καταστροφές, αλλά επιβαρύνει επίσης την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Ο πόλεμος οδήγησε σε άνοδο των τιμών της ενέργειας και σε περαιτέρω διατάραξη των αλυσίδων εφοδιασμού, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να παραμείνει υψηλότερος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Από μια πρώτη ανάγνωση των εαρινών προβλέψεων της Επιτροπής προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ενεργειακή κρίση επηρεάζει αρνητικά το σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, με την ανάπτυξη σε όλα τα κράτη μέλη με εξαίρεση την Πορτογαλία να αναθεωρείται προς τα κάτω και τον πληθωρισμό σε όλα τα κράτη μέλη να αναθεωρείται προς τα πάνω.
Οι οικονομίες της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Σλοβακίας, παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες επί τα χείρω αναθεωρήσεις στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό σωρευτικά για τη διετία 2022 – 2023.
Με εξαίρεση τη Φινλανδία, οι προαναφερθείσες χώρες είναι οι μόνες από την Ευρωζώνη που συνορεύουν είτε με τη Ρωσία (Βαλτικές Χώρες, η Λιθουανία συνορεύει μέσω του θύλακα του Καλίνινγκραντ, πρώην Ανατολική Πρωσία) είτε με την Ουκρανία (Σλοβακία). Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βαθμός εξάρτησής της από τις εισαγωγές ενέργειας είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη (81,4% Ελλάδα έναντι 62,1% Ευρωζώνη και 57,5% Ε.Ε.-27).
Υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για τις οικονομικές προοπτικές
Αναλυτικότερα, η Κομισιόν στις προβλέψεις της σημειώνει ότι, το κύριο πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία και την οικονομία της ΕΕ από τον πόλεμο στην Ουκρανία έρχεται από τις τιμές της ενέργειας. Αν και είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά πριν από τον πόλεμο, από τα χαμηλά επίπεδα που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αβεβαιότητα σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού έχει πιέσει τις τιμές προς τα πάνω, αυξάνοντας παράλληλα τη μεταβλητότητά τους.
Αυτό ισχύει για τα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, με την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών να μειώνεται. Επιπλέον, οι διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού που προκαλούνται από τον πόλεμο, καθώς και το αυξανόμενο κόστος εισροών για ένα ευρύ φάσμα πρώτων υλών, προσθέτουν στις διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο που προκαλούνται από τα δραστικά μέτρα περιορισμού του κορωνοϊού που εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε μέρη της Κίνας, επιβαρύνοντας την παραγωγή.
Επιπλέον η Επιτροπή επισημαίνει ότι, οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις για την οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του πολέμου και ιδιαίτερα από τον αντίκτυπό του στις αγορές ενέργειας. Πέρα από αυτούς τους άμεσους κινδύνους, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδηγεί σε οικονομική αποσύνδεση της ΕΕ από τη Ρωσία, με συνέπειες που είναι δύσκολο να κατανοηθούν πλήρως σε αυτό το στάδιο.
Το σοβαρό σενάριο συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την εξάρτηση των χωρών της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ειδικότερα, σε περίπτωση οριστικής μείωσης του εφοδιασμού φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ θα ήταν περίπου 2,5 και 1 ποσοστιαία μονάδα κάτω από την προβλεπόμενη τιμή βάσης το 2022 και το 2023, αντίστοιχα, ενώ ο πληθωρισμός θα αυξανόταν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 και κατά περισσότερο από 1 το 2023.
Μάλιστα, η Κομισιόν αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο οικονομικής ύφεσης στα πλέον εξαρτημένα από το ρωσικό φυσικό αέριο κράτη-μέλη της ΕΕ, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί το δυσμενέστερο σενάριο άμεσης διακοπής του εφοδιασμού με φυσικό αέριο από τη Ρωσία.
Επίσης, σε περίπτωση μεγαλύτερων προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού και περαιτέρω αυξήσεων στις τιμές των μη ενεργειακών εμπορευμάτων, ιδίως των τροφίμων, θα οδηγούσαν σε πρόσθετες καθοδικές πιέσεις την ανάπτυξη και ανοδικές πιέσεις τις τιμές. Μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες επιπτώσεις δεύτερου γύρου ενόψει ενός εισαγόμενου πληθωριστικού σοκ θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις στασιμοπληθωριστικές δυνάμεις.
Οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις συνοδεύονται επίσης από αυξημένους κινδύνους για τις συνθήκες χρηματοδότησης. Στα θετικά πάντως, η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη του περασμένου έτους θα έχει διαρκή θετική επίδραση στους ρυθμούς ανάπτυξης φέτος.
Μια ισχυρή αγορά εργασίας, η επαναλειτουργία μετά την πανδημία και το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να παράσχουν περαιτέρω στήριξη στις οικονομίες μας και να συμβάλλουν στη μείωση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων. Ωστόσο, και αυτή η πρόβλεψη υπόκειται σε υψηλή αβεβαιότητα και κινδύνους που συνδέονται στενά με την εξέλιξη του πολέμου στη Ρωσία.
Παρακινδυνευμένες οι οικονομικές προβλέψεις
Με βάση λοιπόν τις αναθεωρημένες επί τα χείρω προβλέψεις της Κομισιόν, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ αναμένεται τώρα στο 2,7% το 2022 και 2,3% το 2023, από 4% και 2,8% (2,7% στη ζώνη του ευρώ) αντίστοιχα στις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις του Φεβρουαρίου 2022. Η αύξηση της παραγωγής εντός του έτους μειώθηκε από 2,1% σε 0,8%. Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός ενισχύεται από τις αρχές του 2021.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, από 4,6% σε ετήσια βάση το τελευταίο τρίμηνο του 2021, ανέβηκε στο 6,1% το πρώτο τρίμηνο του 2022, ενώ στην ευρωζώνη εκτινάχθηκε στο 7,5% τον Απρίλιο, το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της νομισματικής ένωσης. Το 2021 ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη προβλέπεται να φτάσει το 6,1%, πριν υποχωρήσει στο 2,7% το 2023.
Για το 2022 συνολικά, αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική αναθεώρηση προς τα πάνω σε σύγκριση με τις χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις του Φεβρουαρίου 2022 (3,5%). Ο πληθωρισμός αναμένεται να κορυφωθεί στο 6,9% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και να υποχωρήσει σταδιακά στη συνέχεια.
Για την ΕΕ, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί από 2,9% το 2021 σε 6,8% το 2022 και να υποχωρήσει στο 3,2% το 2023. Ο μέσος δομικός πληθωρισμός προβλέπεται πάνω από 3% το 2022 και το 2023 τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ.
Σχετικά με την δημοσιονομική κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών, η Κομισιόν σημειώνει ότι, παρά το κόστος των μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας και για τη στήριξη των ατόμων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία, το συνολικό δημόσιο έλλειμμα στην ΕΕ πρόκειται να μειωθεί περαιτέρω το 2022 και το 2023 καθώς τα προσωρινά μέτρα στήριξης για τον κορωνοϊό συνεχίζουν να αποσύρονται.
Από 4,7% του ΑΕΠ το 2021, το έλλειμμα στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί στο 3,6% του ΑΕΠ το 2022 και στο 2,5% το 2023 (3,7% και 2,5% στη ζώνη του ευρώ).
Μετά τη μείωση το 2021 σε περίπου 90% (97% στη ζώνη του ευρώ) από την ιστορική αιχμή του σχεδόν 92% του ΑΕΠ το 2020 (σχεδόν 100% στη ζώνη του ευρώ), ο συνολικός λόγος χρέους προς ΑΕΠ της ΕΕ είναι προβλέπεται να μειωθεί σε περίπου 87% το 2022 και 85% το 2023 (95% και 93% στη ζώνη του ευρώ, αντίστοιχα), παραμένοντας πάνω από τα προ-κορωνοϊού επίπεδα.
Οι παρατηρήσεις για την Ελλάδα
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, η κυβέρνηση διά στόματος του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, δήλωσε ικανοποιημένη, καθώς επιβεβαιώνεται η αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, παρουσιάζοντας μάλιστα μία σταθερή δυναμική. Παράλληλα, αναγνωρίζεται η αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, η χώρα μας, παρά τις αναμενόμενες απώλειες που υφίσταται- όπως εξάλλου, και ολόκληρη η Ευρώπη- λόγω της ενεργειακής κρίσης, εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα εμφανίζεται πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στις επενδύσεις για την τριετία 2021- 2023, με διψήφια μάλιστα άνοδο των επενδύσεων και για το 2022.
Την ίδια στιγμή, η ανεργία στη χώρα μας συνεχίζει να υποχωρεί τα επόμενα χρόνια, μετά και τη σημαντική συρρίκνωση που παρουσίασε τα τελευταία έτη. Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, παρουσιάζεται μεν υψηλός, διαμορφώνεται όμως στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τονίζει ότι τα μέτρα στήριξης που λαμβάνει η κυβέρνηση, η σημαντική ενίσχυση του κατώτατου μισθού αλλά και οι αυξημένες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αμβλύνουν τις πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Την ίδια ώρα ωστόσο, ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι υπογράμμισε στις δηλώσεις του την ανάγκη η Ελλάδα και όλα τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος να είναι πολύ προσεκτικά στη μείωσή του και στον περιορισμό των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών. Συγκεκριμένα ο κ. Τζεντιλόνι σημείωσε ότι, η Ελλάδα και όλα τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά στη μείωση του επιπέδου του χρέους και στον περιορισμό των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών.
Αυτή είναι μια αρχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από όλα τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος. Παράλληλα ανέφερε, ότι την επόμενη εβδομάδα που η Επιτροπή θα παρουσιάσει τις οικονομικές συστάσεις της προς τα κράτη-μέλη, θα ληφθεί υπόψη για την Ελλάδα και η συμμόρφωση για το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ.
Ανάπτυξη με υψηλό πληθωρισμό
Όπως και να ’χει, η Επιτροπή αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 και το 2023, σε σύγκριση με αυτές του Φεβρουαρίου (4,9% ήταν η πρόβλεψη για το 2022 και 3,5% για το 2023).Στην περίπτωση πάντως που επαληθευτεί αυτό το σενάριο, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023 θα είναι υψηλότερο κατά 5,2% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα (3,6% στην Ευρωζώνη), ενώ θα είναι μικρότερο κατά 19,1% σε σχέση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα.
Από εκεί και πέρα, η Κομισιόν σημειώνει ότι, μετά την ταχεία ανάκαμψη από την πανδημία και ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα τους πρώτους μήνες του έτους, ο ρωσικός επιθετικός πόλεμος κατά της Ουκρανίας έχει θολώσει τις προοπτικές για την Ελλάδα. Η ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει αλλά να παραμείνει σταθερή, κυρίως λόγω της πλήρους ανάκαμψης του τουρισμού μέχρι το τέλος του προβλεπόμενου ορίζοντα (2023)».
Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο υψηλός πληθωρισμός αναμένεται να επιβαρύνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά αυτό μετριάζεται εν μέρει από τα κρατικά μέτρα στήριξης. Τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα πρόκειται να λήξουν το 2022 και αναμένεται πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023.
Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρει ότι παρά την παρατεταμένη αβεβαιότητα λόγω των διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα το 2021, αντισταθμίζοντας σχεδόν πλήρως την απότομη οικονομική πτώση από το 2020. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 8,3% το 2021, αντανακλώντας την καλύτερη από την αναμενόμενη τουριστική περίοδο, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση ανέκαμψε σχεδόν πλήρως.
Η ανάπτυξη προήλθε επίσης από μια αξιοσημείωτη ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ οι εξαγωγές αγαθών συνέχισαν να αυξάνονται, καθώς η χώρα επωφελήθηκε από την ανάκαμψη στην ΕΕ και σε άλλους εμπορικούς εταίρους.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας αναμένεται να αυξήσει τις εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις και να επιβαρύνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ωστόσο, τα μέτρα κρατικής στήριξης, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και οι οικονομίες που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναμένεται να αμβλύνουν εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση.
Η αυξημένη αποστροφή κινδύνου, μαζί με τα αυξημένα σημεία συμφόρησης στην προσφορά, μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη νέων επενδυτικών σχεδίων, αλλά η οικονομία πρόκειται επίσης να επωφεληθεί από την ανάπτυξη έργων που χρηματοδοτούνται από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Επιπλέον, η αύξηση των εξαγωγών προβλέπεται να παραμείνει σταθερή λόγω της ανάκαμψης του τουρισμού, ο οποίος εκτιμάται ότι θα παραμείνει ανθεκτικός δεδομένου του περιορισμένου μεριδίου τουριστών από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία στις συνολικές αφίξεις.
Ωστόσο, η αύξηση των εξαγωγών αγαθών αναμένεται να μειωθεί σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις εν όψει της προβλεπόμενης επιβράδυνσης στην ΕΕ και στην παγκόσμια οικονομία συνολικά.
Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να κορυφωθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και να παραμείνει υψηλός στη συνέχεια, πριν υποχωρήσει το 2023, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι ο κύριος μοχλός, ενώ η αύξηση του βασικού κόστους εισροών, όπως τα λιπάσματα και οι μεταφορές, επηρεάζει τις τιμές των τροφίμων. Ο συνολικός πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει στο 6,3% το 2022 και στο 1,9% το 2023.
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει μεγεθύνει τους καθοδικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία, ενώ οι προοπτικές εξαρτώνται από τις τεχνικές παραδοχές της πρόβλεψης. Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές δαπανών των νοικοκυριών και τη δυναμική των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε αυτές τις παραδοχές», επισημαίνει η Επιτροπή.
Η αβεβαιότητα αφορά εξάλλου και στην τουριστική περίοδο, καθώς τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εγχώριων και ξένων τουριστών ενδέχεται να μειωθούν λόγω του πληθωρισμού. Ανοδικά, οι ισχυρές επιδόσεις στις εξαγωγές αγαθών την προηγούμενη περίοδο των αυξημένων διαταραχών από την πλευρά της προσφοράς υποδηλώνουν κάποια ανθεκτικότητα των εξαγωγικών εταιρειών της Ελλάδας, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερες εξαγωγικές επιδόσεις από τις αναμενόμενες επί του παρόντος.