Ο Κένεθ Άνγκερ, μια μνημειώδης μορφή του αμερικανικού, πρωτοποριακού κινηματογράφου και της τέχνης της κινούμενης εικόνας, πέθανε στις 11 Μαΐου σε ίδρυμα υποστηριζόμενης διαβίωσης στην Yucca Valley της Καλιφόρνια. Ήταν 96 ετών. Τον θάνατό του επιβεβαίωσαν η Monika Sprüth και η Philomene Magers, οι γκαλερίστες που εκπροσωπούσαν τον Άνγκερ από το 2009.
Ο Άνγκερ ήταν περισσότερο γνωστός για τα παραβατικά, οριακά κινηματογραφικά έργα του, συμπεριλαμβανομένων ταινιών όπως τα Fireworks (1947) και Scorpio Rising (1963), τα οποία πήγαν ενάντια στους τυπικούς και κοινωνικούς περιορισμούς της εποχής τους και, κατά τη διαδικασία, βοήθησαν στη χάραξη νέου εδάφους για τον αμερικανικό underground κινηματογράφο και τελικά για την ποπ κουλτούρα γενικότερα.
Ο Άνγκερ γεννήθηκε το 1927 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, ως μέλος μιας μεσοαστικής πρεσβυτεριανής οικογένειας, του Κένεθ Γουίλμπουρ Άνγκλεμαγιερ. Αν και αργότερα θα ισχυριζόταν, σε μια χαρακτηριστική πράξη αυτομυθοποίησης, ότι είχε παίξει σε μια εκδοχή της ταινίας Όνειρο Θερινής Νυκτός του 1935, η πρώτη του επιβεβαιωμένη εμπειρία με τον κινηματογράφο ήρθε το 1937 -σε ηλικία δέκα ετών- όταν γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, τον Φέρντιναντ Τον Ταύρο, σε ένα ρολό φιλμ 16 χιλιοστών που είχε απομείνει από οικογενειακές διακοπές.
Συνέχισε να γυρίζει ταινίες καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας του, συχνά με αφορμή την κλασική μυθολογία και τις σειρές επιστημονικής φαντασίας. Γρήγορα ανέπτυξε ένα ταλέντο στον τυπικό και εννοιολογικό πειραματισμό. «Τα ονομάζω σινε-ποιήματα», δήλωσε ο ίδιος για το έργο του σε συνέντευξή του στο Dazed το 2011. «Δεν είναι αφηγηματικές ταινίες, αλλά μάλλον ιστορίες ειπωμένες σε εικόνες».
Αυτοί οι πειραματισμοί αποκρυσταλλώθηκαν τελικά στην ταινία του Fireworks του 1947, «ένα νευρικό, jump-cut παρασκεύασμα υπεροπτικού δράματος με ελληνική χροιά σουρεαλιστικού ψυχοσεξουαλικού πολτού» όπως έγραψαν τότε οι κριτικές, που ήταν επίσης ένα από τα πρώτα παραδείγματα queer πειραματικού κινηματογράφου.
Η ταινία, η οποία διαθέτει μία οργιαστική σύνθεση μαζοχιστικής, ανδρικής βίας, έγινε τελικά το αντικείμενο μιας δίκης περί αισχροκέρδειας, η οποία, αφού έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της κομητείας του Λος Άντζελες το 1959, συνέβαλε στη χαλάρωση των περιορισμών για το λεγόμενο «άσεμνο» περιεχόμενο στις τέχνες.