Ο κατώτατος μισθός αυξάνεται, σύμφωνα με ό,τι αποφάσισε το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη, σχετικά με την έκδοση απόφασης για την αύξηση. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίδραση της αντιπολίτευσης ήταν άμεση ασκώντας έντονη κριτική.
Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ
«Μετά από δύο χρόνια με μηδενική αύξηση στον κατώτατο μισθό, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ, μετά από μια σειρά νομοθετικές διατάξεις που περιόρισαν ασφυκτικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μετά από το νόμο Χατζηδάκη που πλήττει ευθέως κάθε δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης των εργαζομένων και καθιερώνει την απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, έρχεται σήμερα ο πρωθυπουργός να ελεήσει τους εξαρτημένους από τον μισθό (κατά τη δική του ρήση) με αύξηση περίπου 40 λεπτά την ημέρα.
Ο εμπαιγμός των εργαζομένων από την κυβέρνηση συνεχίζεται. Δυστυχώς όμως για τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του: Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις όλους για πάντα. Ο κόσμος της εργασίας που από την πρώτη στιγμή έγινε στόχος του αντεργατικού οδοστρωτήρα και της συνεχιζόμενης κοροϊδίας από την πλευρά της κυβέρνησης, θα δώσει την απάντησή του στην κυβέρνηση – εντολοδόχο του ΣΕΒ. O ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία έχει δεσμευθεί για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ (που αποτελεί το 60% του διάμεσου μισθού στην Ελλάδα), επαναφορά και ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και κατάργηση όλων των αντεργατικών διατάξεων της ΝΔ».
Τι αναφέρει το ΚΙΝΑΛ;
Εμπαιγμό των εργαζομένων αποτελεί η απόφαση της Κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού συμβολικά, κατά 13 ευρώ τον μήνα. Την ώρα μάλιστα που η ακρίβεια στην αγορά δεν είναι καθόλου συμβολική0 και πλήττει και πάλι το εισόδημα των νοικοκυριών. Δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό από τη ΝΔ. Συνεχίζει να προωθεί το βαθιά συντηρητικό εργασιακό της «όραμα» για την φθηνή και απαξιωμένη εργασία, με τους εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα και συμβάσεις.
Υπενθυμίζουμε ότι η ΓΣΕΕ πρότεινε (μετά την 2ετή καθήλωση του κατώτατου μισθού) την άμεση αύξηση του στα 751 ευρώ. Πρόταση που απαράδεκτα αγνόησε ο κ. Μητσοτάκης. Το Κίνημα Αλλαγής συνεχίζει να διεκδικεί τον δικό του δρόμο. Αλλαγή του νόμου και καθορισμό του κατώτατου μισθού από την ελεύθερη διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Ώστε να εξασφαλίζεται διαχρονικά, ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους».
Η αντίδραση από Ελληνική Λύση και ΚΚΕ
«Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες την αύξηση κατά 2% του κατώτατου μισθού. Την ώρα που το εμπορικό ισοζύγιο συνεχίζει να καταρρέει, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου βρίσκονται στο ναδίρ, η κυβέρνηση νομίζει ότι με φιλοδωρήματα θα εξαπατήσει τους Έλληνες. Μία κυβέρνηση που λειτουργεί με το βλέμμα στις επόμενες εκλογές και όχι στις επόμενες γενιές, επιχειρώντας να υφαρπάξει την ψήφο των Ελλήνων με ψίχουλα, είναι μία επικίνδυνη κυβέρνηση», ανέφερε η Ελληνική Λύση.
Από την πλευρά του, το ΚΚΕ τόνισε πως «η αύξηση – παρωδία του κατώτατου μισθού αποτελεί πάγωμα για έναν ακόμη χρόνο στα άθλια επίπεδα, που τον κατέβασαν με κυβερνητική απόφαση εδώ και μία δεκαετία, καταργώντας την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης συνιστά πρόκληση προς τους εργαζόμενους, αφού κι αυτά τα ψίχουλα έχουν εξανεμιστεί και με το παραπάνω από την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις σε είδη λαϊκής κατανάλωσης, αλλά και από τον πρόσφατο αντεργατικό νόμο της κυβέρνησης, που κάνει τους εργαζόμενους ακόμα πιο φτηνούς και ευέλικτους.
Με ευθύνη των κυβερνήσεων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ο κατώτατος μισθός δεν καθορίζεται από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις των εργαζομένων, αλλά από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, με βάση τις λεγόμενες αντοχές της οικονομίας, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του κεφαλαίου και με στημένους κοινωνικούς διαλόγους. Εδώ και τώρα να επαναφέρουν τον κατώτερο μισθό στο ύψος από το οποίο τον κούρεψαν, στα 751 ευρώ ως βάση για αυξήσεις. Να καταργήσουν τον νόμο Βρούτση-Αχτσιόγλου, τον οποίο ψήφισαν και εφάρμοσαν από κοινού ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον βασικό μισθό και τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας».